Skip to main content

Ο Τούντορ, ο Μπερμπάτοφ και το δίλημμα του σκαντζόχοιρου

Οι αστοχίες του Κροάτη στο ντέρμπι με την ΑΕΚ, ο κίνδυνος που ελλοχεύει για τον Ντίμιταρ Μπερμπάτοφ και η αδιέξοδη σχέση που «ψάχνει» ο Ιβάν Σαββίδης

«Τίποτε δεν δίνει σ’ έναν φοβισμένο άνθρωπο περισσότερο κουράγιο απ’ τον φόβο του άλλου», αποφαίνεται ο Ουμπέρτο Έκο στο πρωτόλειο έργο του, «Το όνομα του ρόδου». Ρήση που συμπυκνώνει, συνοψίζει και, εν μέρει, εξιστορεί τη χθεσινή αναμέτρηση -πάλαι ποτέ ντέρμπι- του ΠΑΟΚ με την ΑΕΚ.

Είναι πρόδηλη η αναμόρφωση της ψυχολογίας της ομάδας επί τα βελτίω αφ’ ης στιγμής ο Ίγκορ Τούντορ πάτησε το πόδι του στη Θεσσαλονίκη, κι ας μην οφείλεται πρακτικά σ’ αυτόν, αλλά στο ξεσκαρτάρισμα και το μαεστρικά στοχευμένο συμμάζεμα από τον Φρανκ Άρνεσεν.

Είναι, επίσης, οφθαλμοφανές πως ο Δαλματός γίγαντας έχει ήδη κάνει αισθητή, και παίρνει τα εύσημα γι’ αυτό, τη ραγδαία μεταμόρφωση της ομάδας στο επιθετικό κομμάτι, γδέρνοντας το φοβικό της παρελθόν και καλύπτοντας το κενό, ελλείψει θαυματουργής τεχνικής, με ό,τι πραγματικά εξέλειπε: ποδοσφαιρικό θράσος.

Είναι, ακόμη, ολοφάνερο ότι ο Τούντορ εμφύσησε στους παίκτες, μικρούς – μεγάλους, άπειρους – έμπειρους, τη δική του φιλοσοφία γύρω απ’ το ποδόσφαιρο. Κροατικής χροιάς, τεχνικής υφής και ανελέητων τρεξιμάτων, το ποδόσφαιρο που οραματίζεται ο Τούντορ είναι τάχιστο, οξυδερκές, πολύπλευρο, πολυφωνικό, σαρωτικό και ταιριάζει «ταμάμ» στον ΠΑΟΚ, και δη τον εφετινό που δεν εξάπτει τη φαντασία με ηχηρά ονόματα, παρά μόνο με ορεξάτα και απολύτως διατεθειμένα. Βασικά είναι ό,τι ακριβώς ονειρεύεται και ο απαιτητικός κόσμος της ομάδας, που ‘χει να βιώσει κάτι τόσο «Γιούγκικο» από την εποχή Μπάγιεβιτς.

Μολαταύτα, χθες, κι ενώ είχε όλα τα ανωτέρω στη φαρέτρα του, και μάλιστα δαιμονιωδώς κατατεθειμένα στο χόρτο, ο Ίγκορ Τούντορ ανέδειξε στο σύνολό του το μέγεθος της διαχειριστικής του απειρίας και της αναιμικής προσέγγισης ενός παιγνιδιού ολόδικού του, ενός παιγνιδιού που, κυριολεκτικά, έπαιζε χωρίς αντίπαλο, αφού ο Τραϊανός Δέλλας, καλός χρυσός, προπονητικές χάρες δεν διαθέτει. Ενδεικτικά να εξηγηθώ, ο τεχνικός της ΑΕΚ έβλεπε τα ακραία του μπακ ανεπιεικώς εκτεθειμένα και, επί 90 λεπτά, αγρόν ηγόραζε για τις αιμορραγικές του πτέρυγες.

Στο διαχειριστικό σκέλος, ο Τούντορ τα θαλάσσωσε με το, μείζον όπως αποδεικνύεται, ζήτημα Σάμπο – Κάτσε. Εν πρώτοις, αφήνει τον Αλβανό μέσο στο περιθώριο σε σειρά αγώνων που δεν δικαιολογεί σε καμία των περιπτώσεων την αντικατάστασή του από τον Σάμπο στο βασικό σχήμα. Δυο βαριά, πολύ βαριά κορμιά στο τερέν, να κυνηγούν ταχυδύναμα μικρόσωμα. Ευτυχώς που ο Τζιόλης ήταν σε ολόγιομο φεγγάρι και, στον αντίποδα, οι χαφ της αντιπάλου σε σκοτεινό. Συν τοις άλλοις, από πουθενά δεν προκύπτει η χρησιμοποίηση Σάμπο έναντι Κάτσε, αναφορικά με την περίοδο φορμαρίσματος. Ο πρώτος σαφέστατα νιώθει εντελώς έξω από τα νερά του στη Θεσσαλονίκη, τουλάχιστον έως ώρας, ο δεύτερος αποτέλεσε το μεγαλύτερο κέρδος της περσινής (και προπέρσινης) σεζόν, κάτι που τον μετουσίωσε σε Νο1 asset της ομάδας, αφού, πλέον, κουβαλά στις πλάτες του την ακριβότερη εν δυνάμει μεταπωλητική αξία εκ των γηγενών.

Επιμένοντας στο διαχειριστικό και συγκεκριμενοποιώντας το στο κομμάτι της αλλαγής του 45’, ο Τούντορ υποπίπτει σε λάθος ψυχολογίας, όχι δικής του, αλλά τον δύο πρωταγωνιστών, του Αλβανού και του Σλοβάκου. Αφενός ακυρώνει τον εαυτό του και την επιλογή του, αφετέρου ακυρώνει τους ποδοσφαιριστές και την όποια διάθεσή τους. Για όποιον έχει αγωνιστεί και συναγωνιστεί με το τόπι στα πόδια, καταλαβαίνει απολύτως τι σημαίνει η αντικατάσταση στο ημίχρονο – απογοήτευση, αποθάρρυνση, enough said. Εν ολίγοις, δίνει πίστωση αρκετών αγώνων στον Σάμπο, αλλά τον «οικτίρει» ποδοσφαιρικά στον χθεσινό, ενώ περιφρονεί και «παρκάρει» τον Κάτσε αναίτια, από τον οποίο μετέπειτα ζητεί να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά.

Αδυνατώ, απ’ την άλλη, να σχολιάσω την αλλαγή του Μαλεζά στο τέλος του αγώνα. Είπαμε, ή μάλλον ο Έκο έγραψε, «τίποτε δεν δίνει σ’ έναν φοβισμένο άνθρωπο περισσότερο κουράγιο απ’ τον φόβο του άλλου». Ναι, ο Δέλλας είν’ αυτός, ο Δέλλας και οι ποδοσφαιριστές του, σε αντίστιξη με τον Τούντορ, που αδικαιολογήτως αποφάσισε από δεύτερη σχέση να βάλει πέμπτη και το αμάξι να «κάτσει». Τόσο που, αν κάποιος έβλεπε μόνον τα τελευταία δέκα λεπτά της αναμέτρησης, θα έπλαθε ευλόγως την εντύπωση πως η ΑΕΚ φεύγει από την Τούμπα αδικημένη απ’ το γραφτό της.

Για το τέλος κρατώ το απειρομεγέθες κεφάλαιο Μπερμπάτοφ. Το φυσιολογικό, χθες, άμα τη εισόδω του, θα ‘ταν να γεννοβολά ο ΠΑΟΚ ευκαιρίες, να πνίγει την ΑΕΚ στα καρέ της και να λυσσομανά για τη νίκη, από άξονα και πλευρές. Ωστόσο, εάν δεν ήταν οι ατομικές, σε βαθμό αγανάκτησης, προσπάθειες του απτόητου και διεμβολιστή, αλλά εξοργιστικά ιδιοτελή, Μακ, το ματς δύσκολα θα γυρνούσε. Κι αυτό γιατί, απ’ ό,τι φαινόταν στο γήπεδο, μόλις η μπάλα έφθανε στον Βούλγαρο, όλοι σχεδόν οι συμπαίκτες του ήταν απολύτως στατικοί, κακώς τοποθετημένοι, αδιάβαστοι και… ανυπόμονοι. Τόσο που νόμιζες πως δεν ήταν ο Μπερμπάτοφ αυτός που μπήκε στο παιγνίδι, αλλά κάποιος κλώνος του Μαραντόνα. Θαρρείς πως έβλεπες κάποιον άχαρι που του ‘παν να πασχίσει για την ευτυχία της εξέδρας κρατώντας, απλώς, το τόπι. Για ένα ντεμπούτο στην Τούμπα που το περίμεναν άπαντες πώς και πώς, δεν το λες κι επιτυχημένο.

Ταυτοχρόνως, η συνύπαρξη Μπερμπάτοφ και Κλάους έμοιαζε ελάχιστα προβαρισμένη, κάτι που σαφώς χρεώνεται στον Τούντορ. Η συγκατοίκησή τους στην αιχμή του δόρατος, ήταν, είναι και μέλλει να είναι κάτι που πρέπει άμεσα να δουλευθεί επισταμένα, αφού η ταυτόχρονη παρουσία των δυο τους στο παιγνίδι θα χρειαστεί ουκ ολίγες φορές εφέτος, πολλώ δε μάλλον για τους αρκετούς που στην Τούμπα θα έρθουν με αυτοσκοπό το στρίμωγμα στο καβούκι τους, ειδικότερα παρατηρώντας την… προδιάθεση της ομάδας για σύνθλιψη κάθε αντιπάλου.

Συμπερασματικά, λοιπόν, ο Τούντορ διαμορφώνεται μέσα από την ομάδα που έχει κληθεί να διαμορφώσει. Γνωστό, άλλωστε, το «ρίσκο» του Άρνεσεν και δεκτός ο ζήλος του Κροάτη, αλλά, εάν θέλει να μεγαλουργήσει στον ΠΑΟΚ, θα πρέπει δις, τρις και τετράκις να επεξεργάζεται τις κινήσεις του. Γιατί τα φόντα, τις παραστάσεις, το φιλότιμο και την όρεξη τα έχει, αυτών που υπολείπεται είναι η εμπειρία, η ηρεμία και η διορατικότητα.

 

Το δίλημμα του σκαντζόχοιρου

 

Βαρυχειμωνιά. Ο ήλιος δύει, το κρύο θερίζει. Δύο σκαντζόχοιροι τίθενται αντιμέτωποι μ’ ένα σοβαρό δίλημμα.

Επιχειρούν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο για να μοιραστούν θερμότητα, στοχεύοντας στην επιβίωση. Εντούτοις, εάν έρθουν πολύ κοντά, κινδυνεύουν να πεθάνουν από αιμορραγία, αφού τα μεγάλα τους αγκάθια θα πληγώσουν ανεπανόρθωτα τα σώματά τους. Απ’ την άλλη, εάν παραμείνουν σε απόσταση το ένα απ’ το άλλο, οι πιθανότητες να πεθάνουν απ’ το δριμύ ψύχος είναι ζοφερά υπολογίσιμες.

Το δίλημμα αυτό έθεταν οι Σοπενχάουερ και Φρόιντ προκειμένου να εξετάσουν το πώς αντιλαμβάνεται καθείς την κατάσταση στην οποία περιέρχεται όταν επιχειρεί ή καλείται ν’ αναπτύξει μία σχέση. Παρότι οι δύο τους μοιράζονται τη διάθεση για επικοινωνιακή τριβή, αυτή καθίσταται ανέφικτη γι’ αναπόφευκτους λόγους, που επιφέρουν ολέθρια αποτελέσματα.

Παρόλη, λοιπόν, την καλή τη πίστει διάθεση του Ιβάν Σαββίδη ν’ απεγκλωβίσει απ’ τον πάτο και ν’ αλλάξει το ελληνικό ποδόσφαιρο μέσω διατήρησης κι αξιοποίησης άριστων σχέσεων μ’ άλλους ισχυρούς άνδρες της Λίγκας, φαινομενικά πρόσφορους για κάτι τέτοιο, η διαρκής «τριβή» με τον Δημήτρη Μελισαννίδη σε ό,τι αφορά το πρωτάθλημα, μ’ αποκορύφωμα τη χθεσινή κοινή τους εμφάνιση στη σουίτα της Τούμπας, μόνο μπούμερανγκ μπορεί να γυρίσει στον μεγαλομέτοχο του ΠΑΟΚ.

Είδε κι… έπαθε με την παλαιότερη απόφαση συστράτευσης με τον Γιάννη Αλαφούζο, αφού τ’ «αγκάθια» του άρχοντα του Παναθηναϊκού διαπέρασαν πολλάκις, αργά και βασανιστικά, το δέρμα του ΠΑΟΚ και το ρήγμα έκτοτε είναι, όπως φαίνεται, συντριπτικό κι οριστικό. Η τιμωρία των πλέι οφ, η απώλεια του Κυπέλλου και των προκριματικών του Τσάμπιονς Λιγκ, οι «μαχαιριές» στις συνεδριάσεις της Λίγκας, αλλά και η έντονη, βαρύθυμη μουρμούρα απ’ τον κόσμο για κάτι το εντελώς παράταιρο που προσπαθούσε ο μεγαλομέτοχος της ομάδας να συστήσει στην Τούμπα, είναι τα πιο κραυγαλέα και αποτρεπτικά παραδείγματα. Είδε κι έπαθε, αλλ’ απ’ ό,τι φαίνεται δεν έμαθε.

Κατανοώ πως ο Ιβ. Σαββίδης, ό,τι κι αν πράττει για τον ΠΑΟΚ, το κάνει άδολα, αλλά. Κι αυτό το αλλά είναι μεγάλο, δύστροπο κι επικίνδυνο. Ο κόσμος της ομάδας έχει πάθει απ’ τις λυκοφιλίες κι έχει μάθει στην απομόνωση, κι ας μη τη ζήτησε, αυτήν όμως του «εξασφάλισαν» από χρόνια, αυτή, πλέον, του ταιριάζει, συντροφιά μ’ αυτήν έχει μάθει, απ’ αυτήν αντλεί τη δύναμη ν’ αντιπαρέρθει τις «κακουχίες» και την «παγωνιά» του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Έχει μάθει ν’ αποφεύγει την τριβή μ’ οτιδήποτε σαθρό, ακροσφαλές ή βλαπτικό, έχει μάθει να πασχίζει μόνος εναντίον όλων. Αυτό ζητεί και τίποτ’ άλλο. Εξάλλου, ο ΠΑΟΚ ποτέ δεν προέτασσε τ’ αγκάθια για τους φίλους, παρά μόνο για τους εχθρούς.

Για να το θέσω κι αλλιώς, για τον ΠΑΟΚ, τα είπε όλα ο Ουμπέρτο Έκο. Ο φόβος τους, το κουράγιο του.