Skip to main content

Οδηγός: Ευκαιρίες-κίνδυνοι για τις ελληνικές επιχειρήσεις στα Βαλκάνια

Οι εξαγωγικές και επενδυτικές ευκαιρίες σε Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, πΓΔΜ, Ρουμανία και Σερβία παρουσιάστηκαν στη Θεσσαλονίκη

Τις επιχειρηματικές-επενδυτικές ευκαιρίες που ανοίγονται για τους Έλληνες στα Βαλκάνια, καθώς και τις προκλήσεις και τα προβλήματα που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν, παρουσίασαν στη Θεσσαλονίκη εκπρόσωποι από έξι Γραφεία Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων των ελληνικών πρεσβειών σε Τίρανα, Σεράγεβο, Σόφια, Σκόπια, Βουκουρέστι και Βελιγράδι.

Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης με θέμα «Ανάπτυξη των ελληνικών εξαγωγών στα Βαλκάνια» που διοργάνωσε το Enterprise Greece και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ), με την υποστήριξη του ΥΠΕΞ, εκτός από την ενημέρωση για τις διμερείς σχέσεις της Ελλάδας με τις παραπάνω χώρες και τις προοπτικές των ελληνικών εξαγωγών, έγιναν B2B συναντήσεις με εκπροσώπους ελληνικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τον α' αντιπρόεδρο του ΕΒΕΘ, Εμμανουήλ Βλαχογιάννη, εξέφρασαν ενδιαφέρον για να συμμετάσχουν σε αυτές περίπου 120 επιχειρήσεις.

«Ο δρόμος της εξωστρέφειας και της καινοτομίας οδηγούν στην ανάπτυξη και την ευημερία. Η Ελλάδα έχει προϊόντα και υπηρεσίες υψηλών προδιαγραφών. Οι εξαγωγείς είναι οι πρεσβευτές του ελληνικού επιχειρείν στον κόσμο και θα είμαστε αρωγοί στις προσπάθειές τους», είπε ο Νικόλαος Εξαδάκτυλος, Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων & Αναπτυξιακής Συνεργασίας.

Αλβανία

Σύμφωνα με τον Σαράντη Μοσχόβη, σύμβουλο ΟΕΥ Α΄, Γραφείο ΟΕΥ Τιράνων, η Αλβανία είναι μία μικρή χώρα 3 εκατ. κατοίκων, το ΑΕΠ της αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια με ρυθμούς 3,5% (στα 11,4 δισ. ευρώ το 2018), περίπου οι μισοί κάτοικοί της είναι κάτω των 35 ετών, ενώ ο βασικός μισθός είναι χαμηλός, στα 211 ευρώ μηνιαίως. Οι εισαγωγές της χώρας ανέρχονται σε 4,24 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές της στα 11,4 δισ. ευρώ.

Όπως είπε, ο αλβανικός λαός είναι έξυπνος, ωστόσο η εξειδίκευση κινείται σε χαμηλά επίπεδα, άρα υπάρχουν προοπτικές διείσδυσης για επιχειρήσεις που στοχεύουν στην εξειδίκευση.

Το μεγαλύτερο κομμάτι του αλβανικού ΑΕΠ αφορά υπηρεσίες (39%), τους τομείς της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας (22,9%), το εμπόριο (12,7%), τις κατασκευές (10%), και τη βιομηχανία (9%).

Η φορολογία των επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα χαμηλή και συγκεκριμένα: μηδενικό για τζίρο έως 40.000 ευρώ, 5% για τζίρο 40.000-113.000 ευρώ και 15% για κύκλο εργασιών άνω των 113.000 ευρώ. Ο ΦΠΑ ανέρχεται στο 20%, ενώ οι φορολογικές εισφορές είναι συνολικά 25% (15% για τον εργοδότη και 10% για τον εργαζόμενο).

Όπως είπε ο κ. Μοσχόβης, υπάρχουν σημαντικές προοπτικές για ελληνικές εξαγωγές προϊόντων, τα οποία δεν υπόκεινται σε δασμούς (πλην της φέτας) με έμφαση στο κρασί, το οποίο, πάντως είναι ακριβότερο από το ανταγωνιστικό ιταλικό και δεν έχει ακόμη ισχυρό brand name στη χώρα.

Στο πεδίο των υπηρεσιών υπάρχουν δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: οι Αλβανοί που έχουν ζήσει και σπουδάσει στην Ελλάδα γνωρίζουν και τις δύο γλώσσες και είναι παράλληλα εργατικό δυναμικό χαμηλών αμοιβών, ενώ παράλληλα παρατηρείται σημαντική ανάπτυξη των call centers για την ελληνική αγορά.

Ο ίδιος ανέφερε ότι υπάρχουν ευκαιρίες για επενδύσεις, χωρίς ιδιαίτερα εμπόδια και με χαμηλό κόστος ελάχιστης επένδυσης στα 0,72 ευρώ.

Η Ελλάδα είναι η πρώτη επενδύτρια χώρα στην Αλβανία τα τελευταία 15-20 χρόνια, ωστόσο τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αποεπένδυση. Αυτό οφείλεται στην πώληση θυγατρικών των τραπεζών Περαιώς και Εθνική, λόγω μνημονιακών υποχρεώσεων για μείωση των κινδύνων στα Βαλκάνια. Παράλληλα, έχουν αποχωρήσει από την αλβανική αγορά ο ΟΤΕ και ο Όμιλος Υγεία.

Ενδιαφέρον υπάρχει από ελληνικές επιχειρήσεις για επενδύσεις στον κλάδο της γεωργίας, του τουρισμού και της ναυτιλίας, ενώ ο ΕΛΓΟ-Δήμητρα κινείται στο να αναλάβει την εκπόνηση προγράμματος πιστοποίησης για αλβανικά αγροτικά προϊόντα.

Σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, υπάρχει ενδιαφέρον από την περιφέρεια της Αυλώνας για την ανάπτυξη των ακτών, ωστόσο η απόφαση της κυβέρνησης να κηρύξει το παραλιακό μέτωπο σε κρατική περιουσία δημιουργεί προβλήματα.

Στη ναυτιλία υπάρχει ενδιαφέρον από αρκετές ελληνικές εταιρείες για να συμμετάσχουν σε πρόγραμμα της Παγκόσμιας Τράπεζας για την παροχή τεχνογνωσίας στο κομμάτι των υποδομών, της νομοθεσίας και της κατάρτισης των εργαζομένων.

Σε ό,τι αφορά τις αδυναμίες της αλβανικής αγοράς, αυτές εντοπίζονται κυρίως στα εξής: διαφθορά, άτυπη οικονομία, πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού και γραφειοκρατία.

Βοσνία-Ερζεγοβίνη

Ο Λεωνίδας Παπακωνσταντινίδης, Σύμβουλος ΟΕΥ Α΄, Γραφείο ΟΕΥ Σεράγεβο, είπε ότι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη έχει τη χαμηλότερη παρουσία ελληνικών επιχειρήσεων σε σχέση με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες.

Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας ανήλθε το 2017 στα 4.585 ευρώ, το ΑΕΠ της αυξήθηκε το 2018 κατά 3,2%, ενώ για το 2019 αναμένεται να αυξηθεί κατά 3,4%, η ανεργία ανέρχεται σε 22,7%, ο πληθωρισμός προσεγγίζει το 1,8%, το εξωτερικό χρέος είναι στο 35,62% του ΑΕΠ και ο μέσος μηνιαίος μισθός αγγίζει τα 675 ευρώ.

Το 2017 η Ελλάδα εξήγαγε αγαθά συνολικής αξίας 80 εκατ. ευρώ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (αύξηση 19% σε σχέση με το 2016), ενώ εισήγαγε αγαθά 11 εκατ. ευρώ. Το κυριότερο εξαγόμενο προϊόν της χώρας είναι το αλουμίνιο, ενώ ικανοποιητική παρουσία έχουν – μεταξύ άλλων – τα εξής: πλαστικές ύλες, ράβδοι από αργίλιο, φρούτα και λαχανικά, αρωματικά έλαια και βαμβάκι.

Οι τομείς που εμφανίζουν ευκαιρίες συνεργασιών μεταξύ των επιχειρηματιών των δύο χωρών είναι κυρίως: πρώτες ύλες και μεταλλευτικά προϊόντα, ενέργεια, τουρισμός, τηλεπικοινωνίες, υποδομές μεταφορών, κατασκευές, δομικά υλικά και κατασκευαστικός εξοπλισμός.

Σημαντική για τις ελληνικές επιχειρήσεις που επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη είναι η σήμανση και η πιστοποίηση των προϊόντων, καθώς το καταναλωτικό κοινό της χώρας είναι ενημερωμένο και δίνει μεγάλη σημασία στο brand.

 

 


Βουλγαρία

Για σημαντικές επιχειρηματικές ευκαιρίες στη Βουλγαρία έκανε λόγο ο Δήμητριος Μάος, Γραμματέας ΟΕΥ Α΄, Γραφείο ΟΕΥ Σόφιας. Πρόκειται για μία αγορά 7 εκατ. κατοίκων, που, ωστόσο, εμφανίζει δύο σημαντικά προβλήματα: οξύ δημογραφικό πρόβλημα και έλλειψη καταρτισμένου εργατικού δυναμικού. Το ΑΕΠ της χώρας αυξάνεται με ρυθμό 3,6% (με αυξημένη ιδιωτική κατανάλωση, αυξημένες εξαγωγές-εισαγωγές, βελτίωση συνθηκών χρηματοδότησης, εισροή κοινοτικών πόρων, και δημόσιες επενδύσεις). Το κυριότερο κομμάτι του ΑΕΠ της χώρας αφορά τις υπηρεσίες (67,7%). Η ανεργία είναι χαμηλή (6,2%), ο πληθωρισμός αγγίζει το 2,1%, ενώ εμφανίζει ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Η Βουλγαρία έχει ένα ευνοϊκό θεσμικό πλαίσιο για την προσέλκυση επενδύσεων, ωστόσο δεν λείπουν τα προβλήματα που αφορούν διαφθορά στις επιχειρηματικές συναλλαγές, γραφειοκρατία, καθώς και μία μικρή και σχετικά κορεσμένη αγορά.

Το τραπεζικό σύστημα της χώρας εμφανίζει σχετική σταθερότητα και ικανοποιητική κερδοφορία. Οι ελληνικές τράπεζες αντιπροσωπεύουν σήμερα λίγο πάνω από το 10% του συνολικού τραπεζικού ενεργητικού.

Οι ευκαιρίες που προσφέρονται αφορούν, μεταξύ άλλων, τα εξής: είναι μία αναδυόμενη αγορά, σε ευνοϊκή θέση, με σταθερούς αναπτυξιακούς ρυθμούς, χαμηλό επίπεδο μισθών και κόστους εργασίας, ενώ έχει και τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές στα Βαλκάνια (10% εταιρικός φόρος και 10% φόρος φυσικών προσώπων).

Η εισροή Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στη Βουλγαρία ανέρχεται σε 950 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας δραστική μείωση την τελευταία τριετία.

Σε ό,τι αφορά τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Βουλγαρίας, η Βουλγαρία είναι ο 5ος αγοραστής ελληνικών προϊόντων και ο 11ος προμηθευτής, ενώ η Ελλάδα είναι ο 5ος αγοραστής βουλγαρικών προϊόντων και ο 7ος προμηθευτής της. Θετικό γεγονός χαρακτηρίζεται η επανάκαμψη των ελληνικών εξαγωγών στη χώρα το 2017, μετά από μία τριετία μείωσής τους. Η Ελλάδα εξάγει κυρίως στη Βουλγαρία ορυκτά καύσιμα, βιομηχανικά είδη, τρόφιμα, πρώτες ύλες της μεταλλευτικής βιομηχανίας, χημικά προϊόντα κα.

Στο κομμάτι του τουρισμού παρατηρείται ραγδαία αύξηση των επισκεπτών από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα, καθώς το 2017 επισκέφθηκαν τη χώρα μας 1,34 εκατ. Βούλγαροι πολίτες, αριθμός-ρεκόρ όλων των εποχών. Παράλληλα, έχει αυξηθεί η αγορά εξοχικών κατοικιών στην Ελλάδα από Βούλγαρους, ενώ παρατηρούνται αυξημένες βουλγαρικές επενδύσεις στο πεδίο των ακινήτων στον κλάδο της φιλοξενίας.

Οι προοπτικές της διμερούς συνεργασίας των δύο χωρών εντοπίζονται – μεταξύ άλλων - στον τουρισμό, τα τρόφιμα και κυρίως τα βιολογικά προϊόντα, τα ποτά, και τα φαρμακευτικά προϊόντα.

πΓΔΜ

Όπως είπε η Παγώνα Λάρδα, Σύμβουλος ΟΕΥ Α΄, Γραφείο ΟΕΥ Σκοπίων, το ΑΕΠ της πΓΔΜ ανέρχεται σε 10 δισ. ευρώ με ρυθμό αύξησης της τάξης του 2,5-2,8% (κατά κεφαλήν 4.853 ευρώ), η ανεργία ανήλθε στο γ' τρίμηνο 2018 στο 22,4%, ο κατώτατος μισθός ανέρχεται σε περίπου 200 ευρώ (ο μέσος καθαρός στα 400 ευρώ), ενώ το δημόσιο χρέος ανέρχεται σε 4,79 δισ. ευρώ.

Σε ό,τι αφορά τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-πΓΔΜ, οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν συνολικά σε 546,1 εκατ. ευρώ (τρίτος προμηθευτής, μερίδιο 8% επί του συνόλου) και οι εισαγωγές σε 180 εκατ. ευρώ (5ος αγοραστής, 3% στο σύνολο). Τα κυριότερα αγαθά που εξάγει η Ελλάδα στην πΓΔΜ είναι τα πετρελαιοειδή, ο σίδηρος-χάλυβας, τα κλωστοϋφαντουργικά, οι πλαστικές ύλες και τα μηχανήματα. Οι ελληνικές εισαγωγές από την πΓΔΜ αφορούν κυρίως σίδηρο και χάλυβα, καπνά και ενδύματα. Το εμπορικό ισοζύγιο είναι πλεονασματικό για τη χώρα μας και ανήλθε το 2017 στα 366,1 εκατ. ευρώ. Το απόθεμα των ελληνικών άμεσων ξένων επενδύσεων στην πΓΔΜ ανήλθε το 2017 σε 473,9 εκατ. ευρώ.

Η πΓΔΜ έχει μικρή αγορά με νεαρή ηλικιακή σύνθεση. Πρόκειται για μία χώρα με χαμηλή παραγωγική βάση και μεγάλη ζήτηση για εισαγόμενα προϊόντα. Η αγορά δεν θεωρείται προστατευτική και γενικά δεν παρατηρούνται γραφειοκρατικές διαδικασίες που να λειτουργούν αποτρεπτικά στο εξωτερικό εμπόριο. Παράλληλα, υπάρχουν αρκετά κανάλια διανομής, αν και με μικρότερο βαθμό εξειδίκευσης σε σχέση με ευρωπαϊκές χώρες.

Οι σημαντικότερες αδυναμίες που εμφανίζει η αγορά της πΓΔΜ εντοπίζονται στα εξής: άτυπη οικονομία, απουσία επαρκών οργανωτικών και θεσμικών δομών, χαμηλή αποδοτικότητα διοίκησης και δικαιοσύνης, μειωμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση και έλλειψη καταρτισμένου και εξειδικευμένου δυναμικού λόγω της μετανάστευσης. Παρόλα αυτά, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται σταδιακή βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.



Ρουμανία

Ο Αριστοτέλης Ξενάκης, Γενικός Σύμβουλος ΟΕΥ Α’ , Γραφείο ΟΕΥ Βουκουρεστίου, είπε ότι το ΑΕΠ της Ρουμανίας αναπτύσσεται με έναν ρυθμό 3,6-3,8%, η ανεργία ήταν το 2018 μόλις 4,3% με τάση να μειωθεί στο 4,1% το 2020, το δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 35-36% του ΑΕΠ, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι αρνητικό κατά 4,2%.

Οι βασικοί τομείς οικονομίας της χώρας είναι η βαριά βιομηχανία (αυτοκινητοβιομηχανία, αεροναυπηγική, σιδηρουργία, ναυπηγεία, παραγωγή αλουμινίου, παραγωγή καλωδίων και οπτικών ινών, χημική βιομηχανία) η γεωργία και κτηνοτροφία και η ενέργεια.

Το συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο στη Ρουμανία ανέρχεται σε 76,15 δισ. ευρώ, με τις συνολικές εισροές στο 10μηνο 2018 να αγγίζουν τα 4,56 δισ. ευρώ.

Το φορολογικό καθεστώς της χώρας έχει ως εξής: 16% στα κέρδη επιχειρήσεων, 10% στο εισόδημα εργαζομένων, 19% ΦΠΑ (9% στα τρόφιμα), ασφαλιστικές εισφορές στο 37,25% (2,25% για τον εργοδότη και 35% για τον εργαζόμενο).

Ο μέσος μηνιαίος μισθός στη Ρουμανία ανέρχεται στα 523 ευρώ μεικτά, ενώ το εμπορικό της ισοζύγιο είναι αρνητικό κατά 13,4 δισ. ευρώ.

Για τη ρουμανική οικονομία, η Ελλάδα βρίσκεται στην 18η θέση σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές από τη Ρουμανία (895,02 εκατ. ευρώ το 2017, αυξημένες κατά 17,06%) και στην 20η θέση στις εξαγωγές προς τη Ρουμανία (880,79 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 11,06%). Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, η Ρουμανία κατέχει την 7η θέση μεταξύ πελατών της Ελλάδας στην ΕΕ και την 13η παγκοσμίως. Τα σημαντικότερα προϊόντα σε εξαγωγές προς τη Ρουμανία είναι τα σύρματα από χαλκό, τα παιχνίδια, τα εσπεροειδή και τα λιπάσματα. Οι ελληνικές επενδύσεις στη Ρουμανία ανέρχονται συνολικά στα 1,359 δισ. ευρώ. Ο αριθμός των επιχειρήσεων ελληνικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται στη χώρα είναι, σύμφωνα με τη ρουμανική στατιστική αρχή, 7.322, ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία του γραφείου ΟΕΥ ανέρχονται σε περίπου 500.

Οι κυριότεροι τομείς δράσης των ελληνικών εταιρειών στη Ρουμανία είναι τα τρόφιμα, η βιομηχανία και οι υπηρεσίες.

Σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, η Ελλάδα είναι ο δημοφιλέστερος τουριστικός προορισμός για τους Ρουμάνους, καθώς το 2017 συνολικά 1,3 εκατομμύρια Ρουμάνοι τουρίστες επισκέφθηκαν την Ελλάδα, όταν στο 9μηνο 2018 ήταν 1,25 εκατ. Κυριότερος προορισμός είναι η βόρεια Ελλάδα και ειδικότερα η Χαλκιδική, η Κατερίνη και η Θάσος.

Σερβία

Ο Χαράλαμπος Κουναλάκης, Γενικός Σύμβουλος ΟΕΥ Α’,  Γραφείο ΟΕΥ Βελιγραδίου μίλησε για τις προοπτικές των ελληνικών επιχειρήσεων στη Σερβία. Πρόκειται για μία χώρα με πληθυσμό περίπου 7,5 εκατ. κατοίκων, με μεσοπρόθεσμο στόχο την ένταξη στην ΕΕ (2025). Το ΑΕΠ της ανέρχεται σε 36,3 δισ. ευρώ με ρυθμό ανάπτυξης 4,4%, η ανεργία υπολογίζεται στο 12,7%, ο πληθωρισμός αγγίζει το 2%, το πλεόνασμα του προϋπολογισμού ανέρχεται στο 1,1% του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος είναι 56,2% με τάση μείωσης (κατά κεφαλήν υπολογίζεται στις 6.000 ευρώ), οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα ανέρχονται στα 3 δισ. ευρώ (6,2% του ΑΕΠ), το εξωτερικό εμπόριο ανέρχεται στο 10% του ΑΕΠ (όγκος 38,2 δισ. ευρώ – εισαγωγές 21,9 δισ. ευρώ – εξαγωγές 16,3 δισ. ευρώ), ενώ το εμπορικό της έλλειμμα ανέρχεται σε 5,6 δισ. ευρώ (28,74%).

Τα δυνατά σημεία της χώρας είναι, μεταξύ άλλων, η ευρωπαϊκή της προοπτική, το ικανοποιητικό επίπεδο εξειδικευμένου προσωπικού, το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, ο χαμηλός συναλλαγματικός κίνδυνος, τα χαμηλά επίπεδα μισθών και το ευνοϊκό επενδυτικό πλαίσιο. Οι αδυναμίες της εντοπίζονται στα εξής: γραφειοκρατία και υψηλό επίπεδο παραοικονομίας (υπολογίζεται στο 35%), συχνές μεταβολές στη νομοθεσία και απουσία διευκρινιστικών διατάξεων, ασάφειες και ελλείψεις κατά την εφαρμογή των νόμων, καθώς και αργή πρόοδος ουσιαστικής εφαρμογής εναρμονισμένης με το κοινοτικό δίκαιο.

Οι ελληνικές επενδύσεις στη Σερβία ανέρχονται σε 1,5 δισ. ευρώ. Στη χώρα δραστηριοποιούνται σήμερα περίπου 150 εταιρείες ελληνικών συμφερόντων κυρίως στους κλάδος των κατασκευών, της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών, του λιανικού εμπορίου, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, των τηλεπικοινωνιών και τεχνολογιών πληροφορικής και των ξενοδοχειακών υπηρεσιών.

Ο όγκος του διμερούς εμπορίου Ελλάδας-Σερβίας έφτασε το 2018 επίπεδα ρεκόρ 500 εκατ. ευρώ. Οι σερβικές εξαγωγές προς τη χώρα μας ανήλθαν το 2018 σε 178 εκατ. ευρώ (+10%) και οι εξαγωγές της Ελλάδας στη Σερβία άγγιξαν τα 306 εκατ. ευρώ (+7%). Έτσι, το εμπορικό πλεόνασμα υπέρ της χώρας μας διαμορφώθηκε στα 127 εκατ. ευρώ, αυξημένο κατά 2,3%. Τα κυριότερα ελληνικά προϊόντα που εξάγονται στη Σερβία είναι: βιομηχανικά είδη, τρόφιμα και ζώντα ζώα, χημικά προϊόντα, μηχανολογικός εξοπλισμός, ορυκτά καύσιμα, λιπαντικά. Παράλληλα, τα κυριότερα προϊόντα που εξάγει η Σερβία στην Ελλάδα είναι: βιομηχανικά είδη, τρόφιμα, χημικά προϊόντα, μηχανολογικός εξοπλισμός, χαρτί, προϊόντα χαλκού, ζάχαρη και μέλι.

Τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετώπισαν τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη Σερβία αφορούν, μεταξύ άλλων, τα εξής: γραφειοκρατία, καθυστερήσεις στην έκδοση αδειών, πρακτικές παραπλάνησης του καταναλωτή στη συσκευασία ορισμένων τροφίμων (πχ γαλακτοκομικά) και μη δασμολογικής φύσεων εμπόδια στις διαδικασίες εξαγωγών σε δευτερογενείς πρώτες ύλες.

Οι τομείς επενδυτικού ενδιαφέροντος στη Σερβία είναι η ενέργεια και ΑΠΕ, γεωργία, χημικά, λιπάσματα, αρδευτικά συστήματα, μεταλλεύματα κα.

Οι δυνητικές εξαγωγές ελληνικών προϊόντων προς τη Σερβία αφορούν τα εξής: ελαιόλαδο και ελιές, βότανα και μπαχαρικά, προϊόντα αρτοποιίας-ζαχαροπλαστικής, φυσικά καλλυντικά, φρούτα και λαχανικά, ψάρια, κατασκευαστικά και δομικά υλικά, φαρμακευτικά, προϊόντα τεχνολογίας, ηλεκτρολογικός, επαγγελματικός και ιατρικός εξοπλισμός.

Ο κ.  Κουναλάκης έκανε ακόμη λόγο για κατασκευαστικό booming στη Σερβία, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «χτίζεται όλο το Βελιγράδι».

Σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, την Ελλάδα επισκέφθηκαν πέρσι 1,2 εκατ. Σέρβοι τουρίστες.