Skip to main content

Στη σκιά της ημισελήνου

Τη στιγμή που η Τουρκία εξελίσσεται σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη, η Ελλάδα βυθίζεται στην ύφεση. Ποιος ο ρόλος της χώρας μας απέναντι στη γείτονα που ισχυροποιείται;
του Φώτη Λώλα
lolas@voria.gr


Μόλις εννέα χρόνια πριν η Ελλάδα έμπαινε στο ευρώ, ετοιμαζόταν να διοργανώσει τους Ολυμπιακούς του 2004 και οι επιχειρήσεις της έκαναν άνοιγμα στα Βαλκάνια. Tην ίδια περίοδο η Τουρκία ήταν υπερχρεωμένη, ζητούσε τη βοήθεια του ΔΝΤ και το πολιτικό της σκηνικό ήταν εκρηκτικό.

Σήμερα, η κατάσταση έχει αντιστραφεί πλήρως, καθώς η ανάπτυξη της γείτονος καλπάζει, ο Ερντογάν έχει καταφέρει να αποδυναμώσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τους στρατηγούς και οι επιχειρήσεις της ισχυροποιούνται σε όλη την ευρύτερη περιοχή. Την ίδια ώρα, η χώρα μας έχει γονατίσει από τα χρέη, είναι υπό την κηδεμονία ΕΕ-ΔΝΤ και έχει παγώσει όλες τις επενδύσεις της. Πώς ακριβώς αντιστράφηκαν οι ρόλοι;

Καταρχάς, όπως εξηγεί ο Λέκτορας του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, με γνωστικό αντικείμενο τις Διεθνείς Σχέσεις, Εμμανουήλ Καραγιάννης, ο Ερντογάν έχει καταφέρει να αποδυναμώσει σε πολύ μεγάλο βαθμό το κεμαλικό κατεστημένο των στρατιωτικών, ενώ αν επικρατήσει στο επικείμενο δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση, θα ενδυναμωθεί ακόμα περισσότερο εντός των τειχών.

Έπειτα, η Τουρκία έχει καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, καθώς η οικονομία της αναπτύσσεται ραγδαία. Χαρακτηριστικό είναι ότι το διμερές της εμπόριο με τη Ρωσία ανέρχεται πλέον στα 50 δισ. ευρώ, με προοπτικές να διπλασιαστεί μέσα στα επόμενα χρόνια. Επιπλέον, η Ρωσία είναι έτοιμη να ακυρώσει τον αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, για την κατασκευή του αγωγού Σαμψούντα-Τζεϊχάν, πέρα από όλες τις άλλες ενεργειακές συμφωνίες των δύο χωρών.

Παράλληλα, ακολουθώντας το δόγμα «μηδενικών προβλημάτων» του Νταβούτογλου, η Τουρκία έχει καταφέρει να εξελιχθεί τόσο σε προστάτη των τουρκόφωνων μειονοτήτων και στρατηγικό επενδυτή των χωρών της Βαλκανικής, όσο και σε διαμεσολαβητή του Ιράν και της Χαμάς με τη Δύση. Ενδεικτικό των προαναφερθέντων είναι ότι ακόμα και η Σερβία που αποτελεί ιστορικό εχθρό της Τουρκίας (και παραδοσιακό δικό μας σύμμαχο), την χαρακτήρισε πρόσφατα στρατηγικό της εταίρο και έχει αποδεχτεί το ρόλο της στις ευαίσθητες μειονότητες της χώρας.

Κατά τον κ. Καραγιάννη, το έντονο ενδιαφέρον της Τουρκίας για τα Βαλκάνια εξηγείται από το γεγονός ότι το εγχείρημα να καταστεί δύναμη Ανατολικά την προηγούμενη δεκαετία απέτυχε και έτσι έστρεψε το ενδιαφέρον της στη γειτονιά μας. Κατά τον ίδιο, η απουσία της Ρωσίας από την περιοχή, αλλά και η έλλειψη οράματος για κάποιες χώρες (πχ Αλβανία) έχουν διευκολύνει το έργο της γείτονος, η οποία αποβλέπει στην ανάπτυξη καλών σχέσεων και στη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων.

Όσον αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο καθηγητής δεν αναμένει κλιμάκωση της έντασης και διευκρινίζει ότι η Τουρκία δεν νιώθει αυτή τη στιγμή να απειλείται, έχει παγιώσει τις διεκδικήσεις της, ενώ όλοι οι δείκτες είναι με το πλευρό της (δημογραφικό, οικονομία κοκ). «Οι ελίτ της Τουρκίας έχουν θεσμική μνήμη. Αμφισβητούν τώρα για να πάρουν κάποτε», συμπληρώνει με νόημα.

Απέναντι, λοιπόν, σε αυτή την ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη βρίσκεται η Ελλάδα των πολλών οικονομικών προβλημάτων, των επαναλαμβανόμενων λαθών και της κλονισμένης κοινωνικής συνοχής. Μία χώρα, η οποία, εδώ και χρόνια, όχι μόνο δεν μαθαίνει από τα λάθη της, αλλά καταφέρνει να χάνει όσα με κόπο έχει κατακτήσει.

Η συνεργασία με τη γείτονα σε επενδύσεις στοχευμένες σε τομείς χαμηλού ενδιαφέροντος, όπως αυτή πιστοποιήθηκε στην πρόσφατη επίσκεψη Ερντογάν και την υπογραφή 21 συμφωνιών, είναι σίγουρα προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς ακόμα και έτσι καταφέρνουμε να έχουμε ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας, ενώ ενισχύουμε και την ελληνική οικονομία.

Ωστόσο, σχετικά με τα εθνικά θέματα δεν μπορούμε να είμαστε το ίδιο αισιόδοξοι. Όντας ως λαός χωρισμένος σε στρατόπεδα (κυρίως λόγω της ύφεσης), αλλά και έχοντας μια ηγεσία χωρίς συγκροτημένη πολιτική και όραμα, τα τελευταία 30 χρόνια καταφέρνουμε κάθε φορά που κάνουμε 1 βήμα μπροστά, στη συνέχεια να κάνουμε πολλά βήματα πίσω. Όντες, δε, στο «καναβάτσο», μόνο αισιόδοξοι δεν μπορούμε να είμαστε για το τι θα ακολουθήσει τις προσεχείς δεκαετίες.

Πλέον, η μόνη μας, ίσως, ελπίδα για να μπορούμε κάποτε να ξανακοιτάξουμε στα μάτια τους γείτονές μας, είναι η συσπείρωση και η αφύπνιση. Μόνο εάν τακτοποιήσουμε την οικονομία μας, εξασφαλίσουμε ένα μίνιμουμ κοινωνικής και πολιτικής συνοχής, αλλά και καταφέρουμε να μάθουμε τα τραγικά λάθη του παρελθόντος, θα μπορέσουμε και πάλι να διαπραγματευτούμε και να διεκδικήσουμε ως ίσος προς ίσο.