Skip to main content

Ψυχολογικές επιπτώσεις: Oι διαφορές ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο lockdown

Η ψυχοθεραπεύτρια, ψυχοπαιδαγωγός, Αιμιλία Αξιωτίδου περιγράφει τις διαφορές στις ψυχολογικές επιπτώσεις που συνεπάγονται οι δύο εγκλεισμοί.

Είναι αρκετές οι διαφορές ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο lockdown κι αυτό δεν θα μπορούσε να μην έχει επίδραση και στις ψυχολογικές επιπτώσεις που συνεπάγονται οι δύο εγκλεισμοί. Πολλές από αυτές ανιχνεύονται και στις δύο περιόδους της καραντίνας, αλλά με διαφορετική ένταση και με άλλη σειρά, ενώ υπάρχουν και κάποια ψυχολογικά συμπτώματα τα οποία κάνουν τώρα την εμφάνισή τους, στη διάρκεια της δεύτερης καραντίνας. Την εικόνα αυτή μεταφέρει στην Voria.gr η Αιμιλία Αξιωτίδου, ψυχοθεραπεύτρια, ψυχοπαιδαγωγός, επιστημονική συνεργάτις της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ και μέλος του δικτύου εθελοντών το οποίο στηρίζει τη γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης του δήμου Θεσσαλονίκης.

Η πρώτη επισήμανση την οποία κάνει η κ. Αξιωτίδου είναι ότι αυτή τη φορά είναι περισσότεροι εκείνοι οι οποίοι αναζητούν ψυχολογική στήριξη είτε μέσω των διαφόρων εθελοντικών δικτύων τα οποία έχουν ενεργοποιήσει διάφορες δομές και φορείς είτε απευθυνόμενοι σε ιδιώτες ψυχοθεραπευτές. Μία εξήγηση που δίνει η ίδια, όσον αφορά αυτή τη μαζικότερη αναζήτηση ψυχολογικής υποστήριξης είναι ότι “στο πρώτο lockdown δεν είχαμε τόσα πολλά κρούσματα, τόσους πολλούς θανάτους. Τότε τα ακούγαμε κυρίως από την τηλεόραση, τώρα όλα αυτά τα βλέπουμε δίπλα μας, ενδεχομένως και στον στενό οικογενειακό κύκλο μας”.

Το δεύτερο στοιχείο είναι πως μετά το πρώτο lockdown ακολουθούσε το καλοκαίρι, μια περίοδος που συνήθως προκαλεί ψυχολογική ευφορία. “Όλοι μας, πιστέψαμε τότε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ξανακλειστούμε μέσα. Αντιθέτως τώρα, έχουμε μπροστά μας έναν μακρύ και δύσκολο χειμώνα. Επιπλέον, το νέο lockdown μας αιφνιδίασε. Οι περισσότεροι πίστευαν, ακούγοντας και τις διαβεβαιώσεις των αρμοδίων, ότι δεν πρόκειται να μας ξανασυμβεί και γι' αυτό μας έκατσε και πιο βαριά”.

Οργή, θυμός και κόπωση

Αυτός είναι και ο λόγος που, σύμφωνα με την κ. Αξιωτίδου, τα κυρίαρχα συναισθήματα αυτήν την περίοδο είναι ο θυμός, η οργή, η απογοήτευση. Σε αντίθεση με το πρώτο lockdown στο οποίο κυρίαρχα συναισθήματα ήταν ο μεγάλος φόβος και η ανασφάλεια γι' αυτό το πρωτόγνωρο που μας είχε βρει. Ειδικότερα, σε έρευνα η οποία έγινε από το πανεπιστήμιο Αθηνών στο διάστημα 10 με 13 Απριλίου 2020, δηλαδή στην καρδιά της πρώτης καραντίνας, προέκυψε ότι το 35,7% είχαν αίσθημα έντονου φόβου, το 22,8% συναισθήματα κατάθλιψης και το 77% άγχος. Επίσης, περισσότερο ανήσυχοι εμφανίζονται οι ηλικιωμένοι και οι γυναίκες.

Ένα άλλο στοιχείο διαφοροποίησης είναι η τεράστια κόπωση η οποία παρατηρείται αυτή τη φορά, γεγονός που εξηγεί ως ένα βαθμό και τη μεγαλύτερη απειθαρχία στην τήρηση των μέτρων. “Η κόπωση έχει να κάνει αφενός με το ότι επαναλαμβάνεται ο εγκλεισμός, αφετέρου με το γεγονός ότι τώρα δεν φαίνεται με ευκρίνεια το τέλος του. Επίσης, οι περισσότεροι έχουμε αντιληφθεί πως το όποιο 'άνοιγμα' δεν πρόκειται να είναι όπως τον Μάιο, Ιούνιο κι αυτό επιτείνει το αίσθημα της κόπωσης”.

Σημαντικό ρόλο στην μεγαλύτερη ψυχολογική επιβάρυνση σε αυτό το δεύτερο lockdown παίζει και μία ακόμη παράμετρος η οποία συνδέεται με τις οικονομικές επιπτώσεις τις πανδημίας. “Αυτή τη φορά οι επιπτώσεις στα εισοδήματα, ακόμη και στην ίδια την εργασία, είναι βαρύτερες και προστίθενται και στις πρώτες της περασμένης άνοιξης. Το γεγονός αυτό επιδεινώνει το ψυχολογικό βάρος, γεννά αισθήματα μεγάλης απόγνωσης”, επισημαίνει η κ. Αξιωτίδου.  

Ενοχές για τις απώλειες

Πολύ έντονο αυτή τη φορά είναι και το συναίσθημα της ενοχής το οποίο κυριεύει ανθρώπους οι οποίοι στάθηκαν αφορμή να μεταδώσουν τον ιό σε αγαπημένα τους πρόσωπα. “Σε πολύ δυσχερή κατάσταση είναι βεβαίως τα άτομα τα οποία είδαν δικούς τους ανθρώπους να πεθαίνουν κι αυτό είναι πολύ δύσκολο να το διαχειριστούν”. Σε αρκετές γραμμές ψυχολογικής υποστήριξης καταφεύγουν νέοι σε ηλικία οι οποίοι ζητούν υποστήριξη, κάποιοι μάλιστα, εμφανίζουν αυτοκτονικές τάσεις.

Οι απώλειες, οι οποίες αυτή την περίοδο είναι δυστυχώς χιλιάδες επισείουν μεγάλο ψυχολογικό βάρος στο συγγενικό περιβάλλον τους καθώς οι άνθρωποι δεν μπορούν να πενθήσουν όπως θα ήθελαν. “Η τελετουργία σε αυτές τις περιπτώσεις βοηθά στη διαχείριση του πένθους. Τώρα όμως, αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει κι αυτό προκαλεί πόνο στον στενό περίγυρο του θανόντα, ένας πόνος ο οποίος εγκαθίσταται βαθιά μέσα τους, δεν τους επιτρέπει να προχωρήσουν τη ζωή τους, καμιά φορά δε, μεταφέρεται ως και δύο και τρεις γενιές παρακάτω”. Αντιθέτως, σε αυτή τη δεύτερη καραντίνα έχει υποχωρήσει κάπως το αίσθημα του στιγματισμού καθώς τα κρούσματα είναι πλέον ο κανόνας και όχι η εξαίρεση όπως συνέβαινε την άνοιξη.

Τέλος, μια ξεχωριστή κατηγορία είναι όσοι εργάζονται στον υγειονομικό κλάδο, κυρίως οι άνθρωποι της πρώτης γραμμής στα νοσοκομεία οι οποίοι κυριεύονται από στρες, ενώ έχουν να διαχειριστούν και τα συμπτώματα της επαγγελματικής εξουθένωσης. “Όταν τελειώσει ή υποχωρήσει αυτή η κατάσταση, οι άνθρωποι αυτοί θα χρειαστούν πάρα πολύ καιρό για να ξεπεράσουν τα συμπτώματα που τους γέννησε η πανδημία και οι καταστάσεις με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωποι”.