Skip to main content

Τα δύο Άξιον Εστί του Μίκη Θεοδωράκη στη Θεσσαλονίκη

Το «Άξιον Εστί», αν και στην αρχή κάποιοι το αντιμετώπισαν με δυσπιστία γρήγορα καθιερώθηκε ως αυτό που είναι μέχρι σήμερα: Ένα ορόσημο

Ο ταχυδρόμος της Fontaine au Roi, όπου έμενε ο Μίκης Θεοδωράκης στο Παρίσι, περνούσε καθημερινά στις 3 μετά το μεσημέρι. Ήταν το 1960 ή το 1961 –οι αφηγήσεις των πρωταγωνιστών σε βάθος δεκαετιών έχουν μπερδέψει κάπως το τοπίο- όταν ο συνθέτης έλαβε το «Άξιον Εστί», δώρο ευγενικό του ποιητή, ο οποίος λίγους μήνες πριν, τον είχε συναντήσει έξω από τον «Λουμίδη» της Αθήνας και τον είχε ενημερώσει ότι μόλις είχε τελειώσει ένα ποίημα - έργο ζωής και ήθελε να του το στείλει. Ήταν, άλλωστε, η εποχή του μουσικού «Επιτάφιου», των ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου, που ο Θεοδωράκης είχε παρουσιάσει στη δισκογραφία ταράζοντας τα νερά. Για την ακρίβεια, σηκώνοντας τρικυμία. Ο ίδιος ο Μίκης έχει πει κι έχει γράψει, θέλοντας να δείξει ότι ήταν έτοιμος από καιρό και έλειπε μόνο η αφορμή, ότι το βράδυ της ημέρας που παρέλαβε το βιβλίο του Ελύτη είχε σχεδιάσει μουσικά τα δύο πρώτα μέρη, Τη Γένεση και Τα Πάθη. Οι στίχοι «Ένα το χελιδόνι», «Της Δικαιοσύνης ήλιε», «Της αγάπης αίματα» τον ενέπνευσαν αμέσως και τελικά μετά από δύο, τουλάχιστον, χρόνια ολοκλήρωσε το έργο με τη μορφή Λαϊκού Ορατορίου. Με συμφωνική ορχήστρα, λαϊκή ορχήστρα, ψάλτη, λαϊκό τραγουδιστή και χορωδία. Το έργο ηχογραφήθηκε το 1964 σε κινηματογραφικό στούντιο της Αθήνας και σε φιλμ κινηματογράφου, προκειμένου ο όγκος της μουσικής να καταγραφεί πλήρως, κάτι αδύνατο εκείνη την εποχή στα στούντιο ηχογραφήσεων. Το «Άξιον Εστί», αν και στην αρχή κάποιοι το αντιμετώπισαν με δυσπιστία –ίσως επειδή δεν μπορούσαν να το καταλάβουν- γρήγορα καθιερώθηκε ως αυτό που είναι μέχρι σήμερα: Ένα ορόσημο. Ένα κορυφαίο μουσικό έργο για την Ελλάδα του 20ου αιώνα, στο οποίο η έμπνευση και η μουσική καλλιέργεια του Θεοδωράκη συνυπάρχουν δημιουργικά. Μαζί φυσικά με τον συγκλονιστικό Μάνο Κατράκη και τον σαρωτικό Γρηγόρη Μπιθικώτση, οι οποίοι πολλαπλασίασαν την ένταση του λόγου του Οδυσσέα Ελύτη.

Παλαί ντε σπορ, Νοέμβριος 1994

Τριάντα χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1994, ο τότε υπουργός Μακεδονίας – Θράκης της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, ο γιατρός και καθηγητής Ντίνος Τριαρίδης, δημιούργησε μια άτυπη, ολιγομελή επιτροπή για να συζητήσει και τελικά να διοργανώσει το επερχόμενο φθινόπωρο εκδηλώσεις, ώστε να τιμηθεί η 50η επέτειο της αποχώρησης των Γερμανών κατακτητών από τη Θεσσαλονίκη, στις 30 Οκτωβρίου 1944. Για το σκοπό αυτό ζήτησε τη συνδρομή βασικών πολιτιστικών, αυτοδιοικητικών και κοινωνικών θεσμών της πόλης, όπως το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ο δήμος Θεσσαλονίκης, η τότε Νομαρχία Θεσσαλονίκης, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, αλλά και το μοναδικό συγκρότημα Τύπου που υπήρχε, το συγκρότημα Βελλίδη, που εξέδιδε τις εφημερίδες «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη». Οι συναντήσεις των μελών της επιτροπής γίνονταν στο ευρύχωρο υπουργικό γραφείο και ήταν χαλαρές, αλλά και αποδοτικές. Ως κορυφαία εκδήλωση επελέγη, τότε, η παρουσίαση του «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη στο Παλαί ντε σπορ, για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη υπό την διεύθυνση του συνθέτη. Το έργο είχε παρουσιαστεί ολοκληρωμένο στην πόλη στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, με τη συμμετοχή των βασικών συντελεστών της πρωτότυπης ηχογράφησης, σε μια συγκλονιστική συναυλία στο κατάμεστο Καυτατζόγλειο στάδιο, με τον Σταύρο Ξαρχάκο να διευθύνει την ορχήστρα. Η ιδέα, λοιπόν, ήταν να διευθύνει ο ίδιος ο Θεοδωράκης. Κάτι που τότε δεν ήταν τόσο απλό, όσο ακούγεται, διότι υπήρχε –έστω και σαν μικρή σκιά- ένα πολιτικό ζήτημα. Ο Θεοδωράκης ήταν μέχρι πριν από λίγους μήνες –οι εκλογές που επανέφεραν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία είχαν γίνει τον Οκτώβριο του 1993- μέλος της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η οποία είχε στείλει τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Φυσικά λόγω του μεγέθους του Μίκη, της αξίας του έργου, αλλά και της ιδιαίτερης σημασίας του, καθώς έχει σαφείς αναφορές στην περίοδο του Αλβανικού έπους, της Κατοχής και της Αντίστασης, οι… ψυχολογικοί ενδοιασμοί ξεπεράστηκαν σε πέντε λεπτά. Η συναυλία οργανώθηκε με τη συνδρομή της ΕΡΤ, η οποία διέθεσε τη συμφωνική της ορχήστρα και τη χορωδία της που διηύθυνε ο Αντώνης Κοντογεωργίου και την συμπλήρωνε η τοπική ανδρική χορωδία «Θερμαϊκός». Φυσικά ήταν παρόντες οι βασικοί σολίστες μουσικοί συνεργάτες του Θεοδωράκη (μπουζούκια, σαντούρι κλπ.).

Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Κώστας Καζάκος λίγο πριν ανέβουν στην εξέδρα του Παλαί ντε Σπορ, το Νοέμβριο του 1994. Μαζί τους ο δημοσιογράφος Γιώργος Μητράκης. Με μια ήσυχη ένταση, όπως κάθε σπουδαίος καλλιτέχνης λίγο πριν τη δράση

 

Το ρόλο του βαρύτονου τραγούδησε ο Θεόδωρος Κουλουμπής, αφηγητής ήταν ο Κώστας Καζάκος και λαϊκός τραγουδιστής ο Μανώλης Μητσιάς, που με την ερμηνεία του τότε στάθηκε πιο κοντά από οποιονδήποτε άλλο τραγουδιστή μέχρι σήμερα στον εμβληματικό Γρηγόρη Μπιθικώτση της δεκαετίας του 1960. Η συναυλία, την οποία ευφυώς τότε αποφάσισε να μεταδώσει σε απευθείας μετάδοση η πολύ νεαρής ηλικίας ΕΡΤ – 3, ξεκίνησε με τη Μαρία Φαραντούρη να τραγουδάει Θεοδωράκη και εξελίχθηκε συγκλονιστικά. Ο ίδιος ο Μίκης, ο οποίος είχε ανέβει στη Θεσσαλονίκη δύο ημέρες πριν για τις πρόβες, ήταν ενθουσιασμένος. Στα 69 του χρόνια τότε, έλαμπε σαν μικρό παιδί. Όπως εξηγούσε σε κάθε τόνο δεν ήθελε να χάνει ευκαιρίες να διευθύνει το «Άξιον Εστί», διότι είχε πλήρη συνείδηση του πόσο δύσκολο οργανωτικά και οικονομικά ήταν να βρεθούν γύρω στους 200 ανθρώπους σε μια εξέδρα πέντε επιπέδων, ώστε το έργο να παρουσιαστεί σε πλήρη ανάπτυξη. Όποιος είχε τη δυνατότητα να τον συναναστραφεί στη φάση της προετοιμασίας μιας τόσο φιλόδοξης συναυλίας εισέπραττε απευθείας και σε απόσταση αναπνοής τη σχέση του ανθρώπου αυτού με τη μουσική. Ότι κι αν πίστευε ο ίδιος και πολλοί άλλοι για την αξία της πολιτικής του διαδρομής, που ήταν χωρίς αμφιβολία μεγαλειώδης, καθώς συνδέθηκε με κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας του τόπου από την Κατοχή και την Αντίσταση, μέχρι τον Εμφύλιο, τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών και τη Μεταπολίτευση, η πρώτη πατρίδα του Μίκη Θεοδωράκη ήταν και θα παραμείνει εις τους αιώνες των αιώνων η μουσική. Το πάθος του να διευθύνει την ορχήστρα ακόμη και στις πρόβες εξέπεμπε τόση ενέργεια, που… περίσσευε για όλους όσους ήταν γύρω τριγύρω. Και φυσικά έφτανε μέχρι τον τελευταίο από τους χιλιάδες ακροατές που βρέθηκαν στις κερκίδες του Παλαί ντε σπορ, στις 4 Νοεμβρίου 1994 για να την παρακολουθήσουν. Αλλά και για τις ακόμη περισσότερες χιλιάδες που την είδαν και την άκουσαν από τις τηλεοράσεις τους, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στη Ρόδο, στην Αλεξανδρούπολη, στο Νευροκόπι, στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο και παντού. Στο τέλος, μετά από δύο ώρες στο πόντιουμ, ο Μίκης χαλάρωνε χαμογελαστός. Εκείνη την ώρα έμοιαζε ευτυχισμένος. Σαν ένα αθώο παιδί που εκπλήρωσε μια επιθυμία, που εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να αντιπροσωπεύει όλο τον κόσμο και όλη η ζωή μαζί.

Θέατρο Γης, 11 Σεπτεμβρίου 2001

Επτά χρόνια μετά το συγκλονιστικό «Άξιον Εστί» του 1994, ο Μίκης Θεοδωράκης βρέθηκε και πάλι στη Θεσσαλονίκη για να διευθύνει το –για πολλούς- κορυφαίο του έργο. Και μάλιστα σε μια ημερομηνία, που έμελλε να καταγραφεί ιστορικά. Το βράδυ της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, λίγες ώρες μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, που είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς, οι συντελεστές ανέβηκαν σκηνή του Θεάτρου Γης. Οι θεατές στις εξέδρες ήταν λιγότεροι από τα εισιτήρια που είχαν προπωληθεί, καθώς οι άνθρωποι τελούσαν υπό την επήρεια του σοκ. Σα να είχαν ήδη συνειδητοποιήσει ότι εκείνη την ημέρα ο κόσμος γύριζε σελίδα, προς το χειρότερο φυσικά. Ο Θεοδωράκης, 76 ετών πλέον αλλά πάντως ακμαίος και ικανός να απλώσει στον ουρανό τα τεράστια χέρια του και να διευθύνει μαγικά την ορχήστρα, ανέβηκε στο πόντιουμ, γύρισε προς τις κερκίδες και είπε απλά ότι η βραδιά είναι αφιερωμένη στα χιλιάδες θύματα των Δίδυμων Πύργων. Με ένα απόλυτα φυσικό –δεδομένων των συνθηκών- τρόπο, υπογράμμισε για άλλη μια φορά την υπέρτατη αξία της ανθρώπινης ζωής και την ανείπωτη τραγωδία που συνοδεύει κάθε άδικο χαμό της. Μετά γύρισε την πλάτη στο κοινό, μια πολυτέλεια που μόνο ο μαέστρος έχει στο χώρο της τέχνης, και διηύθυνε, ευθυτενής και ντυμένος στα μαύρα, όπως πάντα, την παρουσίαση του «Πνευματικού Εμβατηρίου» σε ποίηση Άγγελου Σικελιανού και το «Άξιον Εστί». Με τον Γιάννη Κότσιρα, στο ρόλο του λαϊκού τραγουδιστή, τον Ανδρέα Κουλουμπή ως βαρύτονο και τον υπέροχο Γιάννη Φέρτη ως αφηγητή. Μια βραδιά αμήχανη σε κάποιο βαθμό λόγω των γεγονότων. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι κάθε φορά που στον ουρανό της Θεσσαλονίκης εμφανιζόταν κάποιο αεροπλάνο από τα πολλά που προσγειώνονται και απογειώνονται καθημερινά στο αεροδρόμιο «Μακεδονία», οι θεατές του Θεάτρου Γης σήκωναν το βλέμμα στον ουρανό και παρακολουθούσαν την πορεία του.

ΥΓ. Η Θεσσαλονίκη διασυνδέεται με το «Άξιον Εστί», το κείμενο του Ελύτη όχι το μουσικό έργο, και με έναν ακόμη τρόπο, που λίγοι γνωρίζουν. Τα χειρόγραφα του ποιητή, από το προσχέδιο μέχρι την τελική του μορφή, περί τις 10.000 σελίδες, βρίσκονται στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Φυλάσσονται σε μια πυρίμαχη βιβλιοθήκη, στη Φιλοσοφική Σχολή.

Μια φωτογραφία απόδειξη της παιγνιώδους, εφηβικής διάθεσης του Μίκη Θεοδωράκη, την παραμονή της συναυλίας του Άξιον Εστί, στο Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης, το Νοέμβριο του 1994. Σε ένα διάλειμμα της πρόβας κάλεσε έναν φωτογράφο που βρίσκονταν στο χώρο, πλησίασε τον δημοσιογράφο Γιώργο Μητράκη, τον έπιασε από τους ώμους και είπε: «Θέλω να βγούμε αυτή τη φωτογραφία για να σε… εκθέσω». Κι έβαλε τα γέλια…