Τα βήματα που πρέπει να γίνουν για να αρχίσουν οι τράπεζες να επιτελούν απρόσκοπτα τη βασική αποστολή τους, χρηματοδοτώντας την πραγματική οικονομία της χώρας, περιγράφει στην αποκλειστική συνέντευξή του στη Voria.gr ο ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Ο επικεφαλής του κεντρικής τράπεζας της χώρας μας στέλνει, με τον υπαινικτικό πλην σαφή τρόπο που τον χαρακτηρίζει, τα δικά του μηνύματα σε σχέση με τα κόκκινα δάνεια, την ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος και τον κίνδυνο νέας ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών.
Επιπλέον, μιλάει για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, παραθέτει τα πλεονεκτήματα της επιχειρηματικότητας στη Βόρεια Ελλάδα και καλεί τις ελληνικές επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν χρηματοδοτικές επιλογές ακόμα και από μη χρηματοπιστωτικά σχήματα.
Κύριε Στουρνάρα στην πρόσφατη ομιλία σας στη Θεσσαλονίκη αναφερθήκατε στην έντονη εξωστρέφεια των μεταποιητικών επιχειρήσεων της Β. Ελλάδος. Ποια πλεονεκτήματα διακρίνετε στις παραγωγικές επιχειρήσεις του βορειοελλαδικού τόξου;
Οι επιχειρήσεις της Β. Ελλάδας πρωταγωνιστούν στους κλάδους του λιανεμπορίου, της πρωτογενούς παραγωγής, της βιομηχανίας, των τροφίμων, της εξόρυξης µμεταλλευμάτων, της ενέργειας, των logistics. Οι κλάδοι αυτοί ανήκουν στους εμπορεύσιμους κλάδους, οι οποίοι ήταν, και κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι πλέον ανθεκτικοί. Στο βαθμό που η κλαδική δομή της οικονομίας στην περιφέρεια είναι στραμμένη προς αυτή την κατεύθυνση, αυτό σηματοδοτεί υγιείς επιχειρήσεις με γρήγορα αντανακλαστικά. Και οι επιχειρήσεις που ήδη έχουν εξαγωγική δραστηριότητα, έχουν πλεονέκτημα όσον αφορά στην διεύρυνση των μεριδίων αγοράς του εξωτερικού και στη συνεπαγόμενη αύξηση της κερδοφορίας τους. Και είναι ενθαρρυντικό πως το βορειοελλαδικό τόξο έχει εξειδίκευση σε έναν ιδιαιτέρως εξωστρεφή κλάδο, αυτόν της μεταποίησης, παράγοντας το 25,5% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας της χώρας, του οποίου η δυναμική αυτή την περίοδο είναι μεγαλύτερη και από τη δυναμική της Ευρωζώνης, σύμφωνα άλλωστε και με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών.
Όσον αφορά το επίπεδο τεχνολογίας, οι κλάδοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως μέτριας-χαμηλής τεχνολογίας, και δεν επηρεάζονται καταλυτικά, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, από τις αλλαγές του περιβάλλοντος δραστηριοποίησης. Έτσι, βραχυχρόνια, οι επιχειρήσεις μπορούν να διατηρούν τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα, ενώ ταυτόχρονα μπορούν, και πρέπει, σε πιο μεσο-μακροπόθεσμο διάστημα, να στραφούν προς την ανάπτυξη διαφοροποιημένων προϊόντων.
Εκτός από την κλαδική δομή της περιφέρειας, οι επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας έχουν πλεονέκτημα ως προς τη γεωγραφική τους θέση. Η γειτνίαση της περιφέρειας με τα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, και η εγγύτητα μέσω χερσαίων συνόρων με χώρες που βρίσκονται σε ευρωπαϊκή πορεία, δίνει στις επιχειρήσεις της Β. Ελλάδας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ως προς δυνητικά εξαγωγικά κανάλια. Επιπροσθέτως, τα µεγάλα έργα που γίνονται για την αναβάθμιση του λιµένα της Θεσσαλονίκης και το φιλόδοξο σχέδιο της σύνδεσης της Βόρειας Ελλάδας µε την Κεντρική Ευρώπη, αναβαθμίζει τον ρόλο της περιοχής ως εμπορικού - διαμετακομιστικού κέντρου της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και δημιουργεί νέες επενδυτικές ευκαιρίες για οριζόντια ή κάθετη ολοκλήρωση στις ήδη υπάρχουσες επιχειρήσεις.
Η εξωστρέφεια μιας επιχείρησης σημαίνει διεθνής ανταγωνισμός, κυρίως με επιχειρήσεις της Ευρώπης και γενικότερα του αναπτυγμένου κόσμου. Πώς μπορούν να ξεπεραστούν χρηματοοικονομικά εμπόδια, όπως είναι –για παράδειγμα- τα υψηλότερα επιτόκια που υπάρχουν στην Ελλάδα, έναντι των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης;
Το ύψος των τραπεζικών επιτοκίων είναι συνάρτηση διαφόρων παραγόντων. Κάποιοι παράγοντες είναι εντός του ίδιου του τραπεζικού συστήματος, όπως η ρευστότητα των τραπεζών και η ποιότητα των χαρτοφυλακίων τους. Η επιτάχυνση της επιστροφής καταθέσεων στις τράπεζες και η γρήγορη αποκλιμάκωση των ποσοστών μη εξυπηρετούμενων δανείων θα βοηθήσουν προς την μείωση του κόστους χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα.
Επιπροσθέτως, ιδιαίτερης σημασίας είναι και το κόστος χρηματοδότησης των ίδιων των τραπεζών. Η διαρκής μείωση της χρηματοδότησης που έχουμε ήδη δει από τον (ακριβό) μηχανισμό έκτακτης παροχής ρευστότητας (ELA) είναι ένα σημαντικό βήμα για την μείωση του κόστους τους. Επίσης, και όσο υποχωρεί το «ρίσκο χώρας», οι όροι δανεισμού των ελληνικών τραπεζών θα βελτιώνονται. Αυτό έχει σημασία αφού το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται μια επιχείρηση υπολογίζεται έμμεσα ως άθροισμα του “ρίσκου χώρας” και του “ρίσκου της επιχείρησης”. Η περαιτέρω αποκλιμάκωση του συντελεστή ρίσκου χώρας θα συντελείται όσο θα βελτιώνεται το ευρύτερο οικονομικό κλίμα και θα αναβαθμίζεται το αξιόχρεο της χώρας. Όταν τα κρατικά ομόλογα αποκτήσουν επενδυτική βαθμίδα, θα βελτιωθούν σημαντικά και οι όροι δανεισμού των ελληνικών τραπεζών. Επίσης, η Ευρώπη έχει αναγνωρίσει αυτά τα χρηματοοικονομικά εμπόδια, και κατευθύνει πόρους προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις μέσω διαφόρων ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, η Ευρωπαϊκή Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης και το ΕΤΕΑΝ συγχρηματοδοτούν ή εγγυώνται δάνεια που διοχετεύονται μέσω εμπορικών τραπεζών, κυρίως σε ΜΜΕ, ενώ η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων παρέχει και εγγυήσεις για εξαγωγές. Τα προγράμματα αυτά εξασφαλίζουν πρόσθετους χρηματοδοτικούς πόρους για τις ελληνικές επιχειρήσεις με σχετικά ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης.
Τι πρέπει να συμβεί ώστε οι ελληνικές τράπεζες να επιτελέσουν απρόσκοπτα την αποστολή τους, χρηματοδοτώντας την πραγματική οικονομία της χώρας; Έχετε κάποιο χρονικό ορίζοντα γι’ αυτό; Πόσο δύσκολο είναι τα αντιμετωπιστεί ριζικά το πρόβλημα των κόκκινων δανείων; Μήπως οι εμπλεκόμενοι –από την κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδος, μέχρι το ΤΧΣ και την ΕΚΤ- καθυστέρησαν να κινητοποιηθούν δυναμικά;
Για την ομαλή λειτουργία των ελληνικών τραπεζών και τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας υπάρχουν δύο κρίσιμες παράμετροι. Η πρώτη αφορά στην ποιότητα των χαρτοφυλακίων των ελληνικών τραπεζών και συνδέεται με το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κατ’ επανάληψη επισημάνει ότι η επιτυχής επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία στην προσπάθειά της να επιτύχει διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, λόγω δομής και μεγέθους, αλλά και των νοικοκυριών, γίνεται κυρίως μέσω τραπεζικού δανεισμού. Η απαλλαγή των τραπεζών από το πρόβλημα των κόκκινων δανείων θα συμβάλει στη μείωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου και στην αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, βελτιώνοντας έτσι τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου σε διατηρήσιμη βάση που θα επιτρέψει στις τράπεζες να επιτελέσουν εκ νέου το διαμεσολαβητικό τους ρόλο. Θα ενισχυθεί η ανθεκτικότητά τους και η δυνατότητά τους να απορροφούν κλυδωνισμούς από ενδεχόμενες μελλοντικές διαταραχές.
Έχουν ήδη γίνει σημαντικά βήματα, και εκτιμώ ότι επακόλουθο της βελτίωσης του θεσμικού πλαισίου και των σημαντικών δράσεων που έχουν αναλάβει οι τράπεζες σύμφωνα με τις εποπτικές κατευθυντήριες γραμμές, ήταν και η μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε 81,8 δισεκ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018 από 107,2 δισεκ. ευρώ που ήταν στην κορύφωσή τους το Μάρτιο του 2016. Εντούτοις, το απόθεμα αυτό παραμένει σε εξαιρετικώς υψηλά επίπεδα.
Οι ελληνικές αρχές πρέπει σύντομα να καταλήξουν σε νέα, πιο συστημικά εργαλεία, τα οποία θα λειτουργούν συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι τράπεζες. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει από καιρό προτείνει μία συστημική λύση, η οποία προβλέπει τη μεταβίβαση σε Εταιρίες Ειδικού Σκοπού σημαντικού μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που είναι εγγεγραμμένη στους ισολογισμούς των τραπεζών. Με αυτό τον τρόπο αντιμετωπίζονται ταυτόχρονα δύο πολύ σημαντικά προβλήματα, τα ΜΕΔ και οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις. Η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος βρίσκονται σε συνεννόηση για την προώθηση προς έγκριση στις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές και, τελικώς, για την υιοθέτηση τέτοιου είδους συστημικών λύσεων για την επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ.
Η δεύτερη κρίσιμη παράμετρος αφορά στο επίπεδο καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Κατά τη περίοδο της κρίσης, η μείωση των καταθέσεων ήταν πολύ μεγάλη και μέρος μόνο έχει ήδη επιστρέψει περιορίζοντας έτσι την απαραίτητη ρευστότητα των τραπεζών. Η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε τροχιά βιώσιμης και διατηρήσιμης ανάπτυξης και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την πλήρη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, την επιστροφή των καταθέσεων και την ενίσχυση της πιστοδοτικής ικανότητας των τραπεζών.
Τέλος, όσον αφορά τον χρονικό ορίζοντα, πιστεύω ότι η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει σύντομα σε θετικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης. Έχουμε ήδη ενθαρρυντικές ενδείξεις ότι η πρόσβαση των επιχειρήσεων σε τραπεζική χρηματοδότηση βελτιώνεται. Για παράδειγμα, παρότι η καθαρή χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις παραμένει ελαφρώς αρνητική -- λόγω της αποπληρωμής παλαιών δανείων – η παροχή νέων δανείων προς επιχειρήσεις του μη χρηματοοικονομικού τομέα έχει αυξηθεί κατά περίπου 50% το 2018 σε σχέση με το 2017. Επίσης, σε σχετική μελέτη που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε επιχειρήσεις (Survey on the access to finance of enterprises - SAFE) τα ευρήματα είναι θετικά. Παρότι η πρόσβαση στη χρηματοδότηση εξακολουθεί να κατατάσσεται ως η σημαντικότερη ανησυχία των Μικρο-Μεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα, η διαθεσιμότητα των τραπεζικών δανείων φαίνεται να έχει βελτιωθεί σημαντικά στη διάρκεια του 2018.
Είστε κατηγορηματικός ότι οι συστημικές τράπεζες της χώρας δεν θα χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση;
Οι τράπεζες στην Ελλάδα έχουν κάνει σημαντικά βήματα για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας τους και τη βελτίωση των λειτουργικών τους αποτελεσμάτων. Αυτό άλλωστε αντικατοπτρίζεται στην θετική πορεία που έχει καταγραφεί, στην πλήρη απεξάρτηση από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance, ELA), στην τήρηση της υφιστάμενης στοχοθεσίας για τη μείωση των κόκκινων δανείων και τη συγκράτηση του λειτουργικού κόστους. Παράλληλα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παραμένουν ικανοποιητικοί, ενώ υπάρχουν σημαντικά κεφαλαιακά αποθέματα.
Είναι όμως αναγκαίο να επαναλάβουμε ότι η ταχεία επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» αποτελεί κύρια προϋπόθεση αφενός για την ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα και αφετέρου για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την επιστροφή της σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.