Skip to main content

Ο στιλάτος Ρικ και η φευγάτη Σκάρλετ στο μπαλκόνι της Αριστοτέλους

Οι μήνες του κορωνοϊού πληγώνουν το σινεμά όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς. Στην πατρίδα μας ο κορωνοϊός έχει αλλάξει και τους προγραμματισμούς.

Στο ραντεβού του Σεπτέμβρη οι κινηματογράφοι της Θεσσαλονίκης έστησαν για τα καλά τους σινεφίλ. Βρισκόμαστε ήδη στο Οκτώβρη και κανείς μέχρι στιγμής δεν γνωρίζει αν και πότε θα ανοίξουν οι χειμερινές αίθουσες, καθώς τα μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσης του κορωνοϊού δεν επιτρέπουν εκτιμήσεις. Εκτός από το πότε, ερωτηματικό παραμένει και ο τρόπος που θα λειτουργήσουν το χειμώνα τα σινεμά. Σίγουρα με μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης. Πιθανότατα με τη μισή πληρότητα και τους θεατές να κάθονται έχοντας ανάμεσά τους άδεια καθίσματα. Με αυτά τα δεδομένα το θέμα για τις κινηματογραφικές αίθουσες δεν είναι απλά και μόνο οικονομικό. Ούτε τεχνικό. Είναι υπαρξιακό, διότι η μαγεία του σινεμά εν πολλοίς έγκειται στην κοινωνικότητα που συνεπάγεται η κοινή εμπειρία της θέασης μιας ταινίας. Εάν αυτό δεν ισχύει τότε και οι προβολές στο σπίτι είναι μια χαρά για κάποιον που απλώς θέλει να δει μια ταινία και να παρακολουθήσει την ιστορία της.  

Όπως για τη μουσική άλλο είναι η ζωντανή συναυλία και άλλο η ακρόαση ενός δίσκους ή ενός cd –το καθένα έχει τη δική του γοητεία- έτσι και στις ταινίες άλλο να τις βλέπεις με κόσμο, με γνωστούς και αγνώστους, στην επιβλητική σκοτεινή αίθουσα με τη μεγάλη οθόνη και άλλο στο σπίτι, στις περιορισμένες διαστάσεις της τηλεοπτικής οθόνης, με την πολυδιάσπαση της καθημερινότητας. Όχι μόνο λόγω μεγέθους και τεχνικής αρτιότητας, όσο λόγω ατμόσφαιρας. Το κρυφό γελάκι του διπλανού, που κάποια στιγμή ακούγεται. Η τρυφερή κίνηση ενός τύπου προς το ταίρι του δύο σειρές πιο μπροστά. Το ομαδικό γέλιο στο αστείο των πρωταγωνιστών. Το συλλογικό σφίξιμο στη σκηνή αγωνίας που διευρύνει ακόμη περισσότερο η μουσική. Όλα αυτά συνιστούν βασικά συστατικά της κοινής εμπειρίας. Ίσως να μην περιέχονται στη βασική συνταγή, αλλά σίγουρα αποτελούν την ανορθογραφία που δίνει ξεχωριστό χαρακτήρα στο τραπέζι της παρέας.

Οι μήνες του κορωνοϊού πληγώνουν το σινεμά όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς. Ειδικά, όμως, στην πατρίδα μας –πέραν της μειωμένης προσέλευσης, λόγω της δικαιολογημένης διστακτικότητας των θεατών- ο κορωνοϊός έχει αλλάξει και τους προγραμματισμούς. Το φετινό καλοκαίρι οι κινηματογραφικές αίθουσες –κυρίως τα θερινά σινεμά- πρόβαλαν σε μεγαλύτερο ποσοστό από ποτέ παλαιότερες ταινίες. Θρυλικά φιλμ που έχουν διαγράψει τον κύκλο τους και παίζονται, πλέον, κατ’ αποκλειστικότητα στα κανάλια της ελεύθερης τηλεόρασης ή σε εξειδικευμένες συχνότητες της συνδρομητικής. Προφανώς πρόκειται για λύση ανάγκης, η οποία όμως δημιουργεί τάση που δεν υπήρχε στο παρελθόν. Σε αντίθεση με τη μουσική, όπου το παλαιό ρεπερτόριο αποτελεί βασική πρώτη ύλη τόσο στις συναυλίες και στις μουσικές παραστάσεις, όσο και στη δισκογραφική βιομηχανία. Γενικότερα στη μουσική η νοσταλγία έχει αναδειχθεί σε υψηλής ποιότητας επιστήμη και άκρως επικερδή επιχείρηση. Το θεϊκό που έχει γράψει –για άλλους λόγους- ο Σαββόπουλος «Στα ρεζιλίκια μας τοκίζοντας / ποτέ κανείς δεν χάνει», ταιριάζει κι εδώ, καθώς οι αναμνήσεις του καθενός ομαδοποιούνται, συσκευάζονται και προσφέρονται στην αγορά, συνήθως σε καλή τιμή. Τα παλιά τραγούδια που μας θυμίζουν τα νιάτα μας. Η μπαλάντα που μας φέρνει στο μυαλό τον πρώτο μας έρωτα. Μια φωνή από το παρελθόν, που κάποτε συμβόλιζε πολλά και σήμερα απολύτως τίποτα, αλλά ακούγοντας την πιστεύουμε –έστω προς στιγμήν- πως η διάθεσή μας για τον αγώνα, για την ελευθερία, για την ισότητα, για την αδελφοσύνη, παραμένει αναλλοίωτη.  

Στο σινεμά, λοιπόν, αυτή η νοσταλγία υπάρχει μόνο ως προς το περιεχόμενο μιας ταινίας, εάν δηλαδή ο σκηνοθέτης θέλει να κάνει μια νοσταλγική ταινία. Διαφορετικά οι σινεφίλ έχουν συνηθίσει –ή μάλλον καλομάθει- στις ταινίες πρώτης προβολής, αφού οι επαναλήψεις τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξαν ελάχιστες. Τώρα που η ανάγκη για οικονομία ευνοεί τις παλαιότερες παραγωγές, οι οποίες έχοντας κάνει απόσβεση δεκαετιών, προσφέρονται σε καλύτερες τιμές και ψηφιακή επεξεργασία, οι κλασικές ταινίες επανακάμπτουν στην πραγματικά μεγάλη οθόνη. Για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι, ενδεχομένως. Δεν πρόκειται κατ’ ανάγκη για κακή εξέλιξη. Ετοιμαστείτε, λοιπόν, να ανοίξει η αυλαία για το Ricky’s bar στην Καζαμπλάνκα, την απελπισία της Σκάρλετ Ο’ Χάρα στο Όσα παίρνει ο άνεμος, τον ταξιτζή Ρόμπερ ντε Νίρο, τον Νονό Μάρλον Μπράντο, τον άλλο Νονό Αλ Πατσίνο, τον Βρώμικο Χάρι Κλιντ Ίσγουντ, το Εργαζόμενο κορίτσι Μέλανι Γκρίβιθ και τα Καλύτερα μας χρόνια δίπλα στην αιωνίως ρομαντική Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και τον κλασικό αριβίστα Ρόμπερτ Ρέτφορντ. Και τόσους άλλους.

Όσοι είναι πάνω από 40 ετών «χόρτασαν» σινεμά. Όσοι είναι πάνω από 50 ακόμη περισσότερο. Διότι επί πολλά χρόνια ο κινηματογράφος ήταν όχι απλώς μια ευχάριστη διαδικασία, αλλά ένα από τα λίγα ανοιχτά παράθυρα στον κόσμο. Συγχρόνως σημείο επαφής και κοινωνικοποίησης. Ειδικά για μια χώρα όπως η Ελλάδα. Και ειδικότερα για μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, με τους θορυβώδεις φοιτητικούς εξώστες και την μποέμικη ατμόσφαιρα, τις μέρες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου κάθε Νοέμβρη, πέριξ του Ντορέ και του Λευκού Πύργου. Οι σημερινοί 20άρηδες χάνουν πολλά χωρίς τα σινεμά, μόνο που δεν το ξέρουν. Έτσι κατά μίαν έννοια δεν το χάνουν.



ΥΓ. Ένα ζευγάρι με αέρα Χολιγουντ πέρασε την κυκλική πόρτα του εμβληματικού ξενοδοχείου στην πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης. Ήταν ξένοι. Εκείνος αδύνατος, με μαύρα μαλλιά χτενισμένα πίσω, πρόσωπο με γωνίες, ζεστό βλέμμα κι ένα τσιγάρο στα χείλη, το οποίο βιάστηκε να σβήσει πριν μπει στον κλειστό χώρο. Φορούσε καπέλο, ανοιχτό παντελόνι, σκούρο σακάκι, μπεζ καμπαρντίνα δεμένη στη μέση. Πολύ στιλάτος. Εκείνη λεπτοκαμωμένη, με μαύρα μακριά μαλλιά, άσπρο φωτεινό δέρμα, λαμπερό χαμόγελο, μαύρα μελαγχολικά μάτια και πράσινο φόρεμα, κάτω από μια ταιριαστή γαλάζια ζακέτα. Χωρίς αμφιβολία φευγάτη. Ήταν φθινόπωρο και τα βράδια η υγρασία… τσιμπούσε. Τον κρατούσε αγκαζέ, αλλά τον άφησε μόλις έφτασαν στη ρεσεψιόν. Ο άνδρας ζήτησε ένα δωμάτιο για ένα βράδυ, άφησε τα διαβατήρια τους στον πάγκο και είπε στον ρεσεψιονίστ ότι δεν έχουν καθόλου αποσκευές. Εκείνος χαμογέλασε συγκαταβατικά, βιάστηκε να συμπληρώσει τα στοιχεία και του έδωσε μία κάρτα εισόδου, επισημαίνοντας ότι το δωμάτιο έχει θέα στην πλατεία και πέρα στα φώτα του λιμανιού, στη θάλασσα και στον ορίζοντα. «Σαν παλιό σινεμά» τους είπε και έδειξε προς την πλευρά του ασανσέρ. Το ζευγάρι ανέβηκε στο δωμάτιο και βγήκε κατ’ ευθείαν στο μπαλκόνι για να δει τη το φθινοπωρινό φεγγάρι που αν και μισό έλαμπε στον ουρανό. Εκείνη την ώρα από το σκηνικό του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας έλειπαν μόνο το φιλί, η υπόκλιση και η αγωνία. Όταν ο υπάλληλος της υπηρεσίας δωματίων -κάποιοι τον λένε γκρουμ, άλλοι σερβιτόρο- έφερε το μπουκάλι με ουίσκι και παγάκια που είχαν παραγγείλει, την άκουσε να ρωτάει με κάποια αγωνία: «Τι λες Ρικ θα τα καταφέρουμε;» Εκείνος την κοίταξε βαθιά στα μάτια, της έπιασε το μπράτσο και απάντησε με σταθερή και ζεστή φωνή. «Φυσικά Σκάρλετ. Πάντα τα καταφέρνουμε. Ακόμη κι όταν δεν έχουμε καλό χαρτί. Ακόμη κι όταν ο πιανίστας έχει σταματήσει να παίζει. Όπως λες κι εσύ αύριο είναι μια άλλη μέρα. Και όπως λέει εκείνο το τραγούδι, όσο περνάει ο καιρός, δεν έχει σημασία τι φέρνει το μέλλον».  

Από τότε δεν τους είδε κανείς στην Αριστοτέλους, ούτε πουθενά αλλού στην πόλη. Έφυγαν αόρατοι και αθόρυβοι, άλλωστε είχαν πληρώσει με μετρητά από την αρχή και είχαν πάρει πίσω τα διαβατήρια. Για καιρό ο ρεσεψιονίστ και ο γκρουμ θυμόταν το ζευγάρι, σχολίαζαν και χαμογελούσαν. Και οι δύο είχαν την εντύπωση ότι κάπου τους είχαν ξαναδεί. Ο ένας τον άνδρα και ο άλλος τη γυναίκα. Μέχρι που ο χρόνος ξεθώριασε τα χρώματα, τα βλέμματα. Ακόμη και τα λόγια ξεχάστηκαν. Τα πάντα, εκτός από το στιλ του ενός και τη φευγάτη σκιά της άλλης…