Skip to main content

Ρακκάς για Μουσείο Ολοκαυτώματος: Χάνεται ιστορική ευκαιρία

Η διοίκηση Μπουτάρη επιλέγει να ταυτιστεί με την σωβινιστική στρατηγική της εβραϊκής αποκλειστικότητας του κράτους του Ισραήλ, σημειώνει ο Γ. Ρακκάς

«Η επιλογή της διοίκησης Μπουτάρη να προχωρήσει στην ίδρυση ενός Μουσείου Ολοκαυτώματος, το οποίο θα αναφέρεται αποκλειστικά στην γενοκτονία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, αποτυγχάνει να εκφράσει το πολυδιάστατο της μαρτυρικής κληρονομιάς που διέπει την σύγχρονη ιστορία της πόλης, αλλά και να την αξιοποιήσει μεγιστοποιώντας το διεθνές της αποτύπωμα. Μια μεγάλη, ιστορική ευκαιρία χάνεται για την Θεσσαλονίκη».

Αυτό υπογραμμίζει η παράταξη «Μένουμε Θεσσαλονίκη» με επικεφαλής τον Γιώργο Ρακκά, με αφορμή το χθεσινό δημοτικό συμβούλιο.

Όπως σημειώνει, «η διοίκηση Μπουτάρη, επιλέγει να ταυτιστεί με την σωβινιστική στρατηγική της «εβραϊκής αποκλειστικότητας» του κράτους του Ισραήλ και του αμερικανο-εβραϊκού λόμπι, η οποία χρησιμοποιεί το αδιαμφισβήτητο γεγονός του Ολοκαυτώματος που εξαπέλυσαν οι ναζί εναντίον του εβραϊκού λαού, προκειμένου να νομιμοποιήσει μια σύγχρονη πολιτική πολέμων, γενοκτονιών, γενικευμένης αποσταθεροποίησης της Μέσης Ανατολής. Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής είναι αποτρόπαιες όσο και τρομακτικές: Ενίσχυση του φατριαστικού και θρησκευτικού μίσους, νέες γενοκτονίες (στην Συρία και την Παλαιστίνη), εκατόμβες θυμάτων, εκατομμύρια προσφύγων, διάλυση ολόκληρων χωρών».

Ο κ. Ρακκάς αναφέρει ότι «ο Δήμαρχος εμπλέκει την κατά τα άλλα ορθή απόφασή του να αναδείξει το τεράστιο ιστορικό βάθος της πόλης –με αφηγήσεις και επινοήσεις του παρελθόντος που κατασκευάζουν αυτοί ακριβώς οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί».

«Ως συνέπεια της επιλογής του, η πόλη καθίσταται ολοένα και πιο διάτρητη σε υπερεθνικά δίκτυα και μηχανισμούς επιρροής αλλότριων γεωστρατηγικών συμφερόντων, γεγονός που θα έχει μεγάλες μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες για την πόλη: Ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια «χώρα των συνόρων», μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Βορρά και Νότου, σε μια περίοδο που παροξύνονται δραματικά οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί –νέος Ψυχρός Πόλεμος στην Ανατολική Ευρώπη, «σύγκρουση των πολιτισμών» στην Μέση Ανατολή κ.ο.κ. Ποιον συμφέρει, επομένως, η ταύτιση της πόλης με έναν από τους πόλους αυτής της διαμάχης; Σίγουρα όχι την αυτοτέλειά της, καθώς άλλο είναι η Θεσσαλονίκη να ενισχύει το διεθνές της αντίκρισμα συνεισφέροντας στον παγκόσμιο πολιτιστικό και διπλωματικό χάρτη των πόλεων, και άλλο είναι να αλώνεται εκ των ένδον παραδιδόμενη στην αποικιοποίησή της από ξένα γεωπολιτικά συμφέροντα» τονίζει.

«Το χειρότερο, όμως, με την επιλογή του Δημάρχου είναι ότι απεμπολεί μια πραγματικά μοναδική ευκαιρία που παρουσιάζεται για την πόλη να συνθέσει την μαρτυρική κληρονομιά που διαθέτει στο ακέραιό της παρουσιάζοντας ένα μοναδικό για τα διεθνή δεδομένα έργο πολιτισμού και ιστορίας: Ένα Μουσείο των Ολοκαυτωμάτων, το οποίο με τιμιότητα απέναντι στην ιστορική μνήμη της πόλης θα παρουσιάζει την τραγική μαρτυρική εμπειρία των Ελλήνων, Εβραίων και Αρμενίων κατοίκων της, αναδεικνύοντας συνθετικά τις τραγικές εμπειρίες και το αποτύπωμα που άφησαν στο σώμα της πόλης: Από την γενοκτονία του Ελληνισμού στον Πόντο και τη Μικρά Ασία καθώς και εκείνες των Αρμενίων και των Ασσυρίων από τους Νεότουρκους, ως το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη και την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας της πόλης από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους.

»Μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε να καταστήσει την Θεσσαλονίκη κέντρο της ακαδημαϊκής και πνευματικής δραστηριότητας για την μελέτη και την αναγνώριση όλων των γενοκτονιών –ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι το πανεπιστήμιο της είναι το μεγαλύτερο των Βαλκανίων και θα μπορούσε να παίξει κεντρικότατο ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση. Επιπλέον, θα αξιοποιούσε και την δυναμικότητα του παγκόσμιου ρεύματος για την αναγνώριση των γενοκτονιών της Μικράς Ασίας, τάση που στις μέρες μας επανέρχεται με νέο δυναμισμό βρίσκοντας πλέον ανταπόκριση και μεταξύ των πιο δημοκρατικών μερίδων της τουρκικής ακαδημαϊκής κοινότητας.

»Το πιο σημαντικό όμως, είναι ότι θα επανέφερε την Θεσσαλονίκη σε ρόλο παραγωγού πρωτότυπων συνθέσεων πολιτισμού, αναβιώνοντας την αίσθηση του υψηλού ουμανισμού και δικαιοσύνης με τις οποίες συνεισέφερε στην παγκόσμια ανθρωπότητα ο ελληνισμός κατά την μακραίωνη πορεία του. Το δίλλημα, λοιπόν, έχει τεθεί: Δημιουργοί ή μιμητές; Παραγωγοί πολιτισμού ή μεταπράτες του πνεύματος; Εν τέλει… ελεύθεροι και δημιουργικοί ή αποικιοκρατούμενοι;» καταλήγει.