Skip to main content

Πανελλαδικές εξετάσεις: Οι μεταμορφώσεις ενός θεσμού με ιστορία 60 χρόνων

Ο θεσμός των πανελλαδικών εξετάσεων μετρά σχεδόν 60 χρόνια ζωής και στη διάρκεια αυτών των ετών υπέστησαν πολλές αλλαγές και μεταμορφώσεις.

Πενήντα επτά χρόνια ζωής συμπληρώνει φέτος ο θεσμός των πανελλαδικών εξετάσεων, δοκιμασία στην οποία μπαίνουν από αύριο δεκάδες χιλιάδες τελειόφοιτοι των λυκείων. Βεβαίως, στη διάρκεια αυτών των σχεδόν έξι δεκαετιών, οι εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση υπέστησαν πολλές αλλαγές και μεταμορφώσεις, άλλαξαν "φόρμες" και ονομασίες, χωρίς ωστόσο, να χάσουν τον βασικό χαρακτήρα τους, αυτόν ενός ενιαίου πανελλαδικού διαγωνισμού, με κοινά θέματα για όλους τους υποψηφίους, αναλόγως του επιστημονικού πεδίου.

Οι πρώτες γενικές εξετάσεις αυτού του είδους, έγιναν το 1964 και ονομάζονταν «Εισιτήριες Εξετάσεις». Από την ίδρυση του πρώτου πανεπιστημίου στην Ελλάδα, του πανεπιστημίου Αθηνών το 1837 και έως το 1964, οι φοιτητές εισάγονταν στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είτε χωρίς εξετάσεις είτε μέσω εξετάσεων τις οποίες διοργάνωνε το κάθε πανεπιστήμιο ξεχωριστά.

Συγκεκριμένα, έως το 1924, η εισαγωγή στο μοναδικό ελληνικό πανεπιστήμιο, αυτό των Αθηνών, γινόταν χωρίς εξετάσεις καθώς το ενδιαφέρον από πλευράς νέων ήταν περιορισμένο. Οι πρώτες εισαγωγικές εξετάσεις θεσπίστηκαν με το νόμο 2905 ο οποίος ψηφίστηκε στις 27 Ιουλίου 1922. Εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά δύο χρόνια αργότερα, πρώτα στη Φυσικομαθηματική Σχολή και από το 1926 στις υπόλοιπες σχολές του πανεπιστημίου Αθηνών.

Τη χρονιά εκείνη, το 1926, λειτούργησε για πρώτη φορά και η Φιλοσοφική Σχολή στη Θεσσαλονίκη, η οποία αποτέλεσε το πρώτο κύτταρο του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μετέπειτα Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Στο διάστημα από το 1926 έως και το 1963 οι εισαγωγικές εξετάσεις διοργανώνονταν από κάθε πανεπιστήμιο ξεχωριστά. Το κάθε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα είχε την ευχέρεια και την ευθύνη να καθορίζει τόσο τον αριθμό των εισακτέων ανά σχολή, όσο φυσικά και τα θέματα των εισαγωγικών εξετάσεων. Παράλληλα, ο κάθε υποψήφιος μπορούσε να λάβει μέρος σε εισαγωγικές εξετάσεις διαφόρων πανεπιστημίων, αρκεί βεβαίως, αυτές να μην συνέπιπταν μεταξύ τους. Φυσικά, σε περίπτωση επιτυχίας του σε πολλές σχολές ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει αυτήν της αρεσκείας του.

Όλα αυτά κράτησαν ως τον Σεπτέμβριο του 1964 όταν έγιναν για πρώτη φορά οι λεγόμενες τότε, "Εισιτήριες Εξετάσεις" επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου. Την ευθύνη της διοργάνωσης δεν είχαν πλέον τα πανεπιστήμια, αλλά το υπουργείο Παιδείας. Τα θέματα ήταν ενιαία για όλους τους διαγωνιζόμενους, αναλόγως φυσικά της σχολής της επιλογής τους.

Οι εξετάσεις για περίπου δύο δεκαετίες γίνονταν τον Σεπτέμβριο, περίπου τρεις μήνες μετά την αποφοίτηση από το λύκειο. Μάλιστα, όταν δημιουργήθηκε και ανώτερη εκπαιδευτική βαθμίδα (πρώην ΚΑΤΕΕ ή ΤΕΙ στη συνέχεια), οι εξετάσεις ήταν διπλές, δηλαδή οι υποψήφιοι διαγωνίζονταν δύο φορές, μία για την εισαγωγή στην ανώτατη και μία για την εισαγωγή στην ανώτερη εκπαιδευτική βαθμίδα, εφόσον βεβαίως επιθυμούσαν να διαγωνιστούν και στις δύο βαθμίδες. Οι εξετάσεις απείχαν μεταξύ τους περίπου τρεις εβδομάδες. Μάλιστα, έως και στο τέλος της δεκαετίας του '70 οι υποψήφιοι διαγωνίζονταν στην ύλη και των τριών τελευταίων τάξεων του εξαταξίου γυμνασίου ή αργότερα των τριών τάξεων του λυκείου και όχι στην ύλη μόνον της τελευταίας τάξης, όπως είναι σήμερα.

Η πρώτη μεγάλη αλλαγή σε αυτό το μοντέλο των εισαγωγικών εξετάσεων έγινε επί πρωθυπουργίας του Γεωργίου Ράλλη, το 1980 όταν οι εισαγωγικές εξετάσεις γίνονταν σε δύο δόσεις, η πρώτη στη Β' λυκείου και η δεύτερη στην Γ' λυκείου. Παράλληλα, οι εξετάσεις μετονομάστηκαν σε "Πανελλήνιες". Τρία χρόνια μετά, το 1983, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου άλλαξε εκ νέου το σύστημα εξετάσεων, εισάγοντας τις λεγόμενες "δέσμες" και μετονομάζοντας τις "Πανελλήνιες Εξετάσεις" σε «Πανελλαδικές Εξετάσεις». Το σύστημα αυτό διαρκεί ουσιαστικά μέχρι και σήμερα με κάποιες μικρές αλλαγές οι οποίες έγιναν μετά το 2015.

Μία τέτοια αλλαγή, η οποία δεν αλλάζει βεβαίως την αρχιτεκτονική του συστήματος των εξετάσεων, εφαρμόζεται και φέτος και αφορά τη θέσπιση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής. Πλέον, για να μπει κάποιος σε μία σχολή θα πρέπει να σημειώσει μια ελάχιστη επίδοση η οποία καθορίζεται από τον πανελλαδικό μέσο όρο των βαθμολογιών, ο οποίος πολλαπλασιάζεται με έναν συντελεστή μεταξύ 0,8 και 1,2, τον οποίο έχουν προκαθορίσει τα πανεπιστημιακά τμήματα. Αυτό αναμένεται να έχει ως επίπτωση, τη μείωση του αριθμού των εισακτέων.

Το σκάνδαλο με τη διαρροή των θεμάτων

Ασχέτως των διαφόρων παραλλαγών τους οι εισαγωγικές εξετάσεις θεωρούνταν αδιάβλητες. Ελάχιστες ήταν οι εξαιρέσεις, με πλέον τρανταχτή αυτήν η οποία συνέβη το 1979. Ήταν μάλιστα σαν σήμερα, 13 Ιουνίου όταν ένας καθηγητής από τη Θεσσαλονίκη προσήλθε νωρίς το πρωί στην Αστυνομία και κατέθεσε έναν φάκελο με τα θέματα και τις απαντήσεις στο μάθημα των μαθηματικών το οποίο εξεταζόταν εκείνη την ημέρα. Εξήγησε, δε, πως στα στοιχεία αυτά είχαν διαρρεύσει ήδη από την προηγούμενη μέρα, σε φροντιστήρια και τα γνώριζαν εκατοντάδες ή και χιλιάδες υποψήφιοι.

Λίγη ώρα μετά, οι αρμόδιοι επόπτες για τη διενέργεια των εξετάσεων επιβεβαίωναν ότι πράγματι, τα θέματα τα οποία είχε στο φάκελό του ο καθηγητής, ήταν αυτά στα οποία θα διαγωνίζονταν οι υποψήφιοι. Μάλιστα, όση ώρα οι υποψήφιοι περίμεναν εάν θα διαγωνιστούν ή όχι, σε σχολείο της Θεσσαλονίκης μαθητής βρέθηκε να έχει στην κατοχή του σκονάκι τεσσάρων σελίδων με όλες τις απαντήσεις στα συγκεκριμένα θέματα τα οποία είχαν διαρρεύσει. Έπειτα απ' όλα αυτά το υπουργείο ακύρωσε τις εξετάσεις εκείνης της ημέρας οι οποίες έγιναν δύο μέρες μετά, με άλλα βεβαίως θέματα.

Έπειτα από έρευνα της αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι εγκέφαλος της όλης υπόθεσης ήταν ένας καθηγητής τον οποίο ο τότε υπουργός Παιδείας Γιάννης Βαρβιτσιώτης είχε τοποθετήσει στη νευραλγική θέση του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής Πανελληνίων Εξετάσεων. Στο κύκλωμα ήταν άλλοι τρεις στενοί συνεργάτες του και περίπου είκοσι φροντιστές. Οι βασικοί υπαίτιοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από τρία έως πέντε χρόνια. Ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης είχε υποβάλει την παραίτησή του για λόγους ευθιξίας η οποία όμως δεν έγινε δεκτή από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή.