Skip to main content

Συν και πλην ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ στην αφετηρία της προεκλογικής περιόδου

Οι νέες εκλογές στην Ελλάδα είναι ίσως οι πρώτες από το αποτέλεσμα των οποίων ο λαός δεν έχει να ελπίσει σε κάτι καλύτερο.

Ίσως είναι, αν όχι η πρώτη, οπωσδήποτε μια από τις πολύ λίγες φορές, όπου ο λαός δεν ελπίζει σε κάτι, από το αποτέλεσμα των εκλογών. Ποιος μπορεί να πει υπεύθυνα, ότι κάτι καλύτερο θα προκύψει; Απεναντίας, οι οιωνοί δεν είναι άριστοι.

Ο κ. Τσίπρας ζητάει αυτοδυναμία ώστε να εφαρμόσει ο (νέος) ΣΥΡΙΖΑ το (νέο) πρόγραμμά του. Με δεδομένη την απογοήτευση του λαού από τις παραπλανητικές προεκλογικές υποσχέσεις του κ. Τσίπρα, οι οποίες όχι μόνον δεν πρόσφεραν κάτι το θετικό, αλλά απεναντίας οδήγησαν σε χειροτέρευση της κατάστασης, είναι λογικό να αναμένεται η αποχώρηση ενός αριθμού ψηφοφόρων από το κόμμα του.

Με δεδομένη επίσης την διαπιστωθείσα ανυπαρξία ηγετικών χαρακτηριστικών, όπου οι πράξεις του καθορίζονταν άλλοτε από τις κατευθυντήριες γραμμές μέσω του κ. Βαρουφάκη, άλλοτε από τις επιθυμίες του κ. Λαφαζάνη, απογοήτευσε και μέρος των εξωθεσμικών κέντρων που υποστήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ και τον εκτίναξαν από το 4% στο 36%.

Και βεβαίως, ισχυρό πλήγμα έχει υποστεί με την αποχώρηση σημαντικού μέρους των πολιτικών που στελέχωναν τις Συνιστώσες, οι οποίοι, θα αποκτήσουν μεγάλη αναγνωρισιμότητα (την οποία λαμβάνει κυρίως υπόψη το εκλογικό σώμα, στην πολιτιστική υποβάθμιση που μας οδήγησαν) και δεν θα παραμείνει η δύναμή τους στο πενιχρό 4% της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αυτός ο προεκλογικός αγώνας θα «στιγματιστεί» από την εμφύλια σύγκρουση της Αριστεράς, με τα άλλα κόμματα να βρεθούν σε υποδεέστερη θέση. Σ’ αυτό θα συμβάλει και η ακολουθούμενη από τα ΜΜΕ πρακτική να επιδιώκουν την «ίντριγκα», για απόκτηση τηλεθέασης, και να προβάλουν πολιτικούς τύπου Λεουτσάκου ή Λαπαβίτσα. Το πλεονέκτημά τους είναι -παρά την ανυπαρξία σοβαρών επιχειρημάτων- ότι θα εμφανίζονται συνεπείς έναντι των νέο-μνημονιακών πρώην συντρόφων τους.

Όλα τα ανωτέρω αποτελούν αρνητικό πρόσημο για τον Τσίπρα. Έχει όμως και θετικό. Αφενός ότι υπερέχει σε επικοινωνιακή παρουσία, ότι πέρασε σε σημαντικό τμήμα του λαού η εικόνα του «καλού παιδιού» που όλοι το καταδυναστεύουν, αλλά το κυριότερο είναι ότι μετατιθέμενος ο ΣΥΡΙΖΑ σε σοσιαλδημοκρατικούς χώρους, μπορεί να αποσπάσει (να διαλύσει, δηλαδή) ψηφοφόρους από το ΠΑΣΟΚ, την ΔΗΜΑΡ, ίσως και από το Ποτάμι.

Στην απέναντι πλευρά είναι η Ν.Δ. Η οποία είχε την ατυχία να οδηγηθεί σε πολύμηνη απραξία λόγω της πεισματικής άρνησης του αποτυχόντος κ. Α. Σαμαρά να παραιτηθεί αμέσως, αλλά μόνον κατόπιν ισχυρότατων πιέσεων και πολύ καθυστερημένα. Ο κ. Μεϊμαράκης που τον διαδέχθηκε, ναι μεν είναι δύσκολο να προσελκύσει νέους ψηφοφόρους -που έχουν δείξει κατά τα τελευταία χρόνια την αντιπάθειά τους στους παλαιοκομματικούς- αλλά είναι σε θέση να συγκρατήσει τους ψηφοφόρους, ίσως και να αποσπάσει δεξιούς από άλλα κόμματα, οι οποίοι εγκατέλειψαν το κόμμα όταν ανέλαβε ο κ. Σαμαράς, και ιδίως με την σύμπλευσή του με τον κ. Ευ. Βενιζέλο.

Το πιθανότερο είναι, να βρεθούν Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ με μικρή διαφορά μεταξύ τους, οπότε εξ ανάγκης θα πρέπει αυτά το κόμματα να σχηματίσουν συγκυβέρνηση (πλην εάν το Ποτάμι ανεβάσει κατά πολύ τα ποσοστά του). Η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι αυτό αποτελεί και την επιθυμία των Ευρωπαίων, ώστε να εξασθενήσει η φωνή της αντιπολίτευσης.

Η απογοήτευση του εκλογικού σώματος από τα υπάρχοντα κόμματα, δεν αποκλείει την εμφάνιση στην Βουλή ούτε του κ. Λεβέντη, ούτε του κ. Γκλέτσου.

Το βέβαιο είναι πως οι εξωθεσμικοί παράγοντες που καθορίζουν την μοίρα μας, δεν θέλουν αλλαγή του σκηνικού, όπως διαπιστώνεται αφενός από την διατήρηση του Ποταμιού ως έχει χωρίς μετεξέλιξη και ενίσχυση, και από την απουσία κάποιου φορέα στον χώρο της Κεντροδεξιάς, με νέους ανθρώπους, που θα προσομοιάζουν στην εικόνα του κ. Τσίπρα. Είχαν χρόνο να το επιχειρήσουν, αλλά φαίνεται πως δεν ήρθε ακόμη ο καιρός.

Ο Μακεδών