Skip to main content

Ο Mr. Virgin οδηγεί τους πολιτιστικούς φορείς της Θεσσαλονίκης

Ο γνωστός επιχειρηματίας Ρίτσαρντ Μπράνσον, που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη, υπερασπίζεται και προπαγανδίζει την ιδέα της δικτύωσης.

«Όταν ξεκίνησα να δικτυώνομαι για λογαριασμό της Virgin Music –συναντούσα μάνατζερ καλλιτεχνών, προσπαθούσα να πείσω τους μουσικούς να κλείσουν συμβόλαιο μαζί μας, αναζητούσα διανομείς–, συχνά χρειαζόταν να ανταλλάξω νούμερο τηλεφώνου πάνω σε χαρτοπετσέτα. Ήμασταν, άλλωστε, στη δεκαετία του '70. Αυτές τις μέρες είναι πολύ πιο εύκολο να έρθετε σε επαφή με ανθρώπους που μπορούν να σας βοηθήσουν να ξεκινήσετε και να επεκτείνετε την επιχείρησή σας. Απλώς σκεφτείτε: LinkedIn, Facebook, Instagram και Twitter, όλα σας δίνουν την ευκαιρία να συναντήσετε και να συναναστραφείτε άλλους επιχειρηματίες, ειδικούς του κλάδου σας ή καινοτόμους νέους. Από την ώρα που αντιλαμβάνεστε ότι η ιδέα σας αξίζει, το πρώτο βήμα στον δρόμο για την επιτυχία είναι να χτίσετε ένα δίκτυο».

Με αυτό τον τρόπο ξεκινάει ένα πρόσφατο άρθρο του Ρίτσαρντ Μπράνσον, το οποίο αν έχει κάποια αξία αυτή οφείλεται στο ότι ο γνωστός επιχειρηματίας που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη, υπερασπίζεται και προπαγανδίζει την ιδέα της δικτύωσης. Άλλωστε βρισκόμαστε στην εποχή της δικτύωσης, των clusters, όπως θα λέγαμε σε πιο… επιχειρηματική διάλεκτο, στην εποχή των συνεργιών, όπως θα λέγαμε σε απλούστερα ελληνικά. Σε μια εποχή, δηλαδή, που στην πράξη δεν ταιριάζει στην ελληνική νοοτροπία, καθώς η δικτύωση κάθε μορφής προϋποθέτει αφενός ανοιχτά μυαλά και συναισθήματα και αφετέρου κουλτούρα συνεργασίας. Ως γνωστόν στην Ελλάδα ο καθένας –από τον πραγματικό ιδιοκτήτη μιας μικρής, μεσαίας ή μεγάλης επιχείρησης, μέχρι τον διορισμένο διαχειριστή ενός δημόσιου οργανισμού και τον υπουργό- αισθάνεται… φεουδάρχης, κατά το μέγεθος του φέουδου που του ανήκει ή κατά τη διάρκεια του χρόνου που διαχειρίζεται το φέουδο. Κατά το παρελθόν στη Θεσσαλονίκη υπήρξε πρόεδρος δημοσίου οργανισμού, ο οποίος αρνήθηκε πρακτικά να συνεργαστεί με δύο ακόμη δημόσιους οργανισμούς, ώστε να προκύψει σε συγκεκριμένο τομέα καλύτερο και μεγαλύτερο αποτέλεσμα, λέγοντας χαρακτηριστικά «επί των ημερών μου δεν παραχωρείται ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό του Οργανισμού».

Σε αυτό το περιβάλλον η πρωτοβουλία του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος και της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας να διοργανώσουν την προσεχή Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου από τις 10 το πρωί μέχρι τις 5.30 το απόγευμα ημερίδα με τίτλο «Διαπολιτιστικά Δίκτυα της Θεσσαλονίκης» ενδέχεται να αποδειχθεί αποδοτική. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να πέσει στο κενό και να παραμείνει μόνο η ανάμνηση ενός προβληματισμού που δεν οδήγησε πουθενά. 

Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία κατ’ αρχήν είναι ότι θα καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι –έστω σχηματικά- και θα συζητήσουν –κατά κυριολεξίαν- οι ακόλουθοι φορείς: το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού με εκπροσώπηση διαφόρων κεντρικών υπηρεσιών του, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, με εκπροσώπηση των πολιτιστικών και τουριστικών δομών του, ο δήμος Θεσσαλονίκης, η Εφορία Αρχαιοτήτων πόλης Θεσσαλονίκης, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Kρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, το Ινστιτούτο Γκαίτε, η Art Thessaloniki International Contemporary Art Fair, ο Μητροπολιτικός Οργανισμός Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης, το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ. Η ημερίδα αποτελεί απόδειξη ότι στην περιοχή της Θεσσαλονίκης η κρίσιμη μάζα φορέων πολιτισμού υπάρχει. Εκείνο που μένει να φανεί είναι εάν αυτοί οι φορείς, ο καθένας ξεχωριστά και κυρίως όλοι μαζί ή κάποιοι από αυτούς μαζί, μπορούν να ξεφύγουν από τα στενά καταστατικά –και γι’ αυτό γραφειοκρατικά- δεδομένα τους και να αποτελέσουν αποτελεσματικό «όπλο» για να επιτευχθούν στη Θεσσαλονίκη παραγωγικοί στόχοι και να διατυπωθεί ένα νέο κοινωνικό και αναπτυξιακό αφήγημα. Η ενίσχυση της εξωστρέφειας, η βελτίωση της αναγνωρισιμότητας, η αύξηση της επισκεψιμότητας, καθώς και η επιστροφή σε έναν παραδοσιακό για την πόλη, πλην απωλεσθέντα τις τελευταίες δεκαετίες κοσμοπολιτισμό, είναι στοιχεία που μπορούν να συμβάλλουν στο να γυρίσει η πόλη σελίδα. Να επιτευχθούν κοινωνικοί στόχοι, που συνδέονται τόσο με την παραγωγή και διανομή πλούτου, όσο και με την απασχόληση.

Η ιδέα για την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης ημερίδας ανήκει στον ομότιμο καθηγητή της Νομικής και μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος Αθανάσιο Καΐση, ο οποίος συντονίζει την επιστημονική επιτροπή της ημερίδας. Ο καθηγητής Καϊσης, ο οποίος λόγω της διαμεσολαβητική εμπειρίας που απέκτησε ασχολούμενος επί δεκαετίες με ζητήματα διαιτησίας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έχει άμεση σχέση. Διαπίστωσε, λοιπόν, ότι οι σημαντικοί φορείς του πολιτισμού που δραστηριοποιούνται στη Θεσσαλονίκη κατά βάσιν δεν συνεργάζονται, παρά μόνο σε μεμονωμένες ad hoc περιπτώσεις. Με συνέπεια τα αποτελέσματα στα οποία φτάνει ο κάθε φορέας να είναι εξ’ αντικειμένου περιορισμένα. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την υπεραξία που στη σημερινή εποχή προσδίδει στις πόλεις η πολιτιστική και καλλιτεχνική τους ταυτότητα καταλήγουμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι απ’ όλον αυτό τον πολυκερματισμό και την απουσία συνεργασιών η Θεσσαλονίκη χάνει. Ενδεχομένως πολλά ή λιγότερα, αλλά πάντως χάνει. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως σε μία πόλη που επιθυμεί να εξελιχθεί σε προορισμό city break οι δραστηριότητες των πολιτιστικών της δεν συνυπάρχουν ούτε καν ως πληροφορία σε μια εύχρηστη διαδικτυακή πλατφόρμα με προμετωπίδα τη Θεσσαλονίκη. Το πιο απλό, δηλαδή, δε συμβαίνει.


Στην Ελλάδα ο πολιτισμός -όχι η καθημερινή διασκέδαση και εκτόνωση των νεοελλήνων σε μπαράκια, μπουζουξίδικα και κοσμικά κέντρα, αλλά ο πολιτισμός που μπορεί να προσφέρει κάτι βαθύτερο στην κοινωνία και ταυτόχρονα να αποτελέσει πόλο έλξης- κινείται κατά βάσιν με δημόσιο χρήμα. Είναι απευθείας κρατική υπόθεση, όπως συμβαίνει με την κληρονομιά των προγόνων, τα μουσεία, τους κρατικούς οργανισμούς ή επιχορηγούμενη δραστηριότητα. Τίποτε από τα δύο δεν είναι κακό, έτσι συμβαίνουν λίγο πολύ τα πράγματα σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο. Η ελληνική ιδιαιτερότητα είναι ότι αφενός κανείς σε αυτούς τους οργανισμούς και φορείς –ούτε η πολιτική ηγεσία, ούτε οι πολιτικές ή γραφειοκρατικές διοικήσεις- δεν ενδιαφέρεται για την υπεραξία, που μπορεί να παραχθεί. Οι πάντες αδιαφορούν για το ταμείο, ενώ ούτε λόγος για κουλτούρα συνεργασιών. Ένα απλό παράδειγμα: εάν η Θεσσαλονίκη αναβαθμίσει το βυζαντινό της πρόσωπο, κάτι που δεν μπορεί να γίνει από κάποιον μεμονωμένα, το κέρδος θα διαχυθεί σε όλη την πόλη και όχι μόνο στους… βυζαντινολόγους. Αυτή η σκέψη είναι μάλλον απίθανο να περνάει –πολύ περισσότερο να αποτελεί στόχο- των στελεχών της αντίστοιχης βυζαντινής εφορίας, του βυζαντινού μουσείου και όποιας άλλης δομής που έχει ως αποστολή την ενασχόληση με αυτή τη μακρά και λαμπρή περίοδο της πόλης. Αν κάτι μπορεί να κινηθεί διαφορετικά θα το καταλάβουμε –διότι να το ξέρουμε πειστικά είναι δύσκολο- το βράδυ της Παρασκευής 15 Φεβρουαρίου 2019. Ή μάλλον απ’ ότι ακολουθήσει ή δεν ακολουθήσει το επόμενο διάστημα. Η αφορμή υπάρχει!      

Δείτε το πρόγραμμα της ημερίδας εδώ