Skip to main content

Η εξίσωση φόρων και δασμών ανάμεσα στην Παλιά και τη Νέα Ελλάδα

Από Voria.gr
Τα πρώτα αιτήµατα του ΣΒΒΕ αφορούσαν την εξοµοίωση µε τα εργοστάσια της Παλαιάς Ελλάδας στην ατέλεια εισαγωγής κάρβουνου, µηχανηµάτων και πρώτων υλών.

Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του «Συνδέσμου Βιομηχάνων Μακεδονίας», που εξελέγη και συγκροτήθηκε σε σώμα στις αρχές του 2014, ανέλαβε να συντάξει το πρώτο καταστατικό. Όπως αναφέρει στον τόμο με τα στοιχεία για τα πρώτα εκατό χρόνια του ΣΒΒΕ ο συγγραφέας Ευάγγελος Χεκίμογλου από την αρχή τα δεδομένα ήταν συγκεκριμένα. Οι τρεις συντάκτες του καταστατικού είχαν ακριβή αντίληψη για το τι έπρεπε να κάνει το Σωματείο, όπως αναγνωρίστηκε σε πρώτη φάση ο Σύνδεσμος. Έπρεπε να μεριμνήσει για να εξυπηρετηθούν τα συµφέροντα της βιοµηχανίας στη Μακεδονία. Έπρεπε επίσης να επιδιώξει και να εξασφαλίσει προστατευτικά μέτρα και νομοθετήματα που θα βοηθούσαν την ανάπτυξη της βιομηχανίας στη Μακεδονία. Μέσα σε µια μόνο φράση οι σκαπανείς της μακεδονικής βιομηχανίας έθεσαν και πρόβαλαν ένα πλαίσιο: Η οργάνωσή τους μπορούσε να αποτελέσει τον Σύνδεσµο κάθε ξεχωριστής βιοµηχανίας µε το κράτος και τους μηχανισµούς του.

Με ποια μέσα θα γινόταν αυτό; Μελετώντας τους κλάδους και συγκεντρώνοντας στοιχεία, δηµοσιεύοντας εκθέσεις και εκδίδοντας δελτίο, διοργανώνοντας βιοµηχανικές εκθέσεις και συνέδρια, ώστε να προβάλλονται τα βιοµηχανικά προϊόντα, να συνάπτονται σχέσεις µε τις ξένες αγορές, να διαφωτίζονται η κυβέρνηση και η βουλή. Ακόμη, η οργάνωση θα έπρεπε να ρυθµίζει τους όρους εργασίας µε τρόπο που να διασφαλίζει τα αμοιβαία συµφέροντα εργοστασιαρχών και εργατών. Ήταν η εποχή που η εργατική οργάνωση Φεντερασιόν είχε αναπτύξει έντονη δράση και οι απεργίες ήταν πολύ συχνές στη Θεσσαλονίκη.

Πάνω απ’ όλα η συλλογικότητα

Αλλά ως πρώτο και κυριότερο µέσο οι συντάκτες έθεσαν τις συναντήσεις των µελών και τις απόψεις που θα αντάλλασσαν µεταξύ τους. Ο Σύνδεσµος επρόκειτο να παίξει το ρόλο του συλλογικού βιοµηχάνου, που θα έκανε αυτό που ο κάθε ένας βιοµήχανος µεµονωµένα δυσκολευόταν να κάνει. Σε αυτή την ένωση µετείχαν πρώτα από όλα εταιρείες, αλλά και πρόσωπα «αδιακρίτως εθνικότητος». Το όριο ήταν µόνον γεωγραφικό, η Μακεδονία. Μέλη µπορούσαν να γίνουν «εργοστασιάρχαι ή διευθυνταί ή σύµβουλοι» βιοµηχανικών εταιρειών που έδρευαν στη Μακεδονία. Η επεξεργασία καπνού λογίστηκε ως κλάδος της βιοµηχανίας, συνεπώς ευπρόσδεκτα ήταν και τα µέλη των εξαγωγικών εταιρειών καπνού.  στη συνέλευση.

Η ιδρυτική γενική συνέλευση του Συνδέσµου έγινε την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 1914, µόλις δύο εβδοµάδες από την πρώτη συνάντηση. Το πρακτικό δεν κατονοµάζει τον τόπο, αλλά οι εφηµερίδες της ίδιας ηµέρας αναγγέλλουν την αναβολή της προγραµµατισµένης γενικής συνέλευσης των µετόχων της «Έρια», ένδειξη ότι η ιδρυτική συνέλευση πραγµατοποιήθηκε στα γραφεία της εταιρείας αυτής. Παρέστησαν 14 εκπρόσωποι 11 εταιρειών. Την εποχή εκείνη οι µεταποιητικές επιχειρήσεις της Μακεδονίας δεν υπερέβαιναν τις τριάντα, ακόµη και αν στον ορισµό αυτό συµπεριλάβουµε βιοτεχνίες µε 5 - 10 εργάτες. Συνεπώς, η συσπείρωση που είχε επιτευχθεί ήταν παραπάνω από ικανοποιητική. Πρόεδρος εκλέχτηκε ο Περικλής Χατζηλάζαρος, ο οποίος δεν ήταν παρών στη συνέλευση, ίσως για λόγους λεπτότητας.

Οργάνωση και πρώτα αιτήματα

Τα γραφεία που επιλέχτηκαν για τη στέγαση του Συνδέσµου ήταν ανάλογα. Η µεγάλη κεντρική αίθουσα και ένα παράπλευρο δωµάτιο στην παλαιά οικία Αλλατίνη, «όπισθεν της Τραπέζης Θεσσαλονίκης». Το κτίριο υπάρχει ακόµη, σε κακή κατάσταση, µεταξύ των οδών Συγγρού, Βαλαωρίτου και Βηλαρά. Το ενοίκιο ήταν 2.000 δραχµές το χρόνο.

Τα πρώτα αιτήµατα στην ιστορία του Συνδέσµου Βιομηχανιών Β. Ελλάδος αφορούσαν την εξοµοίωση µε τα εργοστάσια της Παλαιάς Ελλάδας ως προς την ατέλεια εισαγωγής κάρβουνου, µηχανηµάτων και πρώτων υλών. Για το πρώτο θέµα αποφασίστηκε να υποβληθεί αµέσως τηλεγραφικό αίτηµα στο Υπουργείο Οικονοµικών. Για το δεύτερο θέµα, το οποίο ήταν και πιο σύνθετο, αποφασίστηκε να γίνει πρώτα προφορική κρούση στον Γεώργιο Κοφινά, διευθυντή του Υπουργείου, ο οποίος είχε υπηρετήσει στη Θεσσαλονίκη, ήταν γνωστός στις επιχειρήσεις και ασκούσε επιρροή στον Υπουργό Αλ. Διοµήδη.

Φορολογική εξοµοίωση

Οι ατυχείς κινήσεις του Υπουργείου Οικονοµικών επί του φορολογικού καθεστώτος των Νέων Χωρών είχαν προκαλέσει δυσάρεστη κατάσταση στην αγορά, που εξελίχθηκε σε χάος µέσα στο Μάρτιο του 1914. Την κατάσταση αυτή, που κλήθηκε να αντιµετωπίσει ο Σύνδεσμος, περιγράφει άρθρο στον Τύπο με δραματικό περιεχόμενο και τίτλο «Η καταστροφή της Βιοµηχανίας εν Μακεδονία». Όπως σημειώνει ο συντάκτης: «Είναι η καταστροφή αυτή γεγονός, το οποίον ούτε οι τυφλοί πλέον δεν ηµπορούν να αρνηθούν. Αφ’ ότου εφηρµόσθη παρ’ ηµίν το νέον τελωνειακόν δασµολόγιον, εβροντοφωνήσαµεν κατ’ επανάληψιν ότι η εγχώριος βιοµηχανία καταστρέφεται (...) ότι µε το διαφορικόν δασµολόγιον της Παλαιάς και της Νέας Ελλάδος, η βιοµηχανία και η βιοτεχνία ακόµη της Θεσσαλονίκης υφίσταται κλονισµόν τροµερόν (...) καταδικάζεται εις τον εκ µαρασµού θάνατον (...) όλη η βιοµηχανία η οποία ως κινητήριον δύναµιν είχε το πετρέλαιον εζηµιώθη τροµακτικώς (...) η βιοµηχανία των ζαχαρωτών επλήγη εις τα καίρια, διότι η κυβέρνησις εφορολόγησε βαρύτατα την ζάχαριν και µόνον µε 15% τα είδη ζαχαροπλαστικής (...) η βιοτεχνία των υποδηµάτων ενεκρώθη, διότι τα δέρµατα φορολογούνται µε βαρύν δασµόν (...) οι αλευρόµυλοι ανέστειλαν τας εργασίας των, διότι ο σίτος φορολογείται βαρύτερον του αλεύρου, ενώ εις την Παλαιάν Ελλάδα συµβαίνει το αντίθετον (...) παρουσιάζεται ως επικείµενον το κλείσιµον τριών εργοστασίων σάπωνος, διότι αι πρώται ύλαι φορολογούνται, καθ ον χρόνον ο σάπων εισάγεται µε 15%».

Παλιά και Νέα Ελλάδα!

Η κατάσταση αυτή είχε βέβαια χαµένους, αλλά και κερδισµένους. Η αντιµετώπισή της χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία. Ο Σύνδεσµος υιοθέτησε τη µετριοπαθή θέση της σταδιακής εξοµοίωσης της Νέας µε την Παλαιά Ελλάδα και αποφάσισε να συντάξει και να στείλει έκθεση προς την κυβέρνηση για να υιοθετήσει στη Μακεδονία µέτρα ανάλογα προς τα κρατούντα στην Παλαιά Ελλάδα. Αλλά ενώ ετοιµάζονταν αυτά, στις 3 Απριλίου εκείνης της χρονιάς δηµοσιεύτηκε στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως ο νόµος 200 «περί συµπληρώσεως και τροποποιήσεως κλάσεων τινών και άλλων διατάξεων του τελωνιακού δασµολογίου», µε τον οποίο «αι διά του εν ισχύι δασµολογίου παρεχόµεναι ατέλειαι επικτείνονται και εις τας προσαρτηθείσας νέας Χώρας επί των κάτωθι ειδών (…) αι λοιπαί ατέλειαι δύνανται να επεκταθώσι (…) τα ατελώς εις Ελλάδα εισαγόµενα είδη και µη περιλαµβανόµενα εις την άνω κατηγορίαν, µεταφερόµενα εξ της παλαιάς Ελλάδος εις τας προσαρτηθείσας χώρας καταβάλλουσιν τον εκεί ισχύοντα δασµόν» (άρθρο 3).

Ζητήµατα προκάλεσε και το άρθρο 9, το οποίο χώριζε την Ελλάδα σε δύο δασµολογικές περιφέρειες. Τα «εισαγόµενα» στην Παλαιά Ελλάδα από τις Νέες Χώρες θα είχαν ατέλεια µόνον αν γνωµάτευε σχετικά κάποια κρατική επιτροπή. ∆ιαφορετικά, θα επιβαρύνονταν µε δασµούς, σαν να προέρχονταν από το εξωτερικό. Στις 11 Απριλίου η Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως είχε φτάσει και στη Θεσσαλονίκη και το νοµοθετικό τερατούργηµα έγινε γνωστό στις λεπτοµέρειές του. Αµέσως συγκλήθηκε επείγουσα σύσκεψη των νηµατουργείων, που θίγονταν ιδιαίτερα, διότι τα είδη που ενδιέφεραν τον κλάδο και απαλλάσσονταν από δασµούς στην Νότια Ελλάδα δεν απαλλάσσονται στη Βόρεια. Θα έπρεπε να κινηθεί διαδικασία, για να συγκληθεί ειδική επιτροπή και να τα συµπεριλάβει στην ατέλεια. Το ίδιο ίσχυε και για την κάνναβη, που ενδιέφερε τα κανναβουργεία. Ο ∆. Χατζόπουλος είχε ήδη ετοιµάσει ένα υπόµνηµα. Αποφασίστηκε να µην ταχυδροµηθεί, αλλά να παρουσιαστεί διά ζώσης στον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος επρόκειτο να επισκεφτεί τη Μακεδονία εντός του Απριλίου.

Στην κεντρική φωτο: Μηχανήματα τριβής καπνού, Γ. Χατζηιωάννου.