Skip to main content

Ροκ Μοτέλ: Όταν ο Φρανκ έπεσε στην αγκαλιά της Νίνα…

Μια... περίεργη ερώτηση: «Τι είναι εκείνο που κάνει τους ανθρώπους να… πεθαίνουν για ένα τραγούδι ή σε ένα τραγούδι; Τα λόγια ή η μουσική;»

«Τι είναι εκείνο που κάνει τους ανθρώπους να… πεθαίνουν για ένα τραγούδι ή σε ένα τραγούδι; Τα λόγια ή η μουσική;». Μια ερώτηση περίεργη, ικανή όμως να πυροδοτήσει μια μάλλον ασυνήθιστη στις μέρες μας συζήτηση. Στην καλύτερη εκδοχή πρόκειται για μια συζήτηση παλαιομοδίτικη. Σαν κάποιες εκπομπές του κλασικού ραδιοφώνου, στις οποίες ο παρουσιαστής επιμένει να περιγράφει και να εξηγεί. Να προσπαθεί να δημιουργήσει αυτό που λέμε ατμόσφαιρα, ώστε το αυτί να εισπράξει ήχους και η καρδιά να γεμίσει συναισθήματα. Σαν το άλμπουμ που αναζητά κάποιος στη δισκοθήκη για να το ακούσει Κυριακή πρωί, πίνοντας τον καφέ του. Σαν τα cd που παίρνει κανείς μαζί του στην παραθαλάσσια βόλτα με το αυτοκίνητο Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης.

Παλαιομοδίτικη συζήτηση, όπως όλα αυτά τα… παλαιομοδίτικα σαν, που έχουν αλλάξει όταν ακούμε, πλέον, μουσική. Που έχουν αντικατασταθεί από υποβοηθούμενες διαδικασίες. Από το You Tube και τα... μουσικά ραδιόφωνα, που μας προσφέρουν non stop music, ως υπόκρουση την ώρα της δουλειάς, του φαγητού, των τηλεφωνημάτων. Από έναν ντισκ τζόκει σε κάποιο μπαρ, οι επιλογές του οποίου συνοδεύουν το ποτό, το φλερτ, την αποχαύνωση.

Αλλά ας επανέλθουμε στην αρχή της ιστορίας. Στην ερώτηση «Τι είναι εκείνο που κάνει τους ανθρώπους να… πεθαίνουν για ένα τραγούδι ή σε ένα τραγούδι; Τα λόγια ή η μουσική;», που έπεσε σαν βόμβα, όταν ακούστηκε ένα βράδυ σε ένα δημοσιογραφικό γραφείο, κάπου ανάμεσα σε εκλογικά ποσοστά και δηλώσεις υποψηφίων δημάρχων. Μια αυθόρμητη σε βαθμό απελπισίας ερώτηση, που ακούστηκε σαν σχόλιο για δύο τραγούδια που λίγο πριν ακούστηκαν στο χώρο από… κάπου. Μια ερώτηση αθώα σαν να την έκανε μικρό παιδί και ταυτόχρονα συγκλονιστική σαν αυτές που όποιος τη διατυπώνει δίνει την εντύπωση –έστω και για μια στιγμή- ότι ενδιαφέρεται για το κρυφό νόημα της ζωής. Γι’ αυτό και οι πέντε παρόντες ξαφνιάστηκαν. Μια ερώτηση, που η γοητεία της κρύβεται στο αδύνατο και τη σιωπή της απάντησης. Διότι πως να πει κανείς τι αισθάνεται όταν ακούει το «Χάρτινο το φεγγαράκι / ψεύτικη η ακρογιαλιά / αν με πίστευες λιγάκι / θα ’ταν όλα αληθινά».

Πως να «μεταφράσει» το απροσδιόριστο της ποίησης του Νίκου Γκάτσου, το λυγμό της μελωδίας του Μάνου Χατζιδάκι και τον βαρύ και γεμάτο ρωγμές ήχο της φωνής της Μελίνας Μερκούρη; Πόσο εύκολο είναι να περιγράψει κανείς με λόγια –ή ακόμη και με νοήματα- τα αισθήματα που (μετα)φέρει στο πέρασμά του το «Καπηλειό» των Χαϊνηδων; «Πως να δικάσω μια ζωή / κι ένα αστέρι το πρωί / που τρεμοσβήνει». Με το λαούτο να μετεωρίζεται δακρυσμένο και τον Βασίλη Σκουλά να τραγουδάει καθισμένος στο απόμερο τραπεζάκι του σαν να βρίσκεται σε ώρα εξομολόγησης. Αλλά και πως να συγχρονίσει κανείς το περπάτημά του στο δρόμο, δίπλα στον Φρανκ Σινάτρα, που σιγοψιθυρίζει το «My way», λίγο πριν διασταυρωθεί στη γωνία με τη Nina Simone, που ακούγοντάς τον λέει «πεθαίνω γι’ αυτό το κομμάτι». Οι δυο τους αγκαλιάζονται -είχαν καιρό να ιδωθούν- και ο Φράνκι δε χάνει την ευκαιρία να της πει πόσο πολύ του άρεσε το τραγούδι της «Sinner man», που άκουσε στην ταινία του Νόρμαν Τζούισον, «Υπόθεση Τόμας Κράουν» με τον Στιβ Μακ Κουίν και τη Φέη Ντάναγουεϊ, που είχε δει μόλις λίγες εβδομάδες πριν. «Πεθαίνω γι’ αυτό, αλλά και για τη σκηνή με τους πρωταγωνιστές να παίζουν σκάκι» της ψιθυρίζει πριν απομακρυνθεί.   

Ο Μάνος Χατζιδάκις έλεγε ότι ένα τραγούδι χαρακτηρίζεται ως λαϊκό, όταν δεν μπορούμε να φανταστούμε τα λόγια του με άλλη μουσική και τη μουσική του με άλλα λόγια. Όταν, δηλαδή, τα πάντα ταιριάζουν απόλυτα. Ίσως να είναι κι έτσι ή μάλλον κάπως έτσι. Διότι η αλήθεια που γνωρίζουν όλοι όσοι γράφουν, παίζουν, τραγουδούν ή τους αρέσει να αγωνίζονται για να γίνουν επαρκείς ακροατές, είναι ότι δεν υπάρχει μεγάλο τραγούδι χωρίς συγκλονιστική μουσική. Κι ας πίστευε ο Άκης Πάνου το αντίστροφο, τουλάχιστον για τον εαυτό του. Ότι δεν έχει και τόση σημασία το μουσικό σκέλος των τραγουδιών του. Εκτός κι αν υπερτιμούσε την αξία του σώματος, δηλαδή ενός στίχου και της ιστορίας του, και υποτιμούσε την ψυχή, δηλαδή τη μελωδία και τα ηχοχρώματα, που δίνουν ζωή στο σώμα και στις ιστορίες. Κάτι ασύμβατο με την ευαισθησία ενός τόσο σημαντικού δημιουργού, ο οποίος ταυτόχρονα ήταν ένας ευφυής άνθρωπος.