Skip to main content

Ερωτήματα για τα «ήξεις αφήξεις» του ΑΠΘ με την αναγόρευση του Άνθιμου

Είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή για να ανοίξει η συζήτηση σχετικά με τις διαδικασίες με τις οποίες λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις.

Του Νίκου Ηλιάδη

Τώρα που κάθισε η σκόνη από την υπόθεση της ανακήρυξης του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμου σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή για να ανοίξει η συζήτηση σχετικά με τις διαδικασίες με τις οποίες λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις. Διότι, όσα ερωτήματα γεννώνται από την απόφαση να αποδοθεί στον μητροπολίτη η τιμητική αυτή διάκριση, άλλα τόσα προκάλεσε η απόφαση της πρυτανείας του πανεπιστημίου να αναβάλει την προγραμματισμένη για σήμερα εκδήλωση της αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα. Εξηγούμαι.
 
Είμαι απ’ αυτούς που θεώρησαν πως η αρχική απόφαση του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ ήταν εσφαλμένη. Το βασικό μου επιχείρημα ήταν ότι ο λόγος του κ. Άνθιμου είναι συχνά διχαστικός, μισαλλόδοξος, αταίριαστος προς τον θεσμικό ρόλο του και μετά βεβαιότητας αποκλίνων προς το ακαδημαϊκό ύφος το οποίο οφείλει να πρεσβεύει ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος. Την ίδια γνώμη, με παρόμοια ή άλλα επιχειρήματα εξέφρασαν και πολλοί άλλοι, κυρίως μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αντιδράσεις υπήρξαν επίσης και από τη νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι αυτοί ικανοί λόγοι, ώστε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα να ακυρώσει μια τέτοια απόφαση; Η απάντηση είναι «ασφαλώς όχι»! Κάθε πανεπιστημιακό ίδρυμα έχει το απόλυτο δικαίωμα, ως αυτοτελής και αυτοδιοίκητος οργανισμός, να λαμβάνει τέτοιου είδους αποφάσεις, με βάση τα δικά του αξιολογικά κριτήρια∙ και φυσικά να τις υλοποιεί, ασχέτως των αντιδράσεων που ενδεχομένως θα προκληθούν, όπως εν προκειμένω. Δεν μπορεί η άποψη της «κοινής γνώμης» ή η αντίδραση ενός κόμματος, ακόμη και εάν πρόκειται για το κυβερνών, να υποκαθιστούν την αξιολογική κρίση ενός ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος.

Εκτός εάν, η κρίση αυτή και η συνεπακόλουθη απόφαση απονομής μιας τιμητικής διάκρισης είναι σαθρή, ξένη προς τα αξιολογικά κριτήρια και την ακαδημαϊκή παράδοση του ιδρύματος, προϊόν ιδιοτελών σκοπιμοτήτων ή απλώς δημοσίων σχέσεων. Σε αυτή την περίπτωση το πανεπιστημιακό ίδρυμα οφείλει να την ανακαλέσει∙ όχι για να ικανοποιήσει την «κοινή γνώμη», αλλά για να διαφυλάξει το κύρος του.

Το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της πρυτανείας του ΑΠΘ ή έστω του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας δεν βγήκαν να υπερασπιστούν την αρχική απόφασή τους να τιμήσουν τον κ. Άνθιμο, παρά προτίμησαν να κρυφτούν πίσω από μια ολιγόλογη ανακοίνωση περί (δήθεν) αναβολής της εκδήλωσης ανακήρυξης του μητροπολίτη σε επίτιμο διδάκτορα, δείχνει ότι ούτε οι ίδιοι έχουν πειστεί για την ορθότητα της επιλογής τους. Εάν πράγματι αυτός είναι ο λόγος που οδηγεί στη διαφαινόμενη ακύρωση της αρχικής απόφασης, τότε οι πρυτανικές αρχές ορθώς έπραξαν. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν, δηλαδή η απόφασή τους σκοπό έχει να χαϊδέψει την «κοινή γνώμη» και να ικανοποιήσει την κομματική νεολαία του κυβερνώντος κόμματος τότε θα πρόκειται απλώς για ένα νέο λάθος το οποίο αντί να αποκαθιστά το ακαδημαϊκό κύρος του Ιδρύματος το πλήττει ακόμη περισσότερο.