Skip to main content

Σεζάρια Εβόρα-Άκης Πάνου πίνουν μαζί κονιάκ και μπύρα στη Θεσσαλονίκη

Ο Άκης Πάνου και η Σεζάρια Εβόρα ανήκουν σε εκείνη την κατηγορία των μουσικών που πρώτα ζουν και μετά εκφράζονται. Ποιητικές οι ιστορίες τους.

Ο Άκης Πάνου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1933. Δεν πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, αλλά από νωρίς αγάπησε το ρεμπέτικο κι έγραψε γύρω στα 200 τραγούδια –στίχους και μουσική. Ο κόσμος του, τόσο ο ποιητικός, όσο και ο μουσικός, είναι διακριτοί. Τα τραγούδια του έχουν ταυτότητα και πατρότητα. Κύριο χαρακτηριστικό τους η απουσία της μιζέριας, που στα χρόνια του 1950 και του 1960, αποτελούσε μόνιμο μοτίβο στα λαϊκά τραγούδια. Ο Άκης Πάνου στα τραγούδια του μάχεται τη φτώχεια και την ανέχεια, δεν τις καθαγιάζει, ούτε υποκύπτει στη… μοίρα. Όπως, επίσης, υποκλίνεται και αποθεώνει τους –λεγόμενους- παράνομους και απελπισμένους έρωτες. Ούτε τους αποφεύγει, ούτε του ηρωοποιεί, ούτε –πολύ περισσότερο- τους καταδικάζει. Στην ουσία υπογραμμίζει το θάρρος των ανθρώπων που ακολουθούν την καρδιά τους ακόμη και πέρα από τις γραμμές των κοινωνικών συμβάσεων, που στα χρόνια που έγραφε ήταν πολύ έντονες. Η αυθεντικότητα του και το ταλέντο που ο ίδιος είχε να γράφει, τα διατηρούν το έργο του στην επικαιρότητα. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο πολύτιμα ακούγονται τα κομμάτια του, κάτι που συμβαίνει με λίγους δημιουργούς, τους καλύτερους και σημαντικότερους.

Η Σεζάρια Εβόρα είδε το φως του ήλιου στο Πράσινο Ακρωτήρι, ένα νησιωτικό σύμπλεγμα στα ανοιχτά της Σενεγάλης, τον καυτό Αύγουστο του 1941. Πέρασε δύσκολα παιδικά και εξίσου δύσκολα νεανικά χρόνια. Ζούσε με τη μητέρα και δύο αδελφές της σε ένα ερείπιο. Αν δεν πείνασαν το οφείλουν μόνο στο ότι εκείνη τραγουδούσε σε διάφορα μπαρ του Σάο Βισέντε στα οποία σύχναζαν ναυτικοί, για λίγα εσκούδο ή ένα ποτήρι γκρονγ, όπως λέγεται ένα τοπικό ποτό. Για δέκα «μαύρα χρόνια» εγκατέλειψε το τραγούδι, τόσο εξαιτίας της πολιτικής αναταραχής που ακολούθησε στη χώρα της μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας από την Πορτογαλία το 1975, όσο και –κυρίως- λόγω της προσωπικής της μάχης με τον αλκοολισμό. Επανήλθε το 1985 και έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο ως η «ξυπόλητη ντίβα», προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν ήταν ήδη 47 ετών. Μια ιέρεια που ερμήνευε τα μόρνα, τραγούδια που κατατάσσονται δίπλα στα Φάντο της Πορτογαλίας, τα μπλουζ των αφροαμερικανών και τα ρεμπέτικα της Ελλάδας.  

Ο Άκης Πάνου και η Σεζάρια Εβόρα ανήκουν σε εκείνη την κατηγορία των μουσικών που πρώτα ζουν και μετά εκφράζονται. Γι’ αυτό οι ιστορίες τους, είτε πρόκειται για διαδρομές ανθρώπων, είτε για διακυμάνσεις αισθημάτων είναι απόλυτες και ταυτόχρονα εκκρεμείς. Δηλαδή ποιητικές. Μπορεί ο ένας να είναι συνθέτης και στιχουργός και η άλλη τραγουδίστρια, αλλά λόγω των διαφορετικών συστημάτων αξίας στους μουσικούς κόσμους που έζησαν η σύγκριση είναι ευθέως ανάλογη. Επιπλέον, τους ενώνει και κάτι ακόμη: Και οι δύο έχουν συνδεθεί με τραγούδια μοναδικά στον κόσμο, τόσο ως προς τη στιγμή που περιγράφουν, όσο και ως προς τα αισθήματα που εμπεριέχουν και μεταφέρουν. Δύο τραγούδια γνωστά, ικανά να τους κρατήσουν στην επιφάνεια της ιστορίας, ακόμη κι αν δεν είχαν κάνει τίποτε άλλο στη μουσική. Δύο κομμάτια που αναφέρονται με νοσταλγία και σπαραγμό σε μια μελλοντική στιγμή, που ακόμη δεν έχει έρθει, αλλά μπορεί κανείς να τα προδιαγράψει. Κάτι εξ’ ορισμού υπερβατικό. Βρίσκομαι στο σήμερα και συνειδητοποιώ πως θα αισθάνομαι μεθαύριο για κάτι που θα συμβεί αύριο!

Δεν κλαίω για τώρα

«Δεν κλαίω που φεύγεις /
δεν κλαίω για τώρα /
δεν κλαίω την ώρα /
του αποχωρισμού. /
Κλαίω την ώρα του γυρισμού /
με τα σημάδια του σπαραγμού. /
Κλαίω για την ώρα που δεν θάχω πια  /
ψυχή να σου πω σ’ αγαπώ».

Το 1969 ο Άκης Πάνου ήταν 36 ετών και καθιερωμένος δημιουργός μεγάλων επιτυχιών στο λαϊκό τραγούδι. Ποιο ξέρει, λοιπόν, με ποια αφορμή έκανε εκείνη ακριβώς τη στιγμή την υπέρβαση; Ίσως ούτε ο ίδιος, αφού χρόνια μετά δεν είχε καν συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να έγραψε ένα τραγούδι τόσο μοναδικό. Τα λόγια πρώτα, η μουσική μετά –στην οποία ο δημιουργός δεν έδινε ποτέ την αξία που είχε, αφού πίστευε ότι τραγούδι είναι τα λόγια, οι έννοιες, τα νοήματα. Και μια μοναδική ερμηνεύτρια, η Βίκυ Μοσχολιού, σ’ ένα τραγούδι που είναι κάτι πολύ περισσότερο από ερωτικό ή τραγούδι χωρισμού και αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα επειδή το τραγουδάει μια γυναίκα. Διότι μπορεί ο Άκης Πάνου να έλεγε πάντα και παντού πως όλα του τα τραγούδια τα έγραφε για τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη, αλλά η αλήθεια είναι πως σε πολλές περιπτώσεις ως δημιουργός κατάφερνε να διεισδύσει στη γυναικεία ψυχή. Επομένως χρειαζόταν μια γυναικεία φωνή. Ενδεχομένως βαριά και δωρική, αλλά πάντως γυναικεία.

Sodade

«Ποιος θα σου δείξει /
το μακρύ ταξίδι; /
Το ταξίδι ως το Σάο Τομέ./
Νοσταλγία, νοσταλγία, νοσταλγία /
για τον τόπο μου /
το Σαν Νικολάου. /
Αν μου γράψεις /
θα σου γράψω πίσω. /
Αν με ξεχάσεις /
θα σε ξεχάσω. /
Μέχρι την ημέρα /
που θα γυρίσεις.»

Αυτοί είναι οι στίχοι του περίφημου «Sodade», του πιο γνωστού τραγουδιού της Σεζάρια Εβόρα, που τραγουδούσε πάντα ξυπόλητη. Για την ακρίβεια πρόκειται για το κομμάτι που έκανε γνωστό το όνομα της στα πέρατα της Γης και εξακολουθεί να το διατηρεί μέχρι σήμερα στην επικαιρότητα. Χαρακτηριστικό μόρνα της μελαγχολίας, της μετάνοιας, της νοσταλγίας, της λύπης. Η λέξη «sodade» μπορεί να μεταφράζεται «νοσταλγία», αλλά επί της ουσίας σημαίνει κάτι εξαιρετικά πολύπλοκο. Είναι η λυπημένη, μελαγχολική νοσταλγία του μέλλοντος, που εμπεριέχει επίσης πόθο και μετάνοια. Είναι αυτό που νιώθουν οι μετανάστες. Είναι η ερώτηση που επαναλαμβάνουν αιώνες τώρα οι ναυτικοί: Ποιος σας έδειξε το μακρινό μονοπάτι; Πολύπλοκες καταστάσεις. Όπως ακριβώς πολύπλοκοι είναι οι άνθρωποι που ακροβατούν ανάμεσα στο μυαλό και τα συναισθήματά τους και χάνονται στην ασάφεια, που –τουλάχιστον- αφήνει ανοιχτή την προοπτική. Ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα. Ανάμεσα στη χαρά και τη στεναχώρια. Που προσπαθούν με να απαντήσουν στα ερωτήματα του ανικανοποίητου. Που αγωνιούν να δώσουν σχήμα στη σιωπή. Να αποκωδικοποιήσουν ένα βλέμμα. Η Σεζάρια, λοιπόν, με το «Sodade» κατάφερε να μεγεθύνει την εικόνα μπροστά στα μάτια μας και ως εκ τούτου να την απενοχοποιήσει, να την ελαφρύνει και να μας χαλαρώσει. Η μοίρα –έτσι κι αλλιώς- είναι κοινή.



ΥΓ. Το ταξί, με τις πινακίδες και τα χρώματα της Ξάνθης, σταμάτησε μπροστά στην πόρτα της αυλής της ταβέρνας «Πλοίο της αγάπης» στη Θεσσαλονίκη, σχεδόν απέναντι από το Ποσειδώνιο και το Μέγαρο Μουσικής. Ήταν περίπου 4 η ώρα, ένα φθινοπωρινό απόγευμα. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε και βγήκε ένα αδύνατος, λιπόσαρκος άνδρας, με λίγα μαλλιά, αλλά και κοτσίδα, που φορούσε ένα κοντομάνικο άσπρο μπλουζάκι και μπλε ζακέτα. Ο Σάββας, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, έτρεξε να τον αγκαλιάσει και να τον προϋπαντήσει:

«Άκη μου καλώς ήρθες, είχατε καλό δρόμο;». Εκείνος χαμογέλασε κι έγνεψε καταφατικά. Μπήκε στην ταβέρνα και κατευθύνθηκε σε ένα ακριανό τραπέζι, όπου ήδη καθόταν μια σχετικώς εύσωμη μαύρη γυναίκα. Φορούσε πολύχρωμη κελεμπία, ήταν ξυπόλητη, μπροστά της υπήρχε ένα πιάτο αρνίσια παϊδάκια και μια σαλάτα και στο χέρι της κρατούσε ένα ποτήρι κονιάκ ΜΕΤΑΧΑ, σ’ έναν πραγματικά παράξενο για τα ελληνικά γούστα συνδυασμό. Της άπλωσε το χέρι και συστήθηκε επίσημα: «Άκης Πάνου».

Εκείνη ανταπέδωσε με έντονο βλέμμα και βραχνή φωνή: «Σεζάρια Εβόρα, καθίστε». Τότε ένας σερβιτόρος έσπευσε να τον ρωτήσει: «Κύριε Άκη τι να σας φέρω; Τη γνωστή σούπα και τη γνωστή μπύρα;». Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Πριν προλάβει να κάνει άλλη σκέψη ήταν ήδη σερβιρισμένος. Έφαγαν και οι δύο αργά κι αμίλητα. Ένα τέταρτο αργότερα ο Άκης Πάνου την κοίταξε στα μάτια και της είπε: «Ξέρετε, αγαπητή μου, το Sodade με ξεπερνάει. Το ακούω, διαβάζω τα λόγια, προσπαθώ να μεταφράσω το αίσθημα που φέρει η μελωδία και διαπιστώνω ότι προχωρούν τόσο βαθιά στα συναισθήματα και στο μυαλό μου, που δακρύζω. Σας ευχαριστώ γι’ αυτό. Μπορείτε να με βοηθήσετε;». Εκείνη χαμογέλασε μελαγχολικά. Άπλωσε το χέρι της και ακούμπησε το δικό του, σε μια χειρονομία συντροφική και ουδόλως ερωτική. «Αφεθείτε. Μην ταλαιπωρείστε. Θα γίνει, μάλλον. Η αλήθεια είναι πάντα σκληρή και δύσκολη. Πριν από χρόνια ένας Έλληνας φίλος μου στη Γαλλία έφερε το τραγούδι σας <Δεν κλαίω για τώρα>. Μου διάβασε τους στίχους. Ένιωσα τη φωνή. Μετά από καιρό έκλαψα πάλι». Ακολούθησε σιωπή, όπως διαβεβαιώνει ο σερβιτόρος που ήταν κοντά μήπως χρειαστούν κάτι και τα άκουσε όλα.

Μέχρι που ο Άκης Πάνου με ένα από εκείνα τα αποφασιστικά του νεύματα τον απομάκρυνε. Στο μαγαζί του Σάββα ένιωθε σαν το σπίτι του. Έσκυψε, της χάιδεψε το χέρι που ήταν πάνω στο τραπέζι και άρχισαν να συζητούν ψιθυριστά και να καπνίζουν. Πέρασαν δύο ώρες. Όταν σηκώθηκαν ήταν εξαντλημένοι, αλλά εμφανώς χαλαρωμένοι. Ένα ταξί, μπλε με άσπρη οροφή, μετέφερε την «ξυπόλητη ντίβα» στο ξενοδοχείο της, στην περιοχή της πλατείας Βαρδαρίου. Ήταν η δεύτερη επίσκεψη της στην Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη. Το βράδυ τραγουδούσε στο «Μύλο» και η συναυλία ήταν sold out. Όσο για τον Άκη Πάνου, κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, όπου υπήρχε ένα μικρό κατάλυμα.  Έγνεψε στο Σάββα «θα τα πούμε μετά». Ήθελε να ξεκουραστεί. Να σκεφτεί όσα συζήτησαν. Ίσως κι ένα καινούριο τραγούδι…