Skip to main content

Ο Μπράιαν ετοιμάζει ποτά κι η Μπάρμπαρα σερβίρει σε μπαρ της Λ. Νίκης

Στην Ελλάδα ξέρουμε καλά από γηρατειά και… δεινόσαυρους. Λέμε άλλωστε «ο έρως χρόνια δεν κοιτά». Κατά καιρούς μας κυβέρνησαν ερωτευμένοι.

Το 1965, στα 22 του χρόνια, ο Μικ Τζάγκερ έδινε ρυθμό στη νεολαία του πλανήτη τραγουδώντας το «Satisfaction». Με τον ενθουσιασμό, την ορμή και την απολυτότητα της νιότης έλεγε τότε ότι θα ντρεπόταν να τραγουδήσει αυτό το τραγούδι στα 40 του. Σήμερα είναι 76 –τα κλείνει αυτό το μήνα και μπαίνει στα 77-, αλλά εξακολουθεί να τραγουδάει στη σκηνή το «Satisfaction» και τα άλλα τραγούδια των Rolling Stones. Με καρδιολόγο, βέβαια, στα δύο μέτρα μετά την τελευταία περιπέτεια με την υγεία του. Κι έναν ακόμη γενικό γιατρό στο πλάι, όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για τους υπόλοιπους «υπέργηρους» του συγκροτήματος.



Στην Ελλάδα ξέρουμε καλά από γηρατειά και… δεινόσαυρους. Λέμε άλλωστε «ο έρως χρόνια δεν κοιτά». Κατά καιρούς μας κυβέρνησαν ερωτευμένοι και άρρωστοι γέροντες, ενώ στην καλλιτεχνική πιάτσα είναι πολλοί αυτοί που κάνουν καριέρα 50 χρόνια, κάτι που μάλλον δεν συμβαίνει πουθενά αλλού στον κόσμο! Ο Γιώργος Νταλάρας παραμένει σουξεδάτος επί πέντε δεκαετίες. Η Δήμητρα Γαλάνη επιμένει στην εγκυρότητα. Ο Γιάννης Πάριος πιστεύει ότι μονοπωλεί επί τόσο διάστημα τον ερωτισμό. Ο Τόλης Βοσκόπουλος ζει στο μύθο του. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, αν και δε βρίσκεται στη ζωή, «βάζει κάτω» σε τηλεθέαση όλες τις νεότερες δεκαετίες επί δεκαετιών. Αλλά και ο Μίκης Θεοδωράκης παραμένει στυλοβάτης και πρωταγωνιστής σε μεγάλες φαντασμαγορικές συναυλίες, όπως τότε που ο ίδιος ήταν νέος και τα μουσικά δρώμενα και τα άλλα καλλιτεχνικά γεγονότα ήταν ενεργητικές πολιτικές πράξεις. Κι άλλοι πολλοί. Είναι σαφές ότι από την πολιτική και την καλλιτεχνική πιάτσα ελάχιστοι συνέλληνες αποσύρονται οικειοθελώς. Κι ας τραγουδούσε ο μακαρίτης ο Τζιμάκος 35 χρόνια πριν: «Όχι άλλο Νταλάρα / Πάριο κι Αλεξίου / Ρίτσο σε νταμάρια / κουλτούρα καφενείου». Άδικος κόπος… Ούτε τη δόξα, ούτε το χρήμα μίσησε κανείς στην Ελλάδα. Έτσι κι αλλιώς σε αυτή τη χώρα δεν μας αρέσει να ακούμε, αλλά να… ξανακούμε. Δεν μας αρέσει να βλέπουμε, αλλά να… ξαναβλέπουμε. Δεν μας αρέσει να αλλάζουμε ιδέες. Είναι κοπιαστικό και… ψυχοφθόρο. Καλύτερα, λοιπόν, να βαφτίζουμε το κάθε κόλλημα ως… συνέπεια, ώστε να είμαστε ευχαριστημένοι με τον τεμπέλη και δύσκαμπτο εαυτό μας.

Διότι κάθε καινούριο απαιτεί κόπο. Η εξέλιξη δεν είναι μια αυτοματοποιημένη διαδικασία, ακόμη κι όταν οι συνθήκες την ευνοούν, οπότε τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Για τη δημιουργική και με αέρα νεωτερισμού δεκαετία του 1960 το «Satisfaction» ήταν το κατάλληλο τραγούδι, κάτι που όλοι ένιωσαν και συντονίστηκαν. Γι’ αυτό ρίζωσε και με την κατάλληλη διαχείριση αποφέρει μέχρι σήμερα. Χρήματα σίγουρα, ενδεχομένως και κάποια ξεθωριασμένα συναισθήματα. Η νοσταλγία στη μουσική έχει την αξία της. Διότι πρόκειται για άλλο τραγούδι. Αλλιώς τραγουδάει ένας ανήσυχος νεαρός γόνος μεσοαστικής οικογένειας και αλλιώς ένας πολυεκατομμυριούχος sir. Το ίδιο και με τα τραγούδια του Θεοδωράκη, που διατρέχουν δημιουργικά τουλάχιστον 20 δύσκολα χρόνια, τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Ο απόηχος τους φτάνει μέχρι σήμερα και το μόνο που χρειάζεται είναι να δυναμώσει κάποιος την ηχώ. Τα άλλα είναι λεπτομέρειες. Όσο για τους τραγουδιστές που αντέχουν στην πρώτη γραμμή επί δεκαετίες υπήρξαν τυχεροί, διότι ταυτίστηκαν με σπουδαία τραγούδια σε εποχές που κάτι τέτοιο είχε νόημα. Από εκεί και πέρα δε χρειάζεται παρά θα θυμίζουν τον εαυτό τους και το χειροκρότημα είναι εξασφαλισμένο. Λιγότερο ή περισσότερο αυθεντικό, λιγότερο ή περισσότερο… πλαστικό ελάχιστη σημασία έχει τόσο γι’ αυτόν που το παρέχει, όσο και γι’ αυτόν που το εισπράττει.  Η δουλειά να γίνεται, η ώρα να περνάει.

Όλα αυτά μπορεί για κάποιους να είναι καλά και άγια, αλλά σαφώς έχουν μικρή σχέση με την συγκυρία και την πραγματικότητα. Το σήμερα γράφει τις σελίδες της ιστορίας που του αναλογούν με άλλο σάουντρακ. Ενδεχομένως διαφορετικό για τον καθένα, αφού το χαρακτηριστικό της σύγχρονης εποχής είναι η πολυδιάσπαση και η μοναχικότητα. «Περνάω καλύτερα ακούγοντας το βράδυ τραγούδια στο Yοutube» επιμένει κάποια ψυχή, με τον ίδιο τρόπο, που παλαιότερα κάποια άλλη, εξίσου νέα τότε, ψυχή, έψαχνε να περάσει καλά στη συναυλία. Εκεί που όλοι γίνονταν ένα από νωρίς και αργότερα έσμιγαν με τους μουσικούς για να φτιάξουν ένα δεύτερο… ένα. Τόσο δυνατό που η αύρα του τους συνόδευε για καιρό. Για μια βδομάδα, για ένα μήνα, για ένα χρόνο, για μια ζωή.

Ένας τέτοιος τύπος εκείνης της εποχής σήμερα κυκλοφορεί σε καθημερινή βάση στη Θεσσαλονίκη κουστουμαρισμένος και με μια BMW μεγάλου κυβισμού. Πολλοί τέτοιοι υπάρχουν ανάμεσά μας. Αλλά αυτός έχει εδώ και καιρό ένα πρόβλημα, το οποίο ανάγεται στο τότε και τον απασχολεί κάθε μέρα. Πρόσφατα απέκτησε ένα δεύτερο πρόβλημα, που κι αυτό κατά κάποιο τρόπο ανάγεται στο τότε. Τις προάλλες έπινε σε ένα ημιυπόγειο μπαρ στη Λεωφόρου Νίκης, απέναντι από τη θάλασσα, και σκεφτόταν ότι ζει… το καλοκαίρι του κενού. Κανονικό αμερικάνικο noir μυθιστόρημα της δεκαετίας του 1950. Άρχισε, λοιπόν, να λέει τα προβλήματά του στον ιδιοκτήτη του μπαρ. Έναν τύπο σε στιλ Ρίκι στην «Καζαμπλάνκα», που πιστεύει ότι στη νύχτα έχουν δει πολλά τα μάτια του και γι’ αυτό είναι ο καλύτερος εξομολόγος για καημούς και ζόρια. Όπως είπε, λοιπόν, ο κουστουμαρισμένος μας φίλος, τα χρόνια που σπούδαζε στην Ευρώπη είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει πολλές συναυλίες και μάζευε με ευλαβική συνέπεια τα αποκόμματα των εισιτηρίων. Ήθελε κάποτε να τα βάλει σε μια κορνίζα και να τα δώσει στο γιό του. Σαν μια υπογραφή πολύ πιο προσωπική από αυτές που βάζει στις τράπεζες. Μια υπογραφή… αυτοβιογραφική. Αλλά σε μια μετακόμιση το κουτί με τα αποκόμματα χάθηκε! Κάπου παράπεσε, κάπου ξεχάστηκε, ποιος ξέρει; Ψάχνει και ξαναψάχνει παντού στο καινούριο σπίτι, χρόνια τώρα, αλλά δεν μπορεί να το βρει. «τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τις εμμονές του» όπως εγκαίρως έγραψε και τραγούδησε ο Στάθης Παχίδης. Η ιδέα ότι τα εισιτήρια χάθηκαν για πάντα τον τρελαίνει κι ας επιμένει η γυναίκα του ότι αι θα βρεθούν. Εκείνη κάπου έχει δει το κουτί, μόνο που δεν θυμάται που ακριβώς. Και σα να μην έφτανε αυτό, ένας φίλος από εκείνα τα χρόνια που ζει στο Λονδίνο πριν από λίγες ημέρες του έστειλε μέιλ για να τον ενημερώσει ότι την Κυριακή 7 Ιουλίου 2019, σήμερα δηλαδή, στο Hyde Park παίζουν και τραγουδούν μαζί για μία και μοναδική φορά η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, ο Μπράιαν Φέρι και ο Κρις Κριστόφερσεν, το άλλο μισό της Μπάρμπαρα στο αυθεντικό «Ένα αστέρι γεννιέται». Το μέιλ κατέληγε απόλυτα φυσιολογικά: «Εννοείται ότι σε περιμένω».

Ο αποστολέας, ένας γνήσιος Βρεττανός, ούτε ήξερε ότι εκείνη την ημέρα γίνονται εκλογές στην Ελλάδα, ούτε τον ενδιέφερε το θέμα. «Τι να κάνω;» αναρωτήθηκε ο φίλος, χωρίς στην πραγματικότητα να περιμένει απάντηση. «Προς το παρόν πιες ένα ακόμη στην υγειά μας» απάντησε ο Θεσσαλονικιός Ρικ, που ξέρει πότε να σωπαίνει και κυρίως πότε να αλλάζει κουβέντα. Και γυρίζοντας προς το μπαρ ύψωσε κάπως φωνή: «Μπράιαν κάνε στο φίλο μας ένα ακόμη. Κι εσύ Μπάρμπαρα, όταν του το σερβίρεις μην του το χρεώσεις. Κερνάει το κατάστημα».