Στη Θεσσαλονίκη ταιριάζουν οι αριθμοί; Ίσως. Βολεύουν τα ορόσημα; Δεν αποκλείεται. Κερδίζει κάτι η πόλη τεμαχίζοντας το χρόνο; Μάλλον όχι. Η εικόνα είναι καλύτερη όταν το μέλλον είναι χρονικά οριοθετημένο; Ενδεχομένως για κάποιους καλοπροαίρετους, στα όρια της αφέλειας.
Όποιες κι αν είναι οι απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις το βέβαιον είναι ότι το τελευταίο διάστημα δύο είναι οι χρονολογίες που ακούγονται συχνά πυκνά στη Θεσσαλονίκη – και σίγουρα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Το 2023 και το 2030. Πρόκειται για δύο χρονολογίες στις οποίες όσοι κινούν τα νήματα στη Θεσσαλονίκη έχουν εναποθέσει τόσες ελπίδες κι έχουν φορτώσει τόσες πολλές ευθύνες, που είναι να τις… λυπάσαι. Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευθύνη από το να καλλιεργείς προσδοκίες. Πολύ περισσότερο, δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από τη διάψευση των προσδοκιών. Είναι σα να υπόσχεσαι σοκολάτα στο παιδί και να το ξεχνάς. Ή να τάζεις λαμπάδα στον άγιο και να το αμελείς.
Έχουμε και λέμε σε μια πρόχειρη καταγραφή: Το 2023 θα λειτουργήσει το μετρό, θα πυκνώσουν τα δρομολόγια του ΟΑΣΘ, θα ξεκινήσουν τα έργα για την επέκταση της 6ης προβλήτας του λιμανιού της πόλης, θα ολοκληρωθεί η οδική σύνδεση της ΟΛΘ με την Εγνατία οδό και θα μπει στις… ράγες η σύνδεση του λιμανιού με το κεντρικό σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας. Επίσης, θα ξεκινήσει η κατασκευή του νέου υπερυψωμένου περιφερειακού της Θεσσαλονίκης (fly over), θα δρομολογηθούν οι αναπλάσεις στην Αριστοτέλους, στην παλίά παραλία στην Τούμπα, στη Διεθνή Έκθεση, αλλά και τα έργα στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, θα αρχίσει η κατασκευή το νέου γηπέδου του Άρη και –το κυριότερο- θα μπει σε ουσιαστική αφετηρία η ανάπλαση του παραλιακού μετώπου από το Καλοχώρι μέχρι το Αγγελοχώρι.
Το 2030 η Θεσσαλονίκη θα είναι μια άλλη, μια διαφορετική και σαφώς καλύτερη πόλη, αφού έργα που θα ξεκινήσουν το 2023 –και για τα οποία θα χρειαστούμε τόπια τις κορδέλες- θα έχουν ολοκληρωθεί και σε ορισμένες περιπτώσεις θα έχουν ωριμάσει. Το μετρό θα είναι μια καθημερινότητα, που οι Θεσσαλονικείς θα έχουν συνηθίσει, ο ΟΑΣΘ ιδανικό συγκοινωνιακό συμπλήρωμα, ενώ οι αναπλάσεις θα έχουν επαναπροσδιορίσει τις περιοχές που αφορούν και θα αποτελούν νέα τοπόσημα, με τα μουσεία γεμάτα κόσμο και την Διεθνή Έκθεση με digital περίπτερα προηγμένης τεχνολογίας. Η πλατεία Ελευθερίας θα είναι στολίδι και το Μουσείο του Ολοκαυτώματος παγκόσμιο μνημείο κατά του Ναζισμού και κάθε θηριωδίας που έχει για θύμα της ανθρώπους. Το λιμάνι θα υποδέχεται μεγάλα εμπορικά πλοία –ίσως και ορισμένα επιβατηγά και πολλά κρουαζιερόπλοια-, οι συνδυασμένες μεταφορές θα λειτουργούν άψογα αφού ο σταθμός των κοντέινερς θα διαθέτει σύγχρονες συνδέσεις τόσο με τους αυτοκινητόδρομους, όσο και με το κεντρικό σιδηροδρομικό δίκτυο. Κάπως έτσι η ΟΛΘ ΑΕ θα συμβάλλει ουσιαστικά στην αύξηση του πλούτου και των θέσεων εργασίας. Το 2030 ο κοσμοπολιτισμός θα έχει επιστρέψει για τα καλά στη Θεσσαλονίκη, αφού στους άνετης, πλέον, κυκλοφορίας δρόμους της πόλης θα σουλατσάρουν επισκέπτες από πολλά μέρη του κόσμου -αν και οι Βαλκάνιοι θα εξακολουθήσουν να υπερτερούν. Θα τρώνε και θα πίνουν πέριξ του κτηρίου της αγοράς Μοδιάνο, θα ψωνίζουν στην αγορά και θα ξεκουράζονται στα δωμάτια των πολλών ξενοδοχείων του κέντρου, τα περισσότερα εκ των οποίων δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια και θα παρκάρουν τα αυτοκίνητα τους στα άνετα ισόγεια, υπόγεια και πολυόροφα πάρκινγκ. Ακόμη και μεγάλες διεθνείς πολυεθνικές επιχειρήσεις θα έχουν κουρνιάσει στα ανατολικά και θα έχουν απλώσει τα φτερά τους πάνω από τα Κάστρα. Επίσης, το 2030 θα έχει προχωρήσει η αξιοποίηση του θαλάσσιου μετώπου και η πόλη με μια θεαματική πιρουέτα θα έχει στραφεί με το πρόσωπο προς τη θάλασσα και τον ορίζοντα και την πλάτη προς τον Χορτιάτη.
Τα πάντα όλα θα έχουν γίνει στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 2030. Εάν η πραγματική ζωή ήταν Μονόπολη ακόμη και ο Ηρακλής θα μπορούσε να έχει επιστρέψει στην Α΄ Εθνική και τα ευρωπαϊκά σαλόνια, ο ΠΑΟΚ να ετοιμάζεται για νέο νταμπλ και ο Άρης να διεκδικεί ξανά το στέμμα του αυτοκράτορα στο μπάσκετ. Η αλήθεια είναι ότι σε αυτή τη ζωή και αυτό τον κόσμο όλα γίνονται, εκτός από… κάποια που δεν γίνονται ποτέ. Το ζήτημα είναι αν όσα γίνονται υπακούν σε ένα προκαθορισμένο τέμπο ή προκύπτουν από τη συγκυρία. Ακόμη και από το όραμα και το μεράκι κάποιων ανθρώπων.
Τις απαντήσεις για τη Θεσσαλονίκη θα τις έχουμε σε λίγα χρόνια, αλλά μέχρι τότε –μέχρι να αναδυθεί η καινούρια εικόνα μιας νέας και σύγχρονης Θεσσαλονίκης- μπορούμε να απολαμβάνουμε τις μικρές νίκες σε αυτή την πόλη, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Τη λειτουργία –για παράδειγμα- του «Όλυμπος – Νάουσα» που επέστρεψε σε ένα εμβληματικό σημείο της Λεωφόρου Νίκης ή την επαναλειτουργία σε έναν περίπου μήνα της ανακαινισμένης εμφανισιακά και σε περιεχόμενο Αγοράς Μοδιάνο, που ξεκινώντας από την Βασιλέως Ηρακλείου και την Ερμού, είναι βέβαιο ότι θα κινητοποιήσει δημιουργικά μια πολύ μεγαλύτερη περιοχή στο κέντρο της πόλης.
ΥΓ. Μια από τις πιο ουσιώδεις, καθοριστικές και συγχρόνως αθόρυβες παρεμβάσεις στο κέντρο της Θεσσαλονίκης την τελευταία δεκαετία είναι η ανάπλαση της πρώτης προβλήτας του λιμανιού, με την απομάκρυνση των αυτοκινήτων, την ανανέωση των κυβόλιθων, αλλά και την τοποθέτηση του ειδικού ντοκ πάνω στη θάλασσα. Η ΟΛΘ ΑΕ των αρχών της δεκαετίας του 2010 προχώρησε μόνη της τα απαιτούμενα έργα –τα χρηματοδότησε και τα υλοποίησε χωρίς καθυστερήσεις, παραδίδοντας στην πόλη –δηλαδή στους κατοίκους και τους επισκέπτες- ένα νέο σημείο συνάντησης, βόλτας, στοχασμού και ρεμβασμού, τουλάχιστον για όσους πιστεύουν τον ποιητή που υποστηρίζει ότι «της Σαλονίκης μοναχά / της πρέπει το καράβι».
ΥΓ2. Η «Μονόπολη» είναι ένα κλασικό διαχρονικό επιτραπέζιο παιχνίδι, στο οποίο οι παίκτες τεμαχίζουν τις πόλεις και αναλόγως της τύχης τους αγοράζουν και πουλάνε πλατείες και μνημεία. Υπό μίαν έννοια σε συνθήκες «Μονόπολης» η Θεσσαλονίκη έχει κάποια τύχη ή ίσως δεν έχει καμία τύχη. Σε κάθε περίπτωση στη σημερινή συγκυρία η «Μονόπολη» αναδεικνύεται σε αγαπημένο παιχνίδι των Θεσσαλονικέων και όσων ασχολούνται με τα θέματα της πόλης, οι οποίοι αγοράζουν χρόνο και πουλάνε προοπτική.