Skip to main content

Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας: Ποια είναι επιτέλους αυτή η άγνωστη;

Οι θεωρίες εξάρτησης, που κατά καιρούς υποστηρίχθηκαν, δεν κατάφεραν να οριοθετήσουν επακριβώς την έννοια της εξαρτημένης εργασίας.

του Σταύρου Κουμεντάκη*

Το Εργατικό Δίκαιο φέρεται να διέπεται από την αρχή (κατά το γνωστό άσμα ή/και video game) «όλα ή τίποτα»: μια σύμβαση υπάγεται ή δεν υπάγεται στις διατάξεις και προστασία του Εργατικού Δικαίου. Ενδιάμεσες καταστάσεις δεν υπάρχουν. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι ούτε απλά ούτε διαυγή. Τα όρια δυσδιάκριτα. Δικαίως, λοιπόν, θα αναφωνούσαμε (όσον αφορά τη Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας): Ποια επιτέλους αυτή η άγνωστη;

Και όσον αφορά το επιχειρηματικό επίπεδο: Πόσο σημαντικό είναι να είμαστε σε θέση να επιλέξουμε την ορθή μορφή σύμβασης κάθε που συνάπτουμε ή επαναπροσεγγίζουμε μια συνεργασία; Πόσους κινδύνους, άραγε, θα αποφύγουμε;

Το συγκεκριμένο θέμα δεν αφορά, αποκλειστικά, τους θεωρητικούς του (εργατικού) δικαίου. Ουδεκάν τους εξ ημών δικηγόρους...

Προϋπόθεση εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας... η παροχή εξαρτημένης εργασίας.

Η έννοια της εξάρτησης αναδεικνύεται ως κομβικής σημασίας. Ο νομοθέτης, εντούτοις, δεν επέλεξε να προβεί στον προσδιορισμό της: Ορισμός της εξάρτησης ή/και της εξαρτημένης εργασίας δεν υφίσταται.

Για την αναπλήρωση του συγκεκριμένου κενού, το λόγο ανέλαβαν η θεωρία και η νομολογία υιοθετώντας διάφορες θεωρίες εξάρτησης. Κατά πάγια νομολογία «…σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ...ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας...».

Οι θεωρίες εξάρτησης που κατά καιρούς υποστηρίχθηκαν, δεν κατάφεραν να οριοθετήσουν, επακριβώς, την έννοια της εξαρτημένης εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό αναζητούνται, ήδη, πρόσθετες ενδείξεις εξάρτησης.

Ταυτόχρονα, κάποιες από τις ενδείξεις έχουν χαρακτηριστεί αδιάφορες.

Η εξέλιξη της τεχνολογίας είναι ραγδαία. Οι δυνατότητες που ανοίγονται, χωρίς όρια. Οι ανάγκες που διαμορφώνονται πρωτόφαντες. Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης κερδίζουν, ολοένα και περισσότερο, έδαφος. Ιδίως με αφορμή την σε εξέλιξη ακόμα διεθνή και εθνική οικονομική κρίση και, εξαιτίας της πανδημίας Covid-19. Τα δεδομένα αυτά περιπλέκουν, ακόμα περισσότερο, τα πράγματα.

Η ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο λύση αποτελεί «λύση»;

Μερίδα της νομολογίας υποστηρίζει πως σε περιπτώσεις αμφιβολίας πρέπει να εφαρμόζεται η ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο λύση. Ενδεικτικά: «Σε περίπτωση αμφιβολίας πρέπει να δίνεται από το δικαστήριο η ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο λύση, όπως επιβάλλουν οι αρχές του Εργατικού Δικαίου και με την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 2 του Ν. 1846/51, κατά το οποίο επί δυσχερούς διάκρισης του χαρακτήρα της εξαρτημένης ή μη εργασίας κάποιου προσώπου, τούτο θεωρείται ως υπαγόμενο στην ασφάλιση, δηλαδή ότι παρέχει εξαρτημένη εργασία».

Ας απομακρυνθούμε από τις θεωρίες και τα «ψιλά γράμματα»: περί του (άμεσα) πρακτέου...

Τι σημαίνουν, όμως, για την επιχείρηση όλα τούτα τα (δυστυχώς) «ψιλά γράμματα»;

Ποιες θα πρέπει να είναι οι επιλογές της επιχείρησης και ποιες του νομικού της παραστάτη;

Με περίσσεια προσοχή θα πρέπει, κάθε φορά, να αξιολογούμε το νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο θα (επιλέξουμε να) υπάγουμε μια σύμβαση.

Ακόμα περισσότερο προσεκτικοί θα πρέπει να είμαστε όσον αφορά την αποτύπωση των κρίσιμων στοιχείων που εννοιολογικά διαφοροποιούν μια σύμβαση (λ.χ. ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου) από την εξαρτημένης εργασίας.

Ο επιχειρηματικός κίνδυνος επιβάλλεται να απομειωθεί.

Ο νομικός κίνδυνος, ει δυνατόν, να εξαλειφθεί.


*Σταύρος Κουμεντάκης
Managing Partner
Koumentakis and Associates Law Firm


Σημ.: Το παρόν άρθρο σε πλήρη μορφή