Skip to main content

Ροκ Μοτέλ: Ένα Μαργαριτάρι κλαίει μπροστά στον Πάνο Γαβαλά

Από τότε που η παγκοσμιοποίηση επέβαλε καθολικά την αγορά και το μάρκετινγκ υπάρχει ένα ρώτημα που πλανάται πάνω από κάθε μύθο που «φεύγει» νωρίς.

Η Τζάνις Τζόπλιν ήταν ένας άνθρωπος «καμένος» από νωρίς. Μια γυναίκα απελπισμένη, που έβρισκε καταφύγιο στη μουσική, στα ναρκωτικά, στο αλκοόλ και σε αδιέξοδες αγκαλιές. Ίσως όχι με αυτήν ακριβώς τη σειρά. Αν και λευκή ερμήνευε τα μπλουζ σαν να είχε γεννηθεί σε γκέτο μαύρων. Κάθε φορά που τραγουδούσε πρόσφερε την ψυχή της και ξερίζωνε τις καρδιές όσων την άκουγαν. Δεν την έλεγαν τυχαία Μαργαριτάρι. Έχουν περάσει 49 χρόνια από το θάνατό της. «Έφυγε» από υπερβολική δόση ηρωίνης ένα φθινοπωρινό βράδυ, στις 4 Οκτωβρίου του 1970, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Λος Άντζελες, όπου ηχογραφούσε τον τελευταίο της δίσκο. Πρώτη στη σειρά. Ακολούθησαν ο Τζίμι Χέντριξ λίγες εβδομάδες μετά και ο Τζιμ Μόρισον λίγους μήνες μετά. Όλοι τους στα 27. Τόσα χρόνια μετά ακόμη μαλώνουν κάποιοι –ανάμεσα τους και η ερωμένη της- για το ποιος… δεν την «κέρασε» θάνατο το συγκεκριμένο βράδυ.  Η Τζόπλιν γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1943 στο Πόρτ Άρθουρ του Τέξας. Αν ζούσε θα ήταν σήμερα 76 ετών. Μια από τις καλύτερες στιγμές της ήταν η εμφάνιση της στο Γούνστοκ, ακριβώς 50 χρόνια πριν, το ζόρικο καλοκαίρι του 1969.

Ακόμη, όμως, και η Τζάνις Τζόπλιν, που με τόσο ξεκάθαρο τρόπο περιφρόνησε τη σόου μπιζ και τα… καλά της, έχει κληρονόμους! Συγγενείς που ανέλαβαν μετά το τέλος να διαχειριστούν όσα εκείνη δημιούργησε -τα περισσότερα ερήμην της, πληρώνοντας με την αναπνοή της. Άνθρωποι δήθεν ταγμένοι να διακονήσουν την τέχνη της. Και  –κυρίως- το μύθο της. Διότι στη δεκαετία του 1970 το να την… κάνει κάποιος «σουτάροντας» στα 27 του και να είναι ροκ σταρ, γυναίκα, χοντρούλα και… μόνη, ήταν κάτι εξαιρετικά βολικό για το σύστημα. Εδώ που τα λέμε εξακολουθεί να είναι κάτι βολικό, αν σκεφτεί κανείς ότι για να «τιμηθεί» η καθόλου ηρωική, αλλά βαθύτατα απελπισμένη έξοδός της, οι κληρονόμοι της κατά καιρούς κάνουν πολλά και διάφορα. Ανεβάζουν μιούζικαλ, στα οποία η ίδια δεν θα τραγουδούσε ποτέ. Γυρίζουν ταινίες που η ίδια δεν θα έβλεπε ποτέ. Σχεδιάζουν ρούχα που η Τζάνις δεν θα φορούσε ποτέ. Του χρόνου –το 2020- που συμπληρώνονται 50 χρόνια από το θάνατό της ένας Θεός ξέρει τι θα δούμε και τι θα ακούσουμε. Η νοσταλγία σε συνδυασμό με τη… θρυλοποίηση είναι μια μπίζνα επικερδής, αρκεί να μην είσαι ο ίδιος ούτε νοσταλγός, ούτε θρύλος. Ευτυχώς για την Τζόπλιν υπάρχουν οι αυθεντικές ηχογραφήσεις της. Το μόνο αληθινό –πέρα από το λαμπερό χαμόγελο και το θλιμμένο βλέμμα- και χειροπιαστό πράγμα που άφησε πίσω της, ώστε όσοι ενδιαφέρονται να προσπαθήσουν να καταλάβουν ποια στην ευχή ήταν.  

Τις τελευταίες δεκαετίες που η παγκοσμιοποίηση επέβαλε καθολικά την αγορά και το μάρκετινγκ υπάρχει ένα ρώτημα που πλανάται πάνω από κάθε μύθο που «φεύγει» νωρίς. Από τον Τσε Γκεβάρα, μέχρι τον Χέντριξ και από τον Τζέιμς Ντιν μέχρι τον Μόρισον. Και από τον Έλβις Πρίσλεϊ μέχρι το Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αλλά και από τον Κερτ Κομπέιν μέχρι την Έιμι Γουάινχαους. Αλλά και κάποιους δικούς μας, ανάμεσά τους ο Άρης Βελουχιώτης, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο Μάνος Λοϊζός, ο Νίκος Ξυλούρης, ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Όλους αυτούς που ευτύχησαν να «δουν» τον εαυτό τους πόστερ σε εφηβικά δωμάτια, έστω και από τον ουρανό. Τι θα συνέβαινε αν το νήμα της ζωής τους δεν κοβόταν τόσο νωρίς και τόσο βίαια; Θα συνέχιζαν σε αντισυμβατικούς δρόμους; Θα παρέμεναν δημιουργικοί και επαναστάτες; Μήπως κάποια στιγμή καταντούσαν καρικατούρα του εαυτού τους και εισπράκτορες της εικόνας τους; Μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Άλλωστε κάθε άνθρωπος είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Ισχύει αυτό και για τους μύθους. Φαίνεται, όμως, ότι ένα ασφαλές διαβατήριο για την αιώνια εφηβεία μάλλον είναι ο πρόωρος θάνατος.

ΥΓ. Το 1963 ο Νίκος Φώσκολος γύρισε ένα από τα βαλκανικά ασπρόμαυρα νουάρ του με τίτλο «Το κάθαρμα» και πρωταγωνιστές τον Γιώργο Φούντα και τη Μάρω Κοντού. Όσοι την είδαν τότε στο σινεμά ή τις επόμενες δεκαετίες στην τηλεόραση άκουσαν τον Πάνο Γαβαλά και τη Ρία Κούρτη να τραγουδούν το θρυλικό «Κάθε λιμάνι και καημός». Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία του τραγουδιού, που την επόμενη χρονιά γυρίστηκε δραματική ταινία με αυτό τον τίτλο «Κάθε λιμάνι και καημός». Κάποιο βράδυ, λοιπόν, όταν στο κατάμεστο παραθαλάσσιο «Λουξεμβούργο» της Θεσσαλονίκης, τραγουδούσαν ο Γαβαλάς και η Κούρτη, μια κοπέλα με μακριά μαλλιά, μαύρο φαρδύ φόρεμα και αναμμένο τσιγάρο στο χέρι πλησίασε ήσυχα στο πάλκο και τους ζήτησε να το τραγουδήσουν. Παραγγελιά. Ο φίλος που καθόταν λίγο πιο πίσω, στη σκιά, παίρνει όρκο ότι ήταν η Τζάνις Τζόπλιν. Παίρνει όρκο ακόμη ότι όσο ακουγόταν «Είν’ η ζωή μια θάλασσα / κι εμείς καπεταναίοι / κι είναι στ’ αλήθεια τυχεροί / όσοι πεθαίνουν νέοι» η κοπέλα έκλαιγε.