Skip to main content

Όταν η ΔΕΘ σίγησε για πρώτη φορά στη Γερμανική Κατοχή - Η μαρτυρία

Η πρώτη φορά που η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης ανέστειλε τη λειτουργία της - Η 90χρονη Ελένη Μιχαλοπούλου ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεών της

Ιστορική αναδρομή στις πρώτες διοργανώσεις της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, αλλά και στην περίοδο που αυτή δεν διεξήχθη, έκανε ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και ΜΜΕ Βλάσης Βλασίδης. Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό «Πρακτορείο 104,9 FM», ο κ. Βλασίδης αναφέρθηκε στον χαρακτήρα της έκθεσης τότε, στο άνοιγμά της στην τοπική κοινωνία, καθώς και σε κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία πολλών δεκαετιών πριν, που παραμένουν κοινά έως σήμερα.

Η πρώτη έκθεση πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη έναν χρόνο μετά την αίτηση που υπέβαλε στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ο βουλευτής Νικόλαος Γερμανός, ζητώντας άδεια για την πραγματοποίησή της. Στις 3 Οκτωβρίου του 1926 εγκαινιάστηκε η πρώτη διεθνής έκθεση στην Ελλάδα.

«Αν και στόχος της έκθεσης ήταν να απευθύνεται κυρίως στους εμπόρους και τους βιομηχάνους, φάνηκε γρήγορα η απροθυμία των βιομηχάνων της Αθήνας να έρθουν στην Θεσσαλονίκη και να χτίσουν περίπτερα (όπως γινόταν τότε) μέσα στην έκθεση. Αντίθετα, υπήρχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για συμμετοχή από βαλκανικά κράτη και στη συνέχεια από ευρωπαϊκά, που αποτέλεσαν τις κρατικές συμμετοχές, οι οποίες άνδρωσαν την έκθεση», εξηγεί ο κ. Βλασίδης.

Μία εμπορική έκθεση είναι επιτυχημένη όταν προβάλλει προϊόντα και υπηρεσίες που καλύπτουν είτε το Β2Β (από επιχειρηματίες προς επιχειρηματίες) είτε το Β2C (από επιχειρηματίες προς καταναλωτές). Πολύ νωρίς όμως, από το 1929 και έπειτα, η οικονομική κρίση άρχισε να επηρεάζει την Ελλάδα, με αποτέλεσμα ο κόσμος -που δεν είχε χρήματα να πάει στην έκθεση- να την αντιμετωπίζει ως μία περιττή πολυτέλεια. «Την περίοδο εκείνη αποφασίζεται ότι πρέπει να γίνουν κάποιες ενέργειες που θα προσελκύσουν επισκέπτες και έτσι εφαρμόζεται ένα πρωτόγονο... μάρκετινγκ, που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες τόσο των παραγωγών όσο και των καταναλωτών. Στο πλαίσιο αυτό αρχίζουν και διανέμονται δωρεάν προϊόντα όπως το γάλα και οι καραμέλες, ενώ η μπίρα αρχίζει και κυκλοφορεί σε πολύ χαμηλότερες τιμές», αναφέρει ο ιστορικός.

Πάνω που η έκθεση «χαμογέλασε» στον κόσμο και αυτός ανταποκρίθηκε, ήρθε η περίοδος της Γερμανικής Κατοχής στη χώρα μας (1941 - 1944) και τα πολύ δύσκολα χρόνια τα οποία ακολούθησαν με τον εμφύλιο πόλεμο και την οικονομική καχεξία της Ελλάδος. Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης ανέστειλε τη λειτουργία της, όπως έκαναν και άλλες διεθνείς εμπορικές εκθέσεις στην Ευρώπη. «Είναι μια γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη, ούτε καν οι Ολυμπιακοί Αγώνες διεξάγονται έως το 1948. Σιγά σιγά, όμως, καθώς η οικονομική και πολιτική κατάσταση αρχίζει να βελτιώνεται, εμφανίζεται και πάλι η ανάγκη να γίνουν εμπορικές εκθέσεις. Έτσι η Έκθεση της Θεσσαλονίκης είναι μία από τις πρώτες που ξαναγίνονται στην Ευρώπη, μετά τη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου, το 1951», υπογραμμίζει ο κ. Βλασίδης.

Τονίζει, ωστόσο, ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο να επαναλειτουργήσει, διότι στη διάρκεια της κατοχής τα κτήριά της χρησιμοποιήθηκαν από τον γερμανικό στρατό ως στρατώνες και ως αποθήκες, και επιπλέον, ένα μέρος τους καταστράφηκε από βομβαρδισμούς, τη στιγμή που προτεραιότητα της κυβέρνησης ήταν η επιδιόρθωση άλλων δημόσιων κτηρίων. Λίγα χρόνια πριν από την κατοχή μάλιστα, είχε ληφθεί η απόφαση για την μεταφορά της ΔΕΘ στον χώρο που στεγάζεται σήμερα, γεγονός που έκανε ανέφικτη τη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων εκεί που διεξάγονταν αρχικά.

Όταν τελικά επαναλειτούργησε η έκθεση, ο κόσμος την αγκάλιασε, καθώς λόγω της πίεσης που ένιωθε, δεν είχε ανάγκη να καλύψει απλώς τις βιοτικές του ανάγκες, αλλά ήθελε κάτι περισσότερο. «Την περίοδο που δεν λειτουργούσε η έκθεση, ο κόσμος ήθελε να ζήσει, όχι απλώς να επιβιώσει. Επέλεγε να πηγαίνει στον κινηματογράφο, ήθελε να βγαίνει έξω, δεν ήθελε να μένει κλεισμένος στο σπίτι του. Έτσι, το 1951 όταν ξεκίνησε και πάλι, η διοίκησή της προκειμένου να προσελκύσει τον κόσμο και όχι μόνο τους εκθέτες, προσέφερε κάποια... ριζοσπαστικά προϊόντα, όπως η μαύρη μπίρα και τα λουκάνικα, κάποιες καθαρά γερμανικές καταναλωτικές συνήθειες που εκτιμώ ότι εμπεδώθηκαν στους Θεσσαλονικείς στη διάρκεια της κατοχής», λέει στο «Πρακτορείο FM» ο αναπληρωτής καθηγητής.

Τα συγκεκριμένα προϊόντα παραμένουν ως τις μέρες μας οι «ατραξιόν» έξω από τα περίπτερα της έκθεσης. Ίδιο είναι επίσης το γεγονός ότι στη ΔΕΘ παρουσιάζονται πρώτα αρκετές νέες ανακαλύψεις και προϊόντα, ενώ δυστυχώς ίδια αναμένεται να είναι και η οικονομική ζημιά που θα υποστεί η εταιρεία με τη μη λειτουργία της φέτος, λόγω της πανδημίας του νέου κορωνοϊού.

Η μαρτυρία μίας 90χρονης για την πρώτη φορά που «σιώπησε» η ΔΕΘ

Σκαλίζει τη μνήμη της και ανασύρει εικόνες «φορτωμένες» με πόνο, που όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν έχουν καταφέρει να φύγουν από την καρδιά και το μυαλό της. Η 90χρονη, σήμερα, Ελένη Μιχαλοπούλου, μιλώντας στο ΑΜΠΕ «ξετυλίγει» το κουβάρι των αναμνήσεών της από την εποχή εκείνη που ο ζόφος του πολέμου σκίαζε τα πάντα και κατάφερε -μεταξύ άλλων- να «σβήσει» και τα φώτα της μεγαλύτερης γιορτής της πόλης, της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Η Έκθεση το 1941 καταλύθηκε από τον γερμανικό στρατό, λεηλατήθηκε και καταστράφηκε και χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δέκα χρόνια όταν τελικά επαναλειτούργησε, το 1951.

Δεκαπέντε χρόνια συνεχούς λειτουργίας «μετρούσε» η ΔΕΘ όταν, για πρώτη φορά, το 1940, δεν άνοιξε τις πύλες της και η Ελένη Μιχαλοπούλου θυμάται σαν σήμερα εκείνες τις μέρες: «Έρχονται οι Γερμανοί, έρχονται και τα καταλαμβάνουν όλα. Έβαλαν παντού ανακοινώσεις ότι απαγορεύονται οι συνωστισμοί, δεν μπορούσαμε να βρεθούμε πάνω από πέντε - έξι άνθρωποι μαζί στον ίδιο χώρο, δεν θα μιλάτε -μας έλεγαν- δεν θα γίνονται μαζέματα, δεν θα γίνεται τίποτε -έλεγαν- και έτσι πάει η και η ΔΕΘ... δεν άνοιξε εκείνη τη χρονιά και πέρασαν δέκα χρόνια για να ανοίξει. Άρχισαν να τα κρύβουν όλα για να τα κατασχέσουν».

Αν και μόλις δέκα ετών τότε, η ηλικιωμένη Θεσσαλονικιά αντιμετώπιζε με θάρρος τις εξελίξεις και δεν δίσταζε στιγμή να βγει στον δρόμο για να εξερευνήσει με το αθώο παιδικό της βλέμμα όσα τρομερά συνέβαιναν γύρω της και να αφουγκραστεί τον παλμό της δύσκολης εκείνης περιόδου.

«Ένα βράδυ με έστειλε ο μπαμπάς μου στα άλογα για μια δουλειά. Με έπιασαν οι Γερμανοί, με έκλεισαν σε ένα σχολείο στη Βέροια. Με είδαν στον δρόμο να κρατώ κάτι στα χέρια και νόμιζαν πως είναι έγγραφα και θα τα δώσω στους αντάρτες και έτσι με πήγαν στο σχολείο κρατούμενη. Ο διερμηνέας που ήταν μαζί τους με είδε μικρό κορίτσι, τού εξήγησα πως πήγαινα στον στάβλο και είχα μαζί μου κάποια χαρτιά της θείας μου και με άφησαν. Δεν φοβόμουν όμως τίποτε, δεν φοβήθηκα ποτέ», λέει με στεντόρεια, παρά το προχωρημένο της ηλικίας της, φωνή.

Ο κόσμος -θυμάται η κ. Μιχαλοπούλου- περίμενε τη ΔΕΘ ως μια μεγάλη γιορτή. «Ήταν διασκέδαση, ψυχαγωγία, χαρά, ένα μεγάλο πάρτι, ένα ξεσήκωμα», λέει χαρακτηριστικά. «Δεν ήταν η έκθεση, όπως είναι τα τελευταία χρόνια. Μπουλούκια ξεχύνονταν ο κόσμος, ακροβατικά που εκείνη την εποχή τραβούσαν όλα τα βλέμματα, τραγούδια, ηθοποιοί ακροβατικά και γλυκίσματα στους χώρους», περιγράφει,τονίζοντας πως η ΔΕΘ πολλών δεκαετιών πίσω είχε άλλο χρώμα, άλλες εικόνες και άλλες μυρωδιές. Αντίστοιχες εκείνης της εποχής...

Ένα χρόνο πριν κλείσει η ΔΕΘ για μια δεκαετία, η Ελένη Μιχαλοπούλου «αντάμωσε», όπως λέει, με τη Σοφία Βέμπο και ήταν από τις πιο έντονες στιγμές της. «Η Βέμπο έβγαινε στη σκηνή και εγώ κοριτσάκι δίπλα της ήμουν μαζί με την αδερφή της, την Αλίκη, στα παρασκήνια. Εγώ ήμουν μικρούλα, μόλις εννέα χρονών, αλλά με πήρε και τραγουδούσαμε μαζί γιατί από μικρή μού άρεσε να ασχολούμαι με το τραγούδι και την υποκριτική», εξηγεί η κ. Μιχαλοπούλου.

Για μια δεκαετία η ΔΕΘ «σιώπησε», αλλά όταν το 1951 ετοιμάστηκε να φορέσει και πάλι τα γιορτινά της, η κ. Μιχαλοπούλου βρέθηκε και πάλι στην «πρώτη γραμμή» της χαράς. «Άρχισαν οι χαρές και τα πανηγύρια. Βάλαμε τα καλά μας πήραμε τις σημαίες μας, είχαμε μεγάλη χαρά. Δεν είχε τότε πολλά εμπορικά και ο περισσότερος κόσμος ήταν έξω. Είχε πολλά παιχνίδια, λούνα παρκ, θέατρα, τραγούδι, ακροβατικά. Δεν έγιναν αμέσως όλα όπως παλιά -σημειώνει- ωστόσο η επιθυμία και η λαχτάρα του κόσμου να βρεθεί ξανά στη ΔΕΘ είναι μια πολύ δυνατή ανάμνησή της. «Ο πόλεμος τέλειωσε, μπορούμε ελεύθερα τον ήλιο να κοιτάμε», είναι ο στίχος που τραγουδούσαν η κ. Μιχαλοπουλου και η παρέα της όταν βρέθηκαν ξανά στη ΔΕΘ.

Σεπτέμβριος 2020. Σήμερα, η κ. Μιχαλοπούλου ζει ένα ακόμη κλείσιμο της ΔΕΘ. Αυτή τη φορά, η αιτία είναι οι πρωτόγνωρες συνθήκες της πανδημίας του κορονοϊού. Πάντως η ίδια είχε αρκετά χρόνια να επισκεφθεί την Έκθεση, όχι λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της, αλλά κυρίως επειδή της λείπει η εποχή της μαύρης μπύρας και των ακροβατικών, όπως λέει.

Η ακύρωση της φετινής διοργάνωσης τη στεναχώρησε πολύ και ευχή της είναι, όπως τονίζει, να επιστρέψει γρήγορα η καθημερινότητα του κόσμου σε κανονικούς ρυθμούς και όταν όλα γίνουν όπως παλιά να επιστρέψει και λίγη από τη μαγεία της δικής της εποχής, των δικών της αναμνήσεων από τη ΔΕΘ.

Πηγή φωτογραφιών: ΑΜΠΕ