Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Ρωγμές στον τρούλο της Ροτόντας και σε έναν πεσσό - Τι αποφάσισε το ΚΑΣ

Ξεκινούν εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης στο μνημείο. Καμία ανησυχία για τη στατικότητα και τη λειτουργία του, διαβεβαιώνουν οι ειδικοί

Λαβωμένη σε δύο σημεία είναι η Ροτόντα, χωρίς ωστόσο να επηρεάζεται η λειτουργία και η στατικότητά της. Στην τελευταία συνεδρίασή του το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ενέκρινε τη μελέτη μιας μεγάλη αποτίμησης που έκανε η ομάδα του πολιτικού μηχανικού Γρηγόρη Πενέλη, αλλά και τις προτάσεις για την αποκατάσταση του μνημείου.

Σύμφωνα με πληροφορίες της Voria.gr, έχουν εντοπιστεί δύο ρωγμές που χρήζουν αποκατάστασης, μία στο τύμπανο του τρούλου και μία άλλη σε εσωτερικό πεσσό, τον πεσσό Π3. Το επόμενο διάστημα και με την επίβλεψη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης θα τοποθετηθούν ειδικά κονιάματα και πιθανόν μικρά μεταλλικά στοιχεία στα δύο σημεία, έτσι ώστε να αποκατασταθούν οι βλάβες.

Παράλληλα, θα γίνουν μικροεπεμβάσεις για τη βελτίωση του εσωτερικού του μνημείου και εργασίες συντήρησης, διαβεβαιώνεται πάντως ότι δεν υπάρχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα, ενώ η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης θα αποφασίσει αν θα χρειαστεί να κλείσει το μνημείο για τους επισκέπτες για όσο διάστημα γίνονται οι εργασίες και ποιο θα είναι αυτό το διάστημα.

Η μελέτη για τη Ροτόντα ήταν ενταγμένη στο έργο "Μελέτες ωρίμανσης για την ανάδειξη 8 μνημείων της UNESCO στην πόλη της Θεσσαλονίκης", το οποίο εκπόνησε η ομάδα του κ. Πενέλη και αυτή θα ενταχθεί για χρηματοδότηση στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Τα μέλη του ΚΑΣ στη συνεδρίασης της Μεγάλης Τρίτης, επισήμαναν την "καλή συμπεριφορά του μνημείου στα 35 χρόνια μετά την επέμβαση του 1980, δηλαδή τη μη εκδήλωση εκ νέου ρωγμών γενικώς στο κατακερματισμένο τότε (1978-1980) μνημείο", ενώ σημαντικές ήταν και οι εργασίες συντήρησης που έγιναν το 2015.

Σημειώνεται ότι η Ροτόντα είχε λαβωθεί σημαντικά από τον μεγάλο σεισμό του 1978, όπως και άλλα μνημεία της Θεσσαλονίκης.

Στα δύο σημεία που χρήζουν επισκευής -το τύμπανο του τρούλου και ο πεσσός Π3- έχουν εντοπιστεί ρωγμές "που οφείλονται κυρίως στη συρρίκνωση του υλικού ανακτήσεων στις διεπιφάνειες με το υφιστάμενο υλικό στον πλέον ρηγματωμένο στο παρελθόν πεσσό" και από τους ειδικούς θεωρούνται φυσιολογικές φθορές στο πέρασμα του χρόνου.

"Δεν υπάρχει καμία ανησυχία, το μνημείο στέκει περήφανα στα πόδια του και όλο αυτό το διάστημα η συμπεριφορά του είναι εξαιρετική", έλεγαν στη Voria.gr στελέχη του υπουργείου Πολιτισμού.

Η Ροτόντα είναι το πλέον εμβληματικό μνημείο της Θεσσαλονίκης και αποτυπώνει τη διαχρονική ιστορία της πόλης καθ΄όλη τη βυζαντινή περίοδο, τα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης ώς και την εποχή απελευθέρωσης της πόλης το 1912.

Όπως αναφέρεται στη μελέτη που κατατέθηκε και εγκρίθηκε από το ΚΑΣ "πέραν από τη μοναδικότητα του αρχιτεκτονικού τύπου στον ελλαδικό χώρο, ο αριστουργηματικός διάκοσμος, έργο υψηλής αισθητικής και μείζονος σημασίας για την κατανόηση της αυτοκρατορικής πρωτοβυζαντινής εικονογραφίας, κατατάσσουν τη Ροτόντα μεταξύ των κορυφαίων μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς".

Ταυτόχρονα με τις εργασίες για την αντιμετώπιση των δύο ρωγμών, η ΕΦΑ Πόλης Θεσσαλονίκης έχει προγραμματίσει επεμβάσεις για την προστασία του μνημείου, όπως είναι η αντιμετώπιση των χρόνιων προβλημάτων υγρασίας στη στέγη, στα δάπεδα και στις κόγχες, η αποτίμηση της ικανότητάς του σε φορτία βαρύτητας ή σε ενδεχόμενη σεισμική καταπόνηση και γίνονται όλες οι απαραίτητες παρεμβάσεις -μικρές ή μεγαλύτερες- έτσι ώστε να αναδειχθεί το αρχιτεκτονικό σύνολο.

Ως ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σημεία της πόλης η Ροτόντα συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό Ελλήνων και ξένων τουριστών, που θέλουν να δουν από κοντά το μνημείο και να γνωρίσουν την πολύχρονη ιστορία του.
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί και ως ένας χώρος που φιλοξενεί ιδιαίτερες πολιτιστικές εκδηλώσεις, μουσικές βραδιές, συνέδρια, κ.ά., με περιορισμένο όμως αριθμό θεατών και συμμετεχόντων.

Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες και μελέτες η Ροτόντα ιδρύθηκε μεταξύ 317-326 ως μαυσωλείο (memorial house) του Μεγάλου Κωνσταντίνου κι αποτελεί ένα εντυπωσιακό περίκεντρο θολοσκεπές μνημείο. Μεταξύ του β΄μισού του 4ου αιώνα και ώς τις αρχές του 6ου αιώνα μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό, με την προσθήκη του ιερού βήματος, την ανοικοδόμηση του πρόπυλου και τη διακόσμηση με τοιχογραφίες και ορθομαρμάρωση. Στη μεσοβυζαντινή περίοδο λειτουργούσε ως ναός των Αγίων Ασωμάτων και την περίοδο 1524/5-1590/1 ως μητροπολιτικός ναός των Αγίων Αγγέλων.

Το 1590/1 με εντολή του Σουλεϊμάν Χορτατζί Εφέντη μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος και προστέθηκε ο μιναρές εξωτερικά και λειτουργικός εξοπλισμός εσωτερικά.

Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, αναμορφώθηκε και λειτούργησε ως ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου και το 1917 μετατράπηκε σε Μακεδονικό Μουσείο.

Σήμερα είναι ένα μνημείο που συστήνει τη Θεσσαλονίκη στα πέρατα της Οικουμένης, είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά τοπόσημα της πόλης και είναι ενταγμένο στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.