Skip to main content

Single και σύντομα μαμά μετά από εξωσωματική: Η πρόξενος Ελίζαμπεθ Λι εξομολογείται

Η πρόξενος των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη μιλά για πρώτη φορά για το μωρό που περιμένει και σπάει όλα τα ταμπού για την επιλογή μίας γυναίκας στη μητρότητα.

της Ελίζαμπεθ Λι*

Καθώς ο προβολέας πάνω από το κεφάλι μου στο χειρουργείο έμοιαζε να ανοίγει μια τρύπα στο σώμα μου, αναρωτήθηκα σε τι είχα μπλέξει. Ήταν η δεύτερη φορά που περνούσα από τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης, αλλά ήταν εξίσου ξένη με την πρώτη φορά. Οι γάμπες μου ήταν δεμένες στις βάσεις από δερματίνη και στο αριστερό μου χέρι είχε τοποθετηθεί ένας μεγάλος ορός. Καθώς οι νοσοκόμες, ο γιατρός μου και ο αναισθησιολόγος έπαιρναν τις θέσεις τους για την πολύ σύντομη διαδικασία που θα ακολουθούσε, άκουγα τους παλμούς μου να ανεβαίνουν στην οθόνη. Δεν είχα φάει ή πιει τίποτα από το προηγούμενο βράδυ, όπως μου είχε δοθεί εντολή, και το στόμα μου ήταν στεγνό, όπως και το δέρμα μου. Καθώς οι χορογραφημένες κινήσεις γύρω μου συνεχίζονταν, δεν ξέρω γιατί αλλά επέμεινα να μου μιλούν στα Ελληνικά, αν και η χειρουργική επέμβαση μάλλον δεν είναι η καλύτερη στιγμή για να βελτιώσει κανείς τις γλωσσικές του ικανότητες. Κάποιες ασύνδετες λέξεις έβγαιναν από το στόμα μου λίγο πριν πέσω σε έναν ανήσυχο ύπνο, νανουρισμένη από τις χημικές νότες της αναισθησίας.

Δεν ήταν στα σχέδιά μου να επιχειρήσω να μείνω έγκυος σε ηλικία 42 ετών, μόνη, στη δίνη μιας θανατηφόρας πανδημίας και σε μια ξένη χώρα. Κανένα από αυτά τα πράγματα, αν τα πάρουμε ως μεμονωμένους παράγοντες, δεν ήταν μέρος τού πώς φανταζόμουν τη ζωή μου. Κι όμως, η ζωή συνέχισε να θέτει δύο ερωτήματα, τα οποία άφηνα αναπάντητα:

(1) Ήθελα να αποκτήσω παιδί χωρίς να είμαι σε σοβαρή σχέση ή παντρεμένη;
(2) Θα μπορούσα να αποκτήσω παιδί στα 42 μου;

Οι απαντήσεις ήταν ναι και στα δύο.

Αυτές ήταν οι θεμελιώδεις απαντήσεις, για τις οποίες θα μπορούσα να ανακαλύψω περισσότερες πληροφορίες μόνο με βιωματική εμπειρία. Όταν ήμουν μια νεαρή γυναίκα στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας της ζωής της, είχα υποθέσει ότι στα σαράντα μου θα είχα μια επιτυχημένη καριέρα, θα ήμουν σε μια ικανοποιητική σχέση και θα είχα ήδη παιδιά και ότι ένα πλέγμα απρόσκοπτων επιλογών θα είχε λάβει χώρα χωρίς να έχω αποφασίσει πραγματικά συνειδητά τίποτα – στον αυτόματο πιλότο. Τα σαράντα έμοιαζαν να είναι πάρα πολύ μακριά.

Δεν είμαι σίγουρη πώς το υπέθεσα αυτό, καθώς τίποτα από αυτά που ακολούθησαν δεν εκτυλίχτηκε με ευκολία. Αν κι έχω μια επιτυχημένη καριέρα σήμερα, η πορεία μου ήταν γεμάτη αφάνταστες προκλήσεις. Και ως λεσβία, κάποια στιγμή θα έπρεπε να πάρω συνειδητές αποφάσεις για το πότε και το πώς θα έκανα παιδιά. Ενώ με φόβιζαν οι ευθύνες - οι τρομακτικές ευθύνες – του ρόλου του γονέα, ήξερα επίσης ότι ήταν ένα από τα πιο ουσιαστικά πράγματα που θα μπορούσα να σκεφτώ να κάνω σε αυτή τη ζωή. Όχι απλώς να αποκτήσω ένα παιδί, αλλά να δημιουργήσω μια δική μου οικογένεια.

Η απόφαση να ξεκινήσω ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι στη διαδικασία. Μίλησα με πολλούς φίλους, επαγγελματίες της ηλικίας μου, που είχαν περάσει ή περνούσαν την ίδια διαδικασία. Μια φίλη μου συνέστησε έναν γυναικολόγο ειδικό σε θέματα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στη Θεσσαλονίκη, τον οποίο συναντούσα για περίπου μια εβδομάδα πριν αποφασίσω να προχωρήσω με την διαδικασία. Νομίζω ότι ένας από τους λόγους που ξεκίνησα τη διαδικασία ήταν για να διατηρήσω τις επιλογές μου ανοιχτές.

Κατά τη διάρκεια των συναντήσεών μου με τον γιατρό, σχεδίαζε διαγράμματα των ωοθηκών μου με σημεία που έμοιαζαν με μικρούς πυραύλους που κινούνταν πάνω στη σελίδα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ωοθυλάκια και αγωνιστές και ανταγωνιστές και ένας ολόκληρος κόσμος αναπαραγωγικής βιολογίας στον οποίο δεν είχα δώσει ποτέ σημασία μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ή δεν είχα ποτέ ως τότε συνειδητοποιήσει ότι η ικανότητα αναπαραγωγής μειωνόταν σταδιακά.

Υπέθεσα ότι όλα θα πήγαιναν καλά επειδή ήμουν επιτέλους έτοιμη να αποκτήσω ένα μωρό. Δεν υπολόγιζα κανένα χρονικό ορίζοντα και καμία σωματική νοημοσύνη που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τη δική μου θέληση. Ωστόσο, ο φόβος, η μοναξιά της διαδικασίας, το κόστος, οι συναισθηματικές διακυμάνσεις, όλα αυτά δεν ισοδυναμούσαν με αυτό που περίμενα στο τέλος, την απαρχή δηλαδή της μητρότητας. Ο πρώτος μου κύκλος ήταν ανεπιτυχής. Κάθε μέρα μετά την ωοληψία, ο γιατρός μου έστελνε ένα σύντομο μήνυμα για να με ενημερώσει για την κατάσταση. Αν έστελνε μήνυμα που έλεγε «Μπορώ να τηλεφωνήσω;» ήξερα ότι θα είχε άσχημα νέα. Την έκτη και τελευταία ημέρα, όταν οι μικρές βλαστοκύστες θα έπρεπε να έχουν σχηματιστεί και ο μονοκύτταρος οργανισμός στην αρχή της διαδικασίας θα είχε πλέον μετατραπεί σε εκατοντάδες κύτταρα που έσφυζαν από ζωή, ο γιατρός είπε ότι θα έπρεπε να μιλήσουμε από κοντά. Όταν το είπε αυτό, ήξερα ότι κανένα από τα έμβρυα δεν τα είχε καταφέρει.

Με το που πήγα στο γραφείο του την επόμενη μέρα κάλεσε την εμβρυολόγο, η οποία ήρθε αμέσως. «Λυπάμαι», είπε. Έβγαλε έναν φάκελο και μου έδειξε μερικές τετράγωνες ασπρόμαυρες φωτογραφίες από σφαιρίδια, μεγεθυμένες χιλιάδες φορές. «Κανένα δεν τα κατάφερε». Προσπάθησα να συγκρατήσω ένα κόμπο στον λαιμό μου, αποφασισμένη να μην κλάψω μπροστά σε αυτούς τους καλοπροαίρετους, επαγγελματίες, κι ευγενικούς αγνώστους. Μου εξήγησε ότι όλα είχαν σταματήσει να μεγαλώνουν την προηγούμενη μέρα. Αφού έφυγε, ο γιατρός μου μίλησε για διάφορες επιλογές, ενώ προσπαθούσε να μου δώσει χώρο να νιώσω την απογοήτευση, την απόγνωσή μου. Αλλά δεν μπορούσα να τον ακούω καθώς μιλούσε για δωρητές ωαρίων και εμβρύων και για την διαδικασία ενός δεύτερου κύκλου και αποσύρθηκα κάπου βαθιά μέσα μου, για να μείνω μόνη μου.

Δεν μπορούσα να αρχίσω να σκέφτομαι κανένα από αυτά τα πράγματα. Όχι ακόμα. Περίμενα ότι τουλάχιστον ένα θα τα κατάφερνε- και σίγουρα δεν περίμενα αυτά τα συναισθήματα και ότι τρεις μικροσκοπικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν τόσο πόνο.

Χρειαζόμουν υποστήριξη που δεν είχα γύρω μου στη Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή. Έστειλα μηνύματα σε φίλους στις Η.Π.Α. που είχαν περάσει από παρόμοιες διαδικασίες για να τους πω τι είχε συμβεί. Σχεδόν όλοι τους μου τηλεφώνησαν ως απάντηση στο μήνυμά μου. Με άκουγαν σιωπηρά πριν μοιραστούν μαζί μου και τις δικές τους ιστορίες. Είχαν δοκιμάσει εξωσωματική γονιμοποίηση πολλαπλές φορές, παρένθετη μητρότητα, και είχαν βιώσει πρώιμες και όψιμες αποβολές και εξεπλάγην που ο καθένας και η καθεμία τους είχε μια ιστορία να μοιραστεί. Ένιωσα δέος για τη δύναμή τους και λυπήθηκα που είχαν κρατήσει τις ιστορίες τους κρυφές.

Πάντα υπέθετα ότι η απόκτηση ενός δικού μου παιδιού θα ήταν μια επιλογή. Και αν δεν ήταν; Συνειδητοποίησα ότι μπορεί να είχα χάσει την ευκαιρία μου. Έμπαινα στον πειρασμό να «κολλήσω» σε αυτό... ή μήπως θα μπορούσα να προχωρήσω στο επόμενο βήμα. Τι ήταν αυτό που ήθελα; Ήταν ένα βιολογικό παιδί ή ένα παιδί; Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να αποφασίσω - ήθελα ένα παιδί, είτε βιολογικό είτε όχι. Τηλεφώνησα στην Κορεάτισσα μητέρα μου, πάντα παραδοσιακή, η οποία πάντα τόνιζε τη σημασία της γενεαλογίας και των βιολογικών δεσμών. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, ήθελα την υποστήριξή της. Τη ρώτησα αν θα υποστήριζε την απόφασή μου να υιοθετήσω ή να αποκτήσω ένα παιδί που δεν θα είχε βιολογική συγγένεια με κανέναν από τις δύο μας. Την ενημέρωνα από την αρχή της διαδικασίας και ήξερε πόσο δύσκολη ήταν. Έκανε μια παύση για μια στιγμή πριν μιλήσει.

«Bess-ya», είπε τελικά. Ήταν το παρατσούκλι της για μένα, αυτό που χρησιμοποιούσε μόνο εκείνη.

«Bess-ya, αν μεγαλώσεις ένα παιδί με αγάπη, τότε είναι δικό σου, έτσι δεν είναι;». Άρχισα να κλαίω.

Σήμερα, είμαι τεσσάρων μηνών έγκυος με ένα αγοράκι - ένα από τα έμβρυα του δεύτερου κύκλου. Ως γυναίκα διπλωμάτης σε μια θέση με πολλές ευθύνες, δεν ήταν εύκολο να φτιάξω τις συνθήκες που θα μου επέτρεπαν να πάρω την απόφαση να κάνω τη δική μου οικογένεια, μόνη μου. Αλλά το έκανα, με την υποστήριξη της οικογένειάς μου, των φίλων μου και των προϊσταμένων μου. Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων για τους τελευταίους διότι η θεσμική υποστήριξη δεν ήταν πάντα διαθέσιμη για τις γυναίκες διπλωμάτες στο παρελθόν. Στο State Department, το Υπουργείο Εξωτερικών των Η.Π.Α., , μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι γυναίκες που παντρευόντουσαν αναγκάζονταν να παραιτηθούν, και μέχρι σχετικά πρόσφατα, οι γυναίκες υποψήφιες για τις εξετάσεις του Διπλωματικού Σώματος ρωτώνταν αν σχεδίαζαν να παντρευτούν ή να αποκτήσουν σύντομα παιδί. Το Υπουργείο Εξωτερικών έχει διανύσει μια απίστευτη απόσταση από τότε, με νέες παροχές γονικής άδειας και αλλαγή της εργασιακής κουλτούρας για ακόμη μεγαλύτερη υποστήριξη των οικογενειών. Ήταν ένα απίστευτο ταξίδι μέχρι στιγμής, γεμάτο με πολλές προκλήσεις αλλά και υπέροχες εκπλήξεις, και ένα ταξίδι που ξέρω ότι μόλις τώρα αρχίζει καθώς πλησιάζει η μητρότητα. Μοιραζόμενη αυτό το ταξίδι, προσπάθησα να είμαι όσο το δυνατόν πιο ειλικρινής, ώστε να δώσω κουράγιο σε γυναίκες που σκέφτονται να ξεκινήσουν το δικό τους. Αλλά το πιο σημαντικό -και δύσκολο- μέρος αυτού του ταξιδιού των χιλίων χιλιομέτρων ήταν το πρώτο βήμα.

*Η Ελίζαμπεθ Λι είναι η γενική πρόξενος των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη

Ακολουθεί το άρθρο της κ. Λι στη Voria.gr και στα αγγλικά:

As the florescent spotlight above my head in the operation theater seemed to bore a hole into me, I wondered what I had gotten myself into. This was my second time going through the IVF process, but it was every bit as foreign as it had been the first time. My calves were strapped into faux leather gurneys and a large drip was inserted into my left hand. As the nurses, my physician, and anesthesiologist assumed their positions for the very brief procedure that would ensue, I could hear my heart rate speed up on the monitor. I had not eaten or drunken anything since the night before, as instructed, and my mouth was dry, as was my skin. As the choreographed movements around me continued, I’m not sure why but I continued to insist on being spoken to in Greek, although surgery is probably not the best time to improve one’s spoken language skills or comprehension. I was babbling something before I fell into a troubled sleep that the chemical notes of the anesthesia lulled me into.

It had not been in my life plans to attempt pregnancy at age 42, alone, in the throes of a deadly pandemic, and in a foreign country. None of those things, taken as individual factors, had been part of how I imagined my life to be like. And yet -- life kept posing two questions, that I left unanswered:

(1) Did I want to have a child without being in a serious relationship or married?
(2) Could I still have a child at 42?

The answers were yes and yes.

These were also preliminary answers that I could only get more information about as I lived the questions out. As a young woman in my early 20s, I had assumed that I would have a successful career, be in a satisfying relationship, and already have kids by 40, and that a matrix of seamless choices would have been made without any conscious decisions – on autopilot. Forty seemed like another lifetime away.

I’m not sure how I assumed this since nothing that ensued had been easy in its unfolding. While I have a successful career today, it was challenging in ways I never imagined. And as a lesbian, at some point I would have had to make conscious choices on when and how to have children. While I was intimidated at the responsibilities - the terrifying responsibilities - of parenthood, I also knew that it was one of the most meaningful things I could think of doing in this lifetime. Not just having a child but creating a family of my own.

Deciding to begin was the hardest part. I spoke with many friends, professionals my age, who had gone through or were going through the same process. My friend recommended a fertility doctor in Thessaloniki, who I met for about a week before I decided to pull the trigger. I think part of the reason I started the process was to preserve my options.

During my meetings with the doctor, he would draw diagrams of my ovaries with what that looked like small missiles moving over the page but were actually follicles and agonists and antagonists and a whole world of reproductive biology that I had never paid attention to until that moment. Or until that moment realized that my body’s ability to reproduce was diminishing.

I assumed everything would work out because I was finally ready to have a baby. I didn’t anticipate a separate timeline or somatic intelligence that would compete with my own will. Yet the fear, the loneliness of the process, the cost, the emotional fluctuations, all of that did not amount to what I expected in the end, which were the beginnings of a child. My first round was unsuccessful. Each day following the egg retrieval, the doctor would text me briefly to give me a status update. If he texted, “Can I call?” I knew there would be bad news. The sixth and final day, when the little blastocysts should have formed, and the single cell organism at the beginning of the process now turned into hundreds of cells surging with life, the doctor said we should talk in person. When he said that, I knew that none of the embryos had made it.

As soon as I got to his office the next day, he called in the embryologist, who came in moments.  “I’m sorry,” she said. She took out a manila folder and showed me some square black and white photos of blobs, magnified thousands of times in size. “None of them made it.” My heart rose and caught as I pushed it down my throat, determined not to cry in front of these well-meaning, professional, and kind strangers. She explained that they had all stopped growing yesterday. After she left, the doctor talked me through various options, while trying to give me space to feel my disappointment, my devastation. But I couldn’t hear him as he talked about egg and embryo donors and following up with another cycle and retreated somewhere deep within myself until I could be alone.

I couldn’t begin thinking about any of these things. Not yet. I had expected that at least one would make it; I certainly had not expected these feelings, and that three tiny black and white photos could cause so much pain.

I needed support that I didn’t have around me in Thessaloniki at that time. I texted friends in the United States who had gone through similar processes to tell them what had happened. Almost all of them would call me in response to my text. They listened quietly before also sharing with me their own stories of going through IVF multiple times, surrogacy, early and late miscarriages, and I was surprised that each of these friends had a story of their own to share, awed at their strength, and saddened that many had kept their stories to themselves.

I had always assumed that having a child of my own would be an option. But what if it wasn’t? I realized that I might have missed my opportunity. I was tempted to dwell on this…or I could move on to the next step. What was it that I wanted? Was it a biological child, or a child? It didn’t take long for me to decide -- I wanted a child, whether it was related to me by blood or not. I called my Korean mother, ever the traditionalist, who had always stressed the importance of genealogy and blood ties. More than anyone else, I wanted her support. I asked her if she would support me adopting or having a child that wasn’t related to either of us. I had been updating her since beginning of the process and she knew how difficult it had been. She paused for a moment before speaking.

“Bess-ya,” she finally said.

It was her nickname for me, the one that only she used.

“Bess-ya, if you raise a child with love, then it’s yours, isn’t it?”

I started crying.

Today, I am four months pregnant with a baby boy -- one of the embryos from the second round. As a female diplomat in a position with many responsibilities, it was not easy to intentionally carve out the space to make the decision to have my own family, alone. But I did, with the support of my family, friends, and my supervisors. I’m especially grateful for the latter, because institutional support was not always the case for women diplomats in the past. In the State Department, until the mid-1970s, women who were married were forced to resign, and until relatively recently, women candidates for the Foreign Service Exam were asked whether they planned on getting married or having a child soon. The Department has traversed an incredible distance since that time, with new parental leave benefits and a changing work culture to even better support families. It’s been an incredible journey so far, laden with many challenges but also wonderful surprises, and a journey that I know is just beginning as motherhood approaches. I’ve tried to be as honest as possible in sharing it, in that it may give courage to women who are considering in embarking on their own. But the most important – and difficult – part of this thousand-mile journey was the first step.