Skip to main content

Ποια στοιχεία θολώνουν τις καλές επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών

Τα αναλυτικά στοιχεία κατατείνουν σε μια πραγματικότητα ελάχιστα ενθαρρυντική, που θολώνει την ικανοποίηση που υπάρχει τα τελευταία χρόνια.

Μετά από την οικονομική κρίση και τη πολυετή ύφεση της δεκαετίας του 2010 στην Ελλάδα έγινε πλήρως αντιληπτό ότι μόνο με την κατανάλωση και τις υπηρεσίες η οικονομία της χώρας δεν μπορεί να αναπτυχθεί με βιώσιμο τρόπο.

Ακόμη κι όσοι –κυρίως πολιτικοί- επαναλαμβάνουν το σύνθημα «ρίξτε λεφτά στην αγορά» το κάνουν για να ικανοποιήσουν το ακροατήριο του εμπορικού κόσμου της χώρας και όχι διότι πιστεύουν στ’ αλήθεια πως η ανακύκλωση κατανάλωσης με δανικά, στα εκατοντάδες χιλιάδες μικροκαταστήματα, αποτελεί πραγματική διέξοδο. Άλλωστε –κακά τα ψέματα- στην οικονομία η εξυγίανση ενός συστήματος, είτε πρόκειται για χώρα, είτε για επιχείρηση, διέρχεται σε πρώτη φάση από την συρρίκνωση των οικονομικών μεγεθών, για να ακολουθήσει η ανάπτυξη με νέους όρους, που θα την καθιστούν μεσο-μακροπρόθεσμα βιώσιμη.

Ένα άλλο δεδομένο, που έγινε πλήρως κατανοητό στη χώρα μας στα χρόνια της κρίσης, είναι η σημασία της εξωστρέφειας. Πρωτίστως η αύξηση των εξαγωγών, μέγεθος που έχει βελτιωθεί σημαντικά, τόσο σε απόλυτα νούμερα, όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά ακόμη απέχει –για να υπάρχει σύγκριση- από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης. Συνολικά την τελευταία δεκαετία οι εξαγωγές αγαθών από την Ελλάδα (χωρίς καύσιμα και πλοία) από 15,6 δισ. ευρώ το 2010 έφτασαν στα 22,5 δισ. ευρώ το 2020, μια αύξηση σχεδόν 50%.

Με δεδομένο ότι η εξαγωγική μεγέθυνση της χώρας θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, το κύριο χαρακτηριστικό που πρέπει να αλλάξει για να υπάρξει το μεγαλύτερο ουσιαστικό αποτέλεσμα, είναι το μείγμα των εξαγωγικών επιχειρήσεων. Για την ακρίβεια απαιτείται αύξηση του αριθμού τους, ώστε η υπεραξία που καταγράφεται από την εξαγωγική δραστηριότητα να διαχέεται σε όλη την οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής το 2019 από μόλις πέντε επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκε το 30,6% της συνολικής αξίας των ελληνικών εξαγωγών. Το 57,6% της συνολικής αξίας των εξαγωγών πραγματοποιήθηκε από συνολικά 100 επιχειρήσεις –δηλαδή μόλις το 1,8% των εξαγωγικών επιχειρήσεων πραγματοποίησε το 60% των συνολικών εξαγωγών-, ενώ το 84,6% των εξαγωγών οφείλονται σε συνολικά 1.000 επιχειρήσεις. Αυτό που απομένει, περίπου το 15% των εξαγωγών, «μοιράζεται» σε 16.700 άλλες μικρές ελληνικές εταιρείες, πολλές εκ των οποίων αναγκάστηκαν να καλλιεργήσουν την εξωστρέφεια τους, λόγω της καθίζησης της εγχώριας αγοράς μετά το 2011 και την κρίση. Δεν κάνουν, δηλαδή, εξαγωγές από πεποίθηση και στρατηγική, αλλά ως αναγκαστική διέξοδο, κάτι που συχνά δεν αποτελεί τον καλύτερο σύμβουλο της επιχειρηματικότητας.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2019 πραγματοποίησαν εξαγωγές συνολικά 17.789 επιχειρήσεις, με τη συνολική αξία των εξαγωγών να ανέρχεται σε 31,32 δισ. ευρώ. Οι μικρές επιχειρήσεις με κάτω από 50 εργαζομένους, οι οποίες αποτελούν το 90% του συνολικού αριθμού των εξαγωγικών επιχειρήσεων, πραγματοποίησαν το 2019 το 19,9% της συνολικής αξίας των εξαγωγών, δηλαδή 6,24 δισ. ευρώ. Οι μεσαίες επιχειρήσεις, που απασχολούν από 50 έως 249 εργαζομένους, οι οποίες αποτελούν το 7,9% του συνολικού αριθμού των εξαγωγικών επιχειρήσεων, πραγματοποίησαν το 20,1% της συνολικής αξίας των εξαγωγών, δηλαδή 6,29 δισ. ευρώ, και οι μεγάλες επιχειρήσεις με πάνω από 249 εργαζομένους, οι οποίες αποτελούν το 1,8% του συνολικού αριθμού των εξαγωγικών επιχειρήσεων, πραγματοποίησαν το 60% της συνολικής αξίας των εξαγωγών, δηλαδή 18,78 δισ. ευρώ.

Όλα αυτά τα αναλυτικά στοιχεία κατατείνουν σε μια πραγματικότητα ελάχιστα ενθαρρυντική, που θολώνει την ικανοποίηση που υπάρχει τα τελευταία χρόνια από την καλή πορεία των εξαγωγών. Στη πράξη αφαιρούν πόντους από την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, η οποία σε γενικές γραμμές εκτιμάται με βάση συνολικά ποσοτικά στοιχεία για την κατανάλωση, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές, τις εισαγωγές, τον τουρισμό και ότι συνθέτει το ΑΕΠ της χώρας. Αποδεικνύουν τον χαμηλό βαθμό εξωστρέφειας που χαρακτηρίζει τις ελληνικές επιχειρήσεις και μάλιστα όχι μόνο τις πολύ μικρές, αλλά ακόμη και τις μεσαίες, με τη μειωμένη πρόσβαση στις ξένες αγορές να σχετίζεται συχνά με έλλειψη καινοτομίας, υστέρηση σε παραγωγικότητα, χαμηλή ανταγωνιστικότητα, απουσία κουλτούρας εξωστρέφειας. Ανάλογα είναι και τα συμπεράσματα πρόσφατης μελέτης της Εθνικής Τράπεζας, που δείχνει ότι οι εξαγωγές αποτελούν μόλις το 14% των πωλήσεων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, έναντι 38% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό στις μεγάλες επιχειρήσεις. Επιπλέον, μόλις το 31% των μικρομεσαίων αναπτύσσουν νέα προϊόντα, έναντι 50% των μεγάλων. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ποσοτικό αλλά και ποιοτικό. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με την ίδια μελέτη, οι ΜμΕ εξάγουν τα προϊόντα τους κυρίως στις βαλκανικές χώρες και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης συμπιέζοντας τις τιμές. Σε αντιδιαστολή με τις μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν καλύτερη πρόσβαση στις αγορές της Ευρώπης και των άλλων ανεπτυγμένων περιοχών του πλανήτη, όπου ο ανταγωνισμός παίζεται στην ποιότητα και την καινοτομία, με τα περιθώρια κέρδους είναι υψηλότερα.

Όσοι ασχολούνται θεσμικά με τις εξαγωγές, είτε πρόκειται για υπουργεία και κρατικούς οργανισμούς, είτε πρόκειται για ιδιωτικούς φορείς και συνδέσμους, θα πρέπει να εργαστούν προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης και της εμβάθυνσης στην ελληνική οικονομία μιας νοοτροπίας εξωστρέφειας, τόσο στις επιχειρήσεις. Τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή στις επιχειρήσεις. Κατ’ αρχήν χρειάζονται κίνητρα όπως η καλύτερη επιδότηση επενδύσεων που αφορούν προϊόντα και υπηρεσίες που σε σημαντικό βαθμό εξάγονται, αλλά και ευνοϊκότεροι όροι χρηματοδότησης. Από την άλλη απαιτείται η κατάρτιση και προσέλκυση εξειδικευμένων στελεχών, που θα βοηθήσουν τις ελληνικές επιχειρήσεις να βγουν από τα σύνορα με το σωστό τρόπο. Με προδιαγραφές, σύστημα, μεθοδικότητα, υπομονή και το κατάλληλο μάρκετινγκ. Ούτε ευκαιριακά, ούτε… πειρατικά, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις το μόνο σίγουρο είναι ότι χαλάει το όνομα της χώρας. Προς ζημία όλων των επόμενων επιχειρήσεων που θα ξεκινήσουν μια σοβαρή προσπάθεια.