Skip to main content

Τα «αόρατα» θύματα της υπόθεσης «Μαρινόπουλος» στη Βόρεια Ελλάδα

Λεπτομέρειες που παραμένουν στην αθέατη όψη αποδεικνύουν ότι «η Lehman Brothers της ελληνικής οικονομίας» έχει σημαντικές παραπλευρές απώλειες.

Με την υπόθεση της σωτηρίας του «Μαρινόπουλου» από την «Σκλαβενίτης» με τη σύμφωνη γνώμη των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, αλλά και του ελληνικού δημοσίου να έχει δρομολογηθεί επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας και της παραγωγικής βάσης της χώρας, αποκαλύπτονται, πλέον, οι «ουρές» του θέματος.

Κάποιες λεπτομέρειες που παραμένουν στην αθέατη όψη και αποδεικνύουν ότι «η Lehman Brothers της ελληνικής οικονομίας» -όπως χαρακτηρίστηκε η υπόθεση λόγω των πολύ μεγάλων υποχρεώσεων 1,8 – 2 δισ. ευρώ της «Μαρινόπουλος»- έχει σημαντικές παράπλευρές απώλειες.

Πέραν των προμηθευτών, οι οποίοι υπέστησαν «κούρεμα» και τώρα προσδοκούν στην δυναμική επαναλειτουργία της αλυσίδας, ώστε σε βάθος χρόνου να εξακολουθήσουν να την έχουν πελάτη, μεγάλοι χαμένοι αποδεικνύονται όσοι λειτουργούσαν καταστήματα «Μαρινόπουλος» με τη μέθοδο της δικαιόχρησης, του franchise. Πρόκειται για 150 καταστήματα «Carrefour Express» και «Carrefour Μαρινόπουλος» στην περιφέρεια της χώρας, αρκετά εκ των οποίων βρίσκονται στη Βόρεια Ελλάδα –μεταξύ άλλων στις Σέρρες, στην Καβάλα, στη Δράμα, στην Καστοριά, στα Τρίκαλα. Αλλά και στην υπόλοιπη ελληνική περιφέρεια – Κρήτη, Μεσολόγγι, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Τρίπολη, Βοιωτία και αλλού. Συνολικά εκτιμάται ότι απασχολούν 2.500 εργαζομένους και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο όταν ξέσπασε η μπόρα όλοι μιλούσαν για 13.000 εργαζομένους του Μαρινόπουλου, οι οποίοι στην πορεία μειώθηκαν σε περίπου 10.000, δηλαδή όσοι βρίσκονται απευθείας στο μισθολόγιο της «Μαρινόπουλος ΑΕ».

Αυτές οι επιχειρήσεις δικαιόχρησης βρίσκονται τώρα στον αέρα και μαζί τους μετέωροι έχουν καταστεί και οι εργαζόμενοι τους. Το πρόβλημα που υπάρχει είναι όχι μόνο πολύπλοκο, αλλά και πολλαπλό.

Πρώτον, οι επιχειρήσεις αυτές συνεργάζονται με την «Μαρινόπουλος» πολλά χρόνια –ορισμένες εδώ και δεκαετίες- με αποτέλεσμα το σύστημα προμηθειών τους να εξαρτάται απολύτως από τη μεγάλη αλυσίδα. Σήμερα –κι επειδή κανείς δεν τους ζήτησε να συνεχίσουν δεμένες στο άρμα της «Σκλαβενίτης» πλέον- είναι δύσκολο να διατηρήσουν στα ράφια τους την πληρότητα που απαιτείται, καθώς δεν γίνεται να βρουν γρήγορα απευθείας επί μέρους προμηθευτές, ούτε να συνάψουν τόσο άμεσα άλλη συμφωνία με κεντρικό προμηθευτή.

Δεύτερον, οι επιχειρήσεις αυτές επί χρόνια επένδυαν στη σχέση τους με τη «Μαρινόπουλος», αλλά παρά τη διαβεβαίωση της διοίκησης του προβληματικού ομίλου στην αίτηση Άμεσης Επικύρωσης Συμφωνίας Εξυγίανσης-Μεταβίβασης Επιχείρησης που κατατέθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου και εγκρίθηκε από το δικαστήριο οι συμβάσεις τους «θεωρούνται αυτοδικαίως και αζημίως λυθείσες».

Τρίτον, οι επιχειρήσεις αυτές βρίσκονται αντιμέτωπες με οικονομικές απαιτήσεις εκατομμυρίων ευρώ που –όπως υποστηρίζουν οι επιχειρηματίες- δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, καθώς  αυτές αφορούν εγγυητικές επιστολές και όχι ληξιπρόθεσμες οφειλές. Γι’ αυτό και κατέφυγαν στα δικαστήρια, με τι υποθέσεις να βρίσκονται, πλέον, σε εξέλιξη.

Σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά η πολυπλοκότητα των οικονομικών και επιχειρηματικών καταστάσεων, που όταν πάρουν «στραβό» δρόμο παρασύρουν πολλούς, ανάμεσα τους και εντελώς αθώους. Αυτό ισχύει σε όλο το φάσμα της οικονομίας, από τα δημοσιονομικά, μέχρι το σύνολο των δραστηριοτήτων του ιδιωτικού τομέα. 

Ακόμη και στο λιανεμπόριο –στο πεδίο δραστηριότητας της «Μαρινόπουλος» δηλαδή-, όπου για τους περισσότερους εργαζομένους δεν απαιτείται κάποια ιδιαίτερη εξειδίκευση, οι εργασιακές σχέσεις είναι πολλών ταχυτήτων.