Skip to main content

Τα χρόνια που έρχονται κλείνουν το... μάτι στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα

Γιατί το 2022 και τα επόμενα χρόνια αναμένονται δύσκολα αλλά ταυτόχρονα και άκρως ενδιαφέροντα για την ελληνική οικονομία

Στην οικονομία και τις επιχειρήσεις οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια. Υπό δύο αυστηρές προϋποθέσεις. Αφενός, τους παρακολουθούμε όλους, όχι μόνο όσους δημιουργούν δυνατές εντυπώσεις. Αφετέρου, τους μελετάμε συνδυαστικά, ώστε να αναδείξουμε και την ποιοτική διάσταση της εικόνας που δημιουργούν. Με δύο λόγια: οι αριθμοί έχουν αξία όταν ο καθένας δεν τους εργαλειοποιεί για τους σκοπούς του.   

Το τελευταίο διάστημα υπάρχουν μια σειρά εντυπωσιακοί αριθμοί και ποσοστά που αφορούν την ελληνική οικονομία και τη χώρα γενικότερα. Η αύξηση του ΑΕΠ για το 2021 πιθανόν κοντά στο 8,5%. Η άνοδος των εξαγωγών την ίδια χρονιά κατά 29,5%, στα περίπου 40 δισ. ευρώ, που έχει ως αποτέλεσμα να διαμορφωθούν στο 22% του ΑΕΠ, πολύ κοντά στον στόχο του 25% για το 2024. Η μείωση της ανεργίας κάτω από 13%. Η σημαντική αύξηση των εγχώριων και ξένων επενδύσεων.  

Όλα αυτά είναι θετικά, η Ελλάδα τα χρειάζεται πολύ, αλλά δε λύνουν το πρόβλημα. Κατ’ αρχάς διότι το 2021 ακολούθησε το δραματικό 2020, στην διάρκεια του οποίου ισοπεδώθηκε λόγω της πανδημίας η παγκόσμια οικονομία, ενώ επιδεινώθηκε δραματικά η δημοσιονομική κατάσταση όλων των χωρών και της Ελλάδας. Τη διετία 2020 – 2021 το ελληνικό κράτος διέθεσε για τη στήριξη της οικονομίας (επιχειρήσεις, εργαζομένους, νοικοκυριά) περισσότερα από 40 δισ. ευρώ, τα οποία δεν του περίσσευαν, με αποτέλεσμα σε συνδυασμό με την ύφεση να γίνει η πλέον υπερχρεωμένη χώρα μ δημόσιο χρέος πολύ άνω του 200% του ΑΕΠ. Επίσης, το 2021 έφερε μαζί του –και τον κληροδότησε και στο 2022- τον πληθωρισμό, μια επί δεκαετίες… ξεχασμένη έννοια και συνθήκη. Η αποδιοργάνωση της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, σε συνδυασμό με συμφέροντα στο χώρο των μεταφορών που εκμεταλλεύονται τις παρενέργειες της πανδημίας, αλλά και η μεγάλη άνοδος στις τιμές των καυσίμων και της ενέργειας, ως απόρροια της αυξημένες ζήτησης μετά το «νωθρό» 2020, αλλά και γεωπολιτικών εντάσεων που αναδύονται στον ρευστό μας κόσμο, είχε ως αποτέλεσμα την πυροδότηση της αλυσίδας των ανατιμήσεων και την εκτόξευση των τιμών. Αυτή η εξέλιξη έχει ως αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί η αναπτυξιακή προοπτική του 2022 και να θαμπώσει η εικόνα ενός χρόνου που βρίσκεται ακόμη στο 2ο μήνα του. Ας μη ξεχνάμε ακόμη ότι η ανάπτυξη του 2021 είχε ως νομοτελειακό αποτέλεσμα την αύξηση των εισαγωγών -τελικών προϊόντων και πρώτων υλών- κατά 31,1% στα 64,2 δισ. ευρώ και την διεύρυνση –στην πραγματικότητα εκτίναξη- του εμπορικού ελλείμματος κατά 33,8%, στα 24,3 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα είναι μια εισαγωγική χώρα και αν αυτή η συνθήκη δεν αλλάξει, η διατηρήσιμη ανάπτυξη θα είναι μονίμως αγχώδης και –κυρίως- θα τίθεται πάντα υπό αμφισβήτηση.

Δύσκολα χρόνια

Με αυτά τα δεδομένα το 2022 και τα επόμενα χρόνια αναμένονται δύσκολα, αλλά ταυτόχρονα, άκρως ενδιαφέροντα για την ελληνική οικονομία, αφού θα καθορίσουν εξελίξεις σε βάθος δεκαετιών. Διότι πέρα από τα μεγέθη αυτά καθαυτά, το μεγάλο στοίχημα της χώρας στη δεκαετία του 2020 παραμένει η παραγωγική ανασυγκρότηση. Όπως ήταν στοίχημα και εν μέσω Μνημονίων στη δεκαετία του 2010, χωρίς να προκύψουν σοβαρά αποτελέσματα, διότι το ενδιαφέρον όλων ήταν στραμμένο στη διαχείριση της δύσκολης καθημερινότητας. Σχεδόν όλοι αντιλαμβάνονται, πλέον, ότι το σχήμα «δανείζομαι και καταναλώνω» δεν μπορεί να αποδώσει, ενώ οι σύγχρονες απαιτήσεις για ψηφιακότητα, πρασίνισμα και εξωστρέφεια της οικονομίας δεν καλύπτονται με… κόλπα. Το θετικό στην παρούσα συγκυρία είναι ότι «λεφτά υπάρχουν» και είναι πολλά. Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ και νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική προορίζονται γι’ αυτούς τους σκοπούς. Το ζητούμενο είναι να αξιοποιηθούν, αλλά αυτή τουλάχιστον τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος αν υπάρχουν οι δυνατότητες. Κι αυτό κυρίως διότι στον αντίποδα υπάρχουν δύο αρνητικά:

Πρώτον, η περιορισμένη δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, να προσαρμοστούν με την ταχύτητα και την αξιοπιστία που χρειάζεται, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς που επέζησαν της κρίσης στη δεκαετία του 2010 και στη διετία του κορωνοϊού είναι μεν ζωντανοί, αλλά πληγωμένοι, ενώ τα αντανακλαστικά τους παραδοσιακά είναι αργά. Μάλλον στη χώρα μας η έννοια της επιχειρηματικότητας είναι υπερτιμημένη. Στην πράξη οι επιχειρήσεις –διαμάντια, που σε κάθε συγκυρία είναι συντονισμένες με την εποχή τους και λειτουργούν ορθολογικά αναλόγως του αντικειμένου τους, είναι οι λιγότερες. Τώρα είναι μια κρίσιμη στιγμή, κατά την οποία θα φανεί ποιοι μπορούν και αξίζουν να αναπτυχθούν και να προχωρήσουν και ποιοι θα μείνουν πίσω και θα σβήσουν.

Δεύτερον, ο κρατικός μηχανισμός και οι δημόσιες δομές που οφείλουν να κινητοποιηθούν για την επιτάχυνση της αναδιοργάνωσης και του εκσυγχρονισμού της παραγωγής της χώρας χρεώνονται με υψηλό βαθμό αναποτελεσματικότητας. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν το ελληνικό σύστημα είναι έτοιμο να «εξυπηρετήσει» επενδύσεις 200 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Απέναντι στο λογικό πρόβλημα ενός οικονομικού συστήματος, που πάντα είναι τα λεφτά, στην Ελλάδα το ζητούμενο είναι οι μηχανισμοί που θα απορροφήσουν τα λεφτά, που στην περίπτωση μας υπάρχουν. Όταν για να σηκώσεις μια αποθήκη απαιτούνται αδειοδοτικές και ελεγκτικές διαδικασίες ενός έτους, ίσως και παραπάνω, ο καθένας αντιλαμβάνεται τη χρονοκαθυστέρηση που υπάρχει για την ολοκλήρωση μιας παρέμβασης και τη λειτουργία μιας επένδυσης . Ή όταν μια δικαστική απόφαση αργεί να εκδοθεί για χρόνια, είναι λογικό η αναμονή να την απαξιώνει, εάν δεν την ακυρώνει. Ή όταν μια επένδυση δεν προχωράει επειδή αυτός που τη σχεδίασε και την πρότεινε εξασφαλίζει σε επιδοτήσεις το 50%, 60% ή 70% του προϋπολογισμού, αλλά δεν μπορεί να καλύψει τα υπόλοιπα, τότε μάλλον πρέπει να αλλάξει δουλειά.  

Καλά νέα για τη Θεσσαλονίκη

Για τη Θεσσαλονίκη, την Κεντρική Μακεδονία και την υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα, που πουλάνε λιγότερο ήλιο, θάλασσα και ξαπλώστρες και περισσότερο τρόφιμα, βιομηχανικά είδη και μεταφορικό έργο οι εξελίξεις πιθανότατα θα είναι θετικές. Άλλωστε στη ζωή, στην ιστορία και στην οικονομία η γεωγραφία παίζει πάντα ρόλο, θετικό ή αρνητικό. Η περιοχή έχει καλλιεργήσει εδώ και χρόνια έντονα την παραγωγική κουλτούρα και την εξωστρέφεια –τα 750 μέλη του Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ), στην πλειοψηφία τους μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Β. Ελλάδος, πραγματοποιούν περίπου το 50% των συνολικών εξαγωγών της χώρας-, κάτι που σημαίνει ότι ο εκσυγχρονισμός της χώρας θα της δώσει σημαντική ώθηση. Κατά κάποιο τρόπο η εποχή της κλείνει πονηρά το μάτι! Το ζητούμενο είναι αν η αποδοτικότητα των επόμενων χρόνων είναι ικανή για την αλλαγή της συνθήκης οριστικά και αμετάκλητα ή αν τελικά τα πράγματα θα βελτιωθούν λίγο και για λίγο, μέχρι να βαλτώσουν ξανά. Αν η επόμενη περίοδος θα ωθήσει την Βόρεια Ελλάδα στις ανεπτυγμένες οικονομικά περιοχές της ΕΕ ή θα τη διατηρήσει εκτός περιγράμματος, όπως συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες. Αν θα απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις του ιδιωτικού τομέα ή αν το κρατικοδίαιτο σύστημα θα εξακολουθήσει να επενδύει στη λαθροβίωση και την ανακύκλωση. Αν θα αξιοποιηθούν τα συγκριτικά της για το σύγχρονο κόσμο πλεονεκτήματα –κυρίως το ανθρώπινο δυναμικό και η γνώση- ή θα παραμείνουν φραγμοί και περιορισμοί, που θα οδηγήσουν τους τελευταίους να κλείσουν την πόρτα.

Στη μοίρα της περιοχής ενδεχομένως τα επόμενα χρόνια να παίξουν αρνητικό ρόλο τρεις παράγοντες. Η έλλειψη φυσικής ηγεσίας σε όλα τα κρίσιμα επίπεδα. Ο σύμφυτος συντηρητισμός της τοπικής κοινωνίας, που δεν «έσπασε» ούτε καν ενώπιον της πανδημίας, αφού τάχθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά της επιστήμης και υπέρ του πεπρωμένου. Και φυσικά, η συγκεντρωτική δομή του ελληνικού κράτους, το οποίο αν και ποιώντας την ανάγκη φιλοτιμία, προσπαθεί λόγω κορωνοϊού να ξεπεράσει αγκυλώσεις δεκαετιών, βρίσκεται ακόμη πολύ πίσω.