Skip to main content

Σκοπιανό και νέος απεργιακός νόμος: Η ουσία πέρα από την... παραμυθία

Δύο άνισα θέματα, τα οποία όμως έχουν αναλογίες οι οποίες οφείλονται στο ότι συνδέονται με τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.

Αν στη ζωή και στο ποδόσφαιρο τα απλά πράγματα είναι τα πιο δύσκολα, διότι η απλότητα προϋποθέτει αφενός την κατανόηση της πολυπλοκότητας και αφετέρου καλή τεχνική κατάρτιση, δηλαδή μεγάλη προσπάθεια και πολύ προπόνηση, τότε είναι απόλυτα δικαιολογημένες οι συζητήσεις που γίνονται αυτές τις μέρες στην Ελλάδα για το Σκοπιανό και τον νέο απεργιακό νόμο. Δύο άνισα θέματα, τα οποία όμως έχουν αναλογίες, που οφείλονται στο ότι συνδέονται με τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, αλλά και την ανομολόγητη πεποίθηση όλων των εμπλεκομένων ότι στον πυρήνα των δύο αυτών ζητημάτων –δηλαδή στην καθημερινότητά τους-, σχεδόν τίποτε δεν θα αλλάξει, όποια κι αν είναι η κατάληξη των συζητήσεων.

Οπότε ο καθείς που αισθάνεται εμπλεκόμενος μπορεί να κάνει χωρίς άγχος το παιχνίδι του, αφού συνέπειες δεν υπάρχουν. Ούτε η καταστροφή θα επέλθει, ούτε θρίαμβος θα επιτευχθεί. Ίσως μόνοι οι τύποι να αλλάξουν, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Ακόμη κι αν οι τύποι κάποια στιγμή αποκτήσουν νόημα, αυτό θα συμβεί στο απώτερο μέλλον, προοπτική απολύτως καθησυχαστική στην Ελλάδα. Για μια ακόμη φορά καθίσταται απολύτως επίκαιρο ένα ρεφρενάκι που αν και γραμμένο στα ανέμελα χρόνια αντέχει απολύτως στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης: «Αν λέγαμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους / θα γέμιζε φαντάσματα το νόημα τους».

Κατ’ αρχήν οι απεργίες που προκηρύσσουν τα πρωτοβάθμια σωματεία και για τις οποίες από την επόμενη Δευτέρα και μετά –εάν ψηφιστεί ως έχει το περίφημο πολυνομοσχέδιο- θα χρειάζεται η πραγματική πλειοψηφία των μελών τους, είναι εξαιρετικά περιορισμένες και… ειδικού τύπου. Τα παραδείγματα στη Θεσσαλονίκη των τελευταίων χρόνων είναι συγκεκριμένα.

Οι κινητοποιήσεις εργαζομένων σε επιχειρήσεις με οφθαλμοφανή προβλήματα και λίγο πολύ μοιραία κατάληξη –επί παραδείγματι οι καθημερινές εφημερίδες της πόλης και τα σούπερ μάρκετ «Καρυπίδης»- ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι κινητοποιήσεις λειτουργούσαν ενισχυτικά σε διεκδικήσεις από το Δημόσιο, όπως συνέβαινε τους τελευταίους μήνες του ιδιωτικού ΟΑΣΘ, παλαιότερα στην ΕΥΑΘ και συμβαίνει σήμερα στην ΕΛΒΟ. Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις η συμμετοχή κατά 100% των εργαζομένων στην κινητοποίηση νομιμοποιούσε την απεργία. Αυτό θα συμβαίνει και με το νέο νόμο – το πολύ πολύ οι υπογραφές να συλλέγονται δια περιφοράς! Άλλωστε ποιος και με ποιο τρόπο την ώρα μιας κινητοποίησης θα έχει τη δυνατότητα και τη διάθεση να επιβεβαιώσει την αυθεντικότητα ή τη νοθεία των ονομαστικών καταστάσεων; Άρα όλα θα γίνονται τυπικά. Ασφαλώς περισσότερο γραφειοκρατικά, αλλά πάντως χωρίς ουσιαστικό πρόβλημα.

Επομένως από το νέο νόμο οι τροϊκανοί δεν έχουν να κερδίσουν τίποτε και γι’ αυτό δεν επέμειναν και πολύ. Με το θέμα δεν ασχολήθηκαν καν οι συλλογικές εκφράσεις του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας. Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, που γνωρίζει καλά που βρίσκεται η ουσία και που η… παραμυθία επιδιώκει να υποδαυλίσει νέες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις με την αριστερότερη πλευρά του πολιτικού φάσματος –το ΠΑΜΕ έχει σημαντική δύναμη στα πρωτοβάθμια σωματεία. Οι νέες ισορροπίες που θα προκύψουν ενδεχομένως βελτιώνουν το προφίλ της προς αστικότερες και κεντρώες πολιτικές περιοχές. Άσε που η κυβέρνηση Τσίπρα δείχνει να υπερακοντίζει των απαιτήσεων των δανειστών, κάτι που είναι βέβαιον ότι θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει. Ή έτσι πιστεύει.

Για το Σκοπιανό η συζήτηση είναι ακόμη πιο μάταιη, κάτι που καθιστά ακόμη… ματαιότερη την προσπάθεια για «ορατή μυστική διπλωματία» σαν κι αυτή των Κοτζιά – Δημητρόφ τις προηγούμενες ημέρες. Διότι αν πράγματι οι καταστάσεις είναι τόσο σοβαρές που υπάρχει αδήριτη ανάγκη για μυστικές συνομιλίες το «Μακεδονία Παλάς» -και η Θεσσαλονίκη γενικότερα- δεν είναι ο κατάλληλος τόπος. Αρκεί να θυμηθούμε το 2001, όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου είχε συναντηθεί «κρυφά» με τον τότε Σκοπιανό πρωθυπουργό Λ. Γκεοργιέφσκι στη Θεσσαλονίκη –στην ψαροταβέρνα Μαϊάμι στην Αρετσού-, μια συνάντηση που έγινε γνωστή όταν βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη.

Επί της ουσίας του θέματος τώρα. Δε χρειάζεται καμία δημοσκόπηση ή άλλη πιστοποίηση για να καταλάβουμε όσοι ζούμε εντός των συνόρων ότι κανείς Έλληνας –ίσως να υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα- δεν αναγνωρίζει τα Σκόπια ως οποιαδήποτε Μακεδονία. Επειδή είναι βέβαιον ότι ο Μέγας Αλέξανδρος μιλούσε ελληνικά και επειδή οι Σλάβοι -σύμφωνα με την ιστορία, αλλά και τον εμβληματικό Κίρο Γκλιγκόροφ- έφτασαν στα νότια Βαλκάνια τον 6ο μ.Χ. αιώνα η πραγματικότητα είναι δεδομένη.

Εξίσου δεδομένο είναι ότι το μεγαλύτερο τμήμα του πλανήτη ακούγοντας τη λέξη αντιλαμβλάνεται το κράτος των Σκοπίων, επομένως η Ελλάδα έχει χάσει τις περισσότερες εντυπώσεις. Τίποτε δεν θα αλλάξει εάν η ΠΓΔΜ ονομαστεί Νέα, Βόρεια ή όποια άλλη Μακεδονία, εκτός ίσως από τη δυνατότητα των Σκοπίων να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, δύο οργανισμούς στους οποίους λόγω συνθηκών είναι οιονεί μέλη. Ούτε οι Έλληνες θα δεχθούν ποτέ να μοιραστούν την ιστορική κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ούτε οι Σκοπιανοί θα αποδεχθούν ότι έρχονται… δεύτεροι και καταϊδρωμένοι. Επομένως τα αλυτρωτικά αιτήματα από την πλευρά τους θα εξακολουθήσουν να διατυπώνονται είτε αμέσως από πολιτικά πρόσωπα, είτε εμμέσως ακόμη και από το ίδιο το επίσημο κράτος. Όσο για τους ξένους θα ξέρουν την όποια Μακεδονία χωρίς να νοιάζονται για ιστορικές λεπτομέρειες.

Από όλη αυτή την εξέλιξη η Ελλάδα δεν έχει να κερδίσει άμεσα σχεδόν τίποτα. Στο οικονομικό πεδίο όποιες ελληνικές επιχειρήσεις θέλουν να ανοιχτούν στην ΠΓΔΜ το κάνουν άνετα. Ήδη στη χώρα οι περισσότερες από 200 ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται έχουν επενδύσει περί το ένα δισ. ευρώ (καύσιμα, λιανεμπόριο, επικοινωνίες, τράπεζες, ενδύματα) και απασχολούν πάνω από 40.000 εργαζόμενους, αριθμός μεγάλος για μια χώρα με πληθυσμό λιγότερο από δύο εκατ. κατοίκους.

Στην καθημερινότητα όσοι Βορειοελλαδίτες –εσχάτως μάθαμε και για κατοίκους της πρωτεύουσας- θέλουν να παίξουν στα καζίνο της ΠΓΔΜ στα σύνορα ή να επισκεφθούν οδοντίατρο ή να φουλάρουν με βενζίνη το αυτοκίνητό τους είναι ανεμπόδιστοι. Όσοι Έλληνες τραγουδιστές μπορούν να κάνουν νυχτοκάματο στα κέντρα της περιοχής ανταποκρίνονται με ενθουσιασμό.

Όσοι Σκοπιανοί θέλουν να παραθερίσουν στη Χαλκιδική και στην Πιερία έρχονται με φανατισμό. Και όσοι κάτοικοι της γειτονικής χώρας θέλουν να ψωνίσουν στην Εγνατία, στην Τσιμισκή ή στο Mediterranean Cosmos το κάνουν χωρίς πρώτα να έχουν μελετήσει διπλωματική ιστορία. Ίσως εάν κάποτε –δεκαετίες μετά- τα Σκόπια μπουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να υπάρξουν κάποια οφέλη για την Ελλάδα σε στιλ Βουλγαρίας. Χερσαία σύνορα, δηλαδή, με την ΕΕ, που όπως αποδεικνύεται σε πολλές περιπτώσεις δεν μας… ωφελούν, αλλά έτσι λειτουργούν οι συνεταιρισμοί και οι συμμαχίες.

Το μόνο που απομένει ως βάρος για την Ελλάδα είναι η πίεση των ξένων –κυρίως των Αμερικανών και λιγότερο των Ευρωπαίων-, οι οποίοι προτιμούν τα πράγματα να είναι τυπικώς τακτοποιημένα. Πέρα από την όποια ουσία της αλήθειας, της πραγματικότητας και της καθημερινότητας. Στην παρούσα φάση, άλλωστε, έχουν πολλά επιχειρήματα, αν όχι μοχλούς πίεσης προς την Ελλάδα να αποδεχθεί λύση του θέματος και να άρει την εκκρεμότητα –για παράδειγμα τη μελλοντική στάση του ΔΝΤ στα οικονομικά μας προβλήματα και την υπόθεση της ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους. Όλα συνδέονται γενικά κι αόριστα. Ή μάλλον όλα μπερδεύονται γλυκά.

ΥΓ. Στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό από την υπόθεση των Σκοπίων κερδισμένη βγαίνει η κυβέρνηση, η οποία στριμώχνει την αντιπολίτευση. Επιχειρηματίας φιλελεύθερης πολιτικής φιλοσοφίας αναρωτιόταν τις προάλλες στην παρέα του εάν η σχετικώς ασαφής στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Σκοπιανό σημαίνει ότι όλοι όσοι ζούμε στην Ελλάδα έχουμε χάσει κάποιο επεισόδιο. «Ο Τσίπρας κινδυνεύει να χάσει την εξουσία εάν το θέμα δεν πάει καλά, ο Κυριάκος τι διακινδυνεύει και δε λέει ευθέως τη γνώμη του;» ήταν η απορία του ανθρώπου.