Skip to main content

Σε οικονομικό «βαλκανικό σταυροδρόμι» ξανά η Θεσσαλονίκη

Τα ακίνητα, ο τουρισμός, ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας προσφέρουν δυνατότητες που ίσως μόνο η Ελλάδα στην ΕΕ μπορεί να αξιοποιήσει.

Το χθεσινό Επιχειρηματικό Φόρουμ Ελλάδας – Σερβίας, που πραγματοποιήθηκε με απόλυτη επιτυχία στο «Μακεδονία Παλλάς» άφησε αισθήματα ικανοποίησης τόσο στους διοργανωτές (γραφείο ΟΕΥ ελληνικής πρεσβείας στο Βελιγράδι, Enterprise Greece, Ελληνοσερβικό Επιμελητήριο), όσο και στις επιχειρήσεις που συμμετείχαν, ενώ χαμογελαστοί ήταν και οι πολιτικοί (Κατρούγκαλος, Φάμελλος, Πιτσιόρλας) που χαιρέτησαν.

Ήταν μια εκδήλωση, που αν και αφορούσε το παρόν και το μέλλον, θύμισε ορισμένες από τις καλές –τουλάχιστον ελπιδοφόρες- στιγμές στη δεκαετία του 2000, όταν τα Βαλκάνια άφηναν πίσω τους τον αιματηρό εμφύλιο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στον οποίο ενεπλάκησαν όλες σχεδόν οι νέες χώρες της περιοχής, και κοιτούσαν την οικονομική τους ανάπτυξη με όρους ελεύθερης αγοράς. Ταυτόχρονα η Ελλάδα, η πιο προηγμένη χώρα της περιοχής, επιθυμούσε να ηγηθεί των εξελίξεων, κάτι που μπορούσε και είχε τις δυνατότητες να κάνει, αλλά τελικώς δεν συνέβη. Η χώρα άφησε να περάσει από μπροστά της το «βαλκανικό τρένο» -κάτι που στοίχισε πολύ στη Θεσσαλονίκη-, το οποίο εν συνεχεία ξέχασε τελείως βυθισμένη στην διαχείριση των δικών της φαντασμάτων -της κρίσης, της ύφεσης, της χρεοκοπίας.   

Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ήδη τέσσερις βαλκανικές χώρες είναι πλήρη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρία, Ρουμανία, Κροατία, Σλοβενία), έστω κι αν οι δύο τελευταίες απορρίπτουν από την ταυτότητα τους τα βαλκανικά χαρακτηριστικά, ενώ τα δυτικά Βαλκάνια αναζητούν υποστήριξη όχι προς νότον, αλλά προς βορράν, στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, την Αυστρία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Άλλωστε πολιτικοί και επιχειρηματικοί παράγοντες αυτών των χωρών ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι την ελληνική επέκταση στην περιοχή, μόνο που λόγω αργών αντανακλαστικών και παραδοσιακής δυσπιστίας των βαλκάνιων προς τους υπερόπτες Κεντροευρωπαίους δεν μπόρεσαν τότε –κυρίως στη δεκαετία του 2000- να την ανταγωνιστούν ή να την ανακόψουν. Όταν τους δόθηκε η ευκαιρία –στα χρόνια της ελληνικής κρίσης- το έκαναν αν και λιγότερο πρόθυμα, αφού οι οικονομικές εξελίξεις στις συγκεκριμένες χώρες την τελευταία δεκαετία ήταν μάλλον αναιμικές, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις καταγράφηκε οπισθοδρόμηση.

Το «Εδώ είναι βαλκάνια / δεν είναι παίξε – γέλασε» δεν προέκυψε τυχαία στο μυαλό του τροβαδούρου, αφού ακόμη παρακολουθούμε συζητήσεις για προβλήματα που έχουν το σπέρμα τους στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ακόμη και στα χρόνια της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εύστοχα σχολίασε κάποιος πρόσφατα ότι ενώ με την επανένωση της Γερμανίας και την ενδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε οριστικά, οι εξελίξεις στην Τουρκία του Ερντογάν - σουλτάνου, αλλά και η κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια (Αλβανία, Σκόπια, Κόσοβο, Σερβία) δείχνει ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, που ξέσπασε στο Σαράγιεβο έχει αφήσει πίσω του εκκρεμότητες.

Για την Ελλάδα η οικονομική –εμπορική, επιχειρηματική, επενδυτική- συνάφεια με τα Βαλκάνια είναι αναπόφευκτη. Η γεωγραφική εγγύτητα, τα ιστορικά δεδομένα και ορισμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά οδηγούν τα βήματα των ανθρώπων. Τα τελευταία χρόνια η κρίση και η ύφεση είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η εσωστρέφεια στην Ελλάδα, ενώ αντίστοιχα φαινόμενα υπήρξαν και στη… γειτονιά μας. Τώρα τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν και το ζητούμενο από εδώ και πέρα είναι αν αυτή η δεδομένη σχέση θα προχωρήσει δημιουργικά ή θα βαλτώσει και πάλι στη μιζέρια. Μοιραία ο κλήρος πέφτει και πάλι στην Ελλάδα για να πάρει τις πρωτοβουλίες.

Η χώρα παραμένει η ισχυρότερη και μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της περιοχής και καλείται να σχεδιάσει κινήσεις χωρίς τους μεγαλοϊδεατισμούς  του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά με βάση τη μεγιστοποίηση των ωφελειών. Η απομάκρυνση των ελληνικών τραπεζών από τις βαλκανικές αγορές, που επιβλήθηκε από την τρόικα, συνιστά στρατηγικό κτύπημα για την ελληνική επιχειρηματικότητα στην περιοχή, αλλά υπάρχουν ακόμη δυνατότητες. Φάνηκε αυτό στο Ελληνοσερβικό Φόρουμ. Τα ακίνητα, ο τουρισμός, ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας προσφέρουν δυνατότητες, που η Ελλάδα –ίσως μόνο η Ελλάδα από τις χώρες της ΕΕ- μπορεί να αξιοποιήσει. Ένα εκατομμύριο Σέρβοι επιλέγουν για τις διακοπές τους την Β. Ελλάδα.

Η περιοχή της Βοϊβοντίνας με ίση καλλιεργούμενη έκταση με την Ολλανδία εξάγει προϊόντα αξίας τριών δισ. ευρώ, έναντι των αντίστοιχων εξαγωγών 65 δισ. ευρώ από τη Χώρα της Τουλίπας. Ο αριθμός των αστικών ακινήτων στην Ελλάδα που αγοράζουν Βαλκάνιοι πολίτες αυξάνεται και το ενδιαφέρον πολλαπλασιάζεται. Όλα αυτά –και πολλά περισσότερα- κάτι σημαίνουν. Αρκεί κάποιος σοβαρός της πολιτικής –στην Ελλάδα η πολιτική παίζει ακόμη σημαντικό ρόλο, ιδιαίτερα σε σχέση με τη θέση της χώρας έναντι τρίτων χωρών- να τα μελετήσει στρατηγικά και να κάνει τις κατάλληλες κινήσεις. Όχι όπως στη δεκαετία του 2000, όταν –για παράδειγμα- οι πολιτικοί δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν η οικονομική διπλωματία θα ανήκει στο υπουργείο Οικονομικών ή στο υπουργείο Ανάπτυξης ή –δεύτερο παράδειγμα- η «αμαρτωλή» Ολυμπιακή Αεροπορία επέλεγε να μπαίνει μέσα από δεκάδες άλλα δρομολόγια, αλλά όχι από αυτά ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τις βαλκανικές πρωτεύουσες, τα οποία δεν προγραμμάτισε ποτέ.  

Για τη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα η βελτίωση των οικονομικών σχέσεων της χώρας μας με τα Βαλκάνια είναι σημαντική. Ίσως όχι καθοριστική για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις της περιοχής, οι οποίες έχουν απλώσει τα φτερά τους σε κάθε γωνιά του πλανήτη, αλλά σίγουρα αποφασιστικής σημασίας για τον τουρισμό. Αλλά και για τις παραγωγικές επενδύσεις, οι οποίες παραμένουν στην Ελλάδα «σταυρόλεξο για πολύ δυνατούς λύτες» κι ας υποστήριξαν χθες οι υπουργοί που μίλησαν στο Φόρουμ ότι το σύστημα αδειοδοτήσεων έχει απλοποιηθεί. «Στα λόγια» απαντούν οι μάχιμοι της αγοράς, οι οποίοι ζουν στο πετσί τους την κατάσταση, δεν έχουν λόγο να πουν ψέματα και γι’ αυτό δεν τους αμφισβητεί ευθέως κανείς.