Skip to main content

Ο Τσόρτσιλ μάς σύστησε τον Τεντόγλου πριν από 70 χρόνια

Όσα κάνουν κι όσα λένε το τελευταίο διάστημα οι διακεκριμένοι Έλληνες αθλητές είναι ο εαυτός τους. Μακάρι να ήταν αυτή η Ελλάδα, αλλά δεν είναι

Στην Ελλάδα πολλές φορές ο αθλητισμός –ενίοτε και η επιστήμη, αλλά και η επιχειρηματικότητα, που, πάντως, έχουν πιο περιορισμένη εμβέλεια- βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Κυρίως μας κάνουν να συνειδητοποιούμε ότι στη χώρα μας είναι άλλο πράγμα η κοινωνία και η επίσημη πολιτεία ως θεσμική της έκφραση, και άλλο πράγμα, τα πρόσωπα, ο καθένας μας. Άλλο η συλλογική έκφραση και άλλο η ατομική πορεία. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: Τις τελευταίες, τουλάχιστον, δεκαετίες, υπάρχει από τη μια η Ελλάδα – η κατά Νίκο Γκάτσο «γριά χοντρομπαλού» και από την άλλη μερικά εκατομμύρια Έλληνες, σαν τους οποίους –σύμφωνα με τον Τσόρτσιλ ή με τον στενό του συνεργάτη Φίλιπ Νόελ Μπέικερ- πολεμούν οι ήρωες. Ορισμένοι από αυτούς προχωρούν μπροστά, ο καθένας μόνος του, ξεπερνούν εμπόδια, συχνά επιδεικνύοντας όντως ηρωική συμπεριφορά, φτάνουν ψηλά και τότε τους αγκαλιάζει το σύνολο.

Τους τελευταίους μήνες –μάλλον τα τελευταία χρόνια- πολλοί Έλληνες αθλητές διακρίνονται διεθνώς. Κοινό τους σημείο η επαφή με την πραγματικότητα, μακριά από ψυχολογικούς μεγεθυντικούς φακούς. Ο Γιάννης Αντετοκούμπο, πρωταγωνιστής και πρωταθλητής, πλέον, στο καλύτερο πρωτάθλημα μπάσκετ του κόσμου. Ήρθε στην Ελλάδα για να δηλώσει με απλό και συγχρόνως μεγαλειώδη τρόπο ότι παίζει μπάσκετ επειδή του αρέσει, αλλά και να πάει στη γειτονιά του –στα Σεπόλια- όπως κάνει κάθε χρόνο. Ο Στέφανος Τσιτσιπάς και η Μαρία Σάκαρη στο τένις, που όλον τον χρόνο ταξιδεύουν, μένουν σε ξενοδοχεία, παίζουν στα κορτ στην άκρη του κόσμου και ο σεβασμός στο πρόσωπό τους αυξάνεται κάθε μέρα και πιο πολύ. Ο υπεραθλητής Πετρούνιας στους κρίκους, που παραμένει στην κορυφή, έστω και μετά από μια επώδυνη χειρουργική επέμβαση, εξαιτίας της οποίας κάποιοι τον είχαν ξεγραμμένο.

Ο κωπηλάτης Στέφανος Ντούσκος από τα Ιωάννινα, ο μόνος ίσως Έλληνας που κέρδισε κάτι παραπάνω από ιδρώτα τραβώντας κουπί όλη την ημέρα. Και φυσικά ο Γρεβενιώτης Χρήστος Τεντόγλου, ο χρυσός Ολυμπιονίκης στο άλμα εις μήκος, ο οποίος με τις δηλώσεις του την ώρα της αποθέωσης απέδειξε ότι, εκτός από πρωταθλητής και Ολυμπιονίκης, είναι και κανονικός –cool έλεγαν οι νεότεροι- άνθρωπος: «Δεν έπρεπε να κερδίσω εγώ σήμερα. Έπρεπε να κερδίσει ο Ετσεβαρία, ήταν καλύτερος. Εγώ δεν ήμουν καλά, ό,τι να έκανα. Μέχρι και τούμπα έφαγα. Πήγα στο τελευταίο άλμα και τους το έκλεψα. Αλητεία ε; Δεν ένιωσα πως έδωσα τη μάχη που έπρεπε να δώσω. Μπήκα με τα γυαλιά γιατί με ενοχλούσε ο ήλιος. Μετά μου άρεσαν, γι' αυτό τα κράτησα». Αλλά και ο συγκλονιστικός αρσιβαρίστας Θόδωρος Ιακωβίδης, που τάραξε το υφιστάμενο σύστημα όχι με μία θριαμβευτική εμφάνιση και μια μεγάλη νίκη –όχι ότι είναι εύκολο να κατατάσσεται 11ος σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες στη σειρά-, αλλά με τη δήλωση αποχώρησής του: «Δεν κλαίω από στεναχώρια, επειδή φαινομενικά δεν πήγα καλά. Κλαίω γιατί τελείωσε όλο αυτό. Δυστυχώς δεν μπορώ να αποδώσω στο 100% και να έχω το κεφάλι μου ήσυχο για να κάνω προπόνηση και να μπορώ να αποδίδω αυτά που αρμόζει να αποδίδω σε αυτή τη σημαία που φοράω. Συγγνώμη αν για κάποιους το βάζω στα πόδια, αλλά έχω κουραστεί πάρα πολύ και δεν αντέχω άλλο αυτήν την κατάσταση. Είναι πολύ λυπηρό να ντρέπεσαι να πας στον φυσιοθεραπευτή γιατί δεν σου παίρνει λεφτά γνωρίζοντας την κατάστασή σου. Και εγώ δεν το αντέχω. Θέλω να ηρεμήσω και γυρίσω στους δικούς μου, να τους αγκαλιάσω και να τους ευχαριστήσω».

Όλα αυτά, όσα κάνουν, αλλά και όσα λένε το τελευταίο διάστημα οι διακεκριμένοι Έλληνες αθλητές είναι ο εαυτός τους. Μακάρι να ήταν αυτή η Ελλάδα, αλλά δεν είναι. Διότι εάν στην ελληνική κοινωνία ο καθένας έκανε τη δουλειά του με αφοσίωση και όσο καλύτερα μπορούσε, βάζοντας στόχους και παραμένοντας προσγειωμένος ακόμη και τη στιγμή της μεγαλύτερης δόξας, η Ελλάδα θα ήταν μια διαφορετική χώρα. Ασφαλώς καλύτερη. Και οπωσδήποτε πολύ λιγότερο προβληματική.

Όσοι δεν τρέφουν αυταπάτες γνωρίζουν ότι οι νεοέλληνες από την προσπάθεια αυτών των αθλητών θα κρατήσουν τη λάμψη της επιτυχίας και του χρυσού, τη δόξα και –όπου υπάρχουν- τα πολλά λεφτά. Όπως κάποτε από το «για την Ελλάδα, ρε γαμώτο» της Βούλας Πατουλίδου κράτησαν τον διορισμό των Ολυμπιονικών στο Δημόσιο, που ευτυχώς -για τους Ολυμπιονίκες- καταργήθηκε. Όπως από τον θρίαμβο της Εθνικής Ποδοσφαίρου στο Euro 2004 κράτησαν τα υψηλά συμβόλαια που υπέγραψαν οι θριαμβευτές της Λισαβόνας με ομάδες στο εξωτερικό. Και όπως από τις κατακτήσεις του Eurobasket –ειδικά του 1987- κράτησαν μόνο τη δίψα για πληρωμένες διακρίσεις, αγοράζοντας ταλέντο –συχνά αμφιβόλου ποιότητας και αποτελεσματικότητας- από κάθε γωνιά της Γης, μετατρέποντας τις ομάδες σε πολυεθνικούς περιοδεύοντες θιάσους. Αυτό κατάλαβαν από τον ασκητισμό του Γκάλη, την υπερπροσπάθεια του τραυματία Γιαννάκη και την ψυχραιμία του Καμπούρη στα τελευταία δευτερόλεπτα του τελικού με τη Σοβιετική Ένωση, ο οποίος από την οικοδομή, το πηλοφόρι και το μυστρί έφτασε να σηκώσει μια χώρα στα χέρια του.

ΥΓ. Εννοείται ότι το σύνθημα της… καπηλείας, που έχει ως στόχο να πείσει ότι είμαστε σαν τους καλύτερους, δίνει πρωτίστως το πολιτικό σύστημα. Δηλαδή το πολιτικό προσωπικό. Κυβέρνηση, αντιπολίτευση, δήμοι, περιφέρειες, μέχρι και… εξωραϊστικοί σύλλογοι. Με τις άνευ ουσίας και περιεχομένου ανακοινώσεις και τα γραμμένα αποβραδίς τηλεγραφήματα, ώρες πριν το αποτέλεσμα, που τα τελευταία χρόνια έχουν αντικατασταθεί από αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα.