Skip to main content

Ξέπλυμα βρόμικου χρήματος: Ποιοι, πού, πότε, πώς και γιατί

Ποιοι είναι αυτοί που ξεπλένουν βρόμικο χρήμα; Οι τέσσερις κατηγορίες όσων διαπράττουν ένα οικονομικό έγκλημα με παγκοσμιοποιημένη διάσταση.

του Γιάννη Μάρκοβιτς

«Ξέπλυμα βρόμικου χρήματος»: Ποιοι, πού, πότε, πώς και γιατί; Ερωτήματα που οι απαντήσεις τους, μας βοηθούν να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος. Μιας παραβατικότητας που εντάσσεται στο οικονομικό έγκλημα, έχει παγκοσμιοποιημένη διάσταση και είναι αρκετά δύσκολη η καταπολέμηση του συγκεκριμένου φαινομένου.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να διακρίνουμε τέσσερις κατηγορίες ξεπλύματος, απαντώντας στο ποιοι είναι αυτοί που ξεπλένουν βρόμικο χρήμα. Είναι:

(1) Αυτοί που διαπράττουν βασικά ποινικά αδικήματα (δηλαδή, φοροδιαφυγή, διαφθορά, λαθρεμπορία, εμπορία ανθρώπων, όπλων, ναρκωτικών, καταχρήσεις, υπεξαιρέσεις, χρηματισμοί, κ.λπ.) και προσπαθούν να ξεπλύνουν τα δικά τους παράνομα αποκτηθέντα χρήματα.

(2) Αυτοί που διαπράττουν βασικά ποινικά αδικήματα και προσπαθούν να ξεπλύνουν τόσο τα δικά τους χρήματα, όσο και εκείνα που άλλοι έχουν αποκτήσει.

(3) Αυτοί που έχουν νόμιμες επιχειρήσεις, δεν διαπράττουν βασικά ποινικά αδικήματα, αλλά προσπαθούν να ξεπλύνουν χρήματα άλλων προσώπων, ως τμήμα της δικής τους νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας.

(4) Αυτοί που προσπαθούν να ξεπλύνουν τα χρήματα άλλων προσώπων, μέσω δικής τους επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Η δύσκολη απάντηση είναι γιατί το κάνουν αυτό; Αν δούμε την πρώτη κατηγορία που αναφέραμε παραπάνω, τότε ως επί το πλείστον, η απόφαση για ξέπλυμα είναι λόγω ανάγκης. Με άλλα λόγια, η διάπραξη μιας εγκληματικής πράξης από έναν άνθρωπο, η οποία του αποφέρει οικονομικό όφελος, πρέπει να συγκαλυφθεί μέσα από το ξέπλυμα του βρόμικου χρήματος, διαφορετικά η πιθανότητα αποκάλυψής του είναι μεγάλη. Στην πλειονότητά τους, αυτοί που διαπράττουν μια παράνομη πράξη δεν το κάνουν από επιλογή και για να καταπολεμηθεί αυτή η κατηγορία εγκληματιών, η επικέντρωση πρέπει να είναι στη δυσκολία που θα έχουν οι παραβάτες, όταν προσπαθήσουν να συγκαλύψουν τα ίχνη τους (δηλαδή, τα παράνομα οικονομικά οφέλη τους). Δυστυχώς, ο οικονομικός εγκληματίας δεν συσχετίζει την ποινή που θα έχει εφόσον συλληφθεί με το αδίκημα που διαπράττει, ειδικά εάν η κατάσχεση των παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων επέρχεται (εάν τελικά αυτό συμβαίνει) πολλά χρόνια μετά. Συνήθως, εάν καταδικαστεί για το βασικό αδίκημα και υπάρξει συσχέτιση με το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, στη δική του αντίληψη θα υπάρχει πάντα το αίσθημα αδικίας, όχι για το βασικό αδίκημα, αλλά για την κατάσχεση των χρημάτων.

Η δεύτερη κατηγορία που αναφέρουμε παραπάνω, εμφανίζει παραπλήσια κίνητρα με την πρώτη. Η κύρια διαφορά τους είναι ότι η παραβατική συμπεριφορά δεν πηγάζει μόνο από την ανάγκη, αλλά και από την απληστία: ωθούνται από την ανάγκη τους να τους αγαπούν και να τους θαυμάζουν. Η προσπάθεια για την καταπολέμηση του φαινομένου του ξεπλύματος σε αυτή την κατηγορία, πρέπει να επικεντρώνεται στην αντιστροφή αυτής της ανάγκης. Με άλλα λόγια, ο «σεβασμός» που επιδιώκουν οι συγκεκριμένοι εγκληματίες να είναι κατά πολύ μικρότερος και σπανιότερος από την περιφρόνηση και απαξίωση που θα βιώνουν από το σύνολο της κοινωνίας, εφόσον συλληφθούν να διαπράττουν εγκληματικές πράξεις. Η ύπαρξη του κοινωνικού στιγματισμού σε αυτή την κατηγορία είναι απαραίτητη για την εμφάνιση επαρκών αντικινήτρων.

Η τρίτη κατηγορία υπάρχει παντού στην αγορά και όχι μόνο στις εταιρείες που ασχολούνται με χρηματοοικονομικά και τραπεζικά προϊόντα. Μπορεί να είναι οι ίδιοι οι επιχειρηματίες ή τα στελέχη των επιχειρήσεων. Το βασικό τους κίνητρο είναι η ανάγκη ασφάλειας και η εξασφάλιση των αποκτημάτων τους. Για παράδειγμα οι οικονομικές δυσκολίες μιας επιχείρησης, η απειλή χρεών ή πτώχευσης, η πιθανότητα απώλειας της εργασίας, αλλά και προβλήματα που έχουν να κάνουν με άλλους παράγοντες (π.χ., υγεία, οικονομική κρίση, ανταγωνισμός, κ.λπ.), ωθούν τους ανθρώπους στην απόφαση για παράνομη οικονομική δραστηριότητα. Κατά βάσει είναι θύματα μιας αρνητικής εξέλιξης ή μιας απειλής που έχει δυσμενείς επιπτώσεις στους ίδιους ή/και στην οικογένειά τους. Ως εκ τούτου, η αντιμετώπιση του φαινομένου του ξεπλύματος είναι αρκετά δύσκολη, καθώς η εμφάνιση αντικινήτρων δεν οδηγεί σε αλλαγή της παραβατικής συμπεριφοράς, καθώς η παραβατικότητα είναι εξωγενώς καθοριζόμενη και ελεγχόμενη.

Η τέταρτη κατηγορία αφορά στους κατ’ επάγγελμα εγκληματίες. Το ξέπλυμα χρήματος είναι ο τρόπος ζωής τους και συνήθως υπήρξε εμπλοκή με την κοινή παραβατικότητα, όμως μη ρισκάροντας στο παρόν να πιαστούν, έχουν αποφασίσει να «ασχοληθούν» με τα εγκλήματα του «λευκού κολάρου», τα οποία δύσκολα αποκαλύπτονται ή αποδεικνύονται στα δικαστήρια. Μια ακόμη ομάδα ανθρώπων στους κατ’ επάγγελμα εγκληματίες, είναι αυτοί που ανήκουν στην τρίτη κατηγορία και έχουν δει τα μεγάλα οφέλη από τις προμήθειες που λαμβάνουν με το ξέπλυμα, χωρίς να κινδυνεύουν να πιαστούν ή να μπουν στο στόχαστρο του νόμου. Αυτοί ωθούνται από την ανάγκη να είναι μέλη σε μια καλά περιφρουρούμενη ομάδα, να απολαμβάνουν εκτίμηση και αποδοχή ως επαγγελματίες και για κάποιους εξ αυτών, να επιτυγχάνουν την «αυτοπραγμάτωση» (να αισθάνονται ότι κάνουν αυτό που τελικά θέλουν και τους κάνει να είναι ευτυχισμένοι). Αυτή η γκάμα των αναγκών που συναντιέται στη συγκεκριμένη κατηγορία, «ανοίγει» ένα μεγάλο πεδίο στον τρόπο και στη μεθοδολογία ελέγχου που πρέπει να αναπτύσσουν οι ελεγκτικές αρχές για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος.

Συμπερασματικά, οι οικονομικοί εγκληματίες και ειδικά εκείνοι που εμπλέκονται με το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος είναι «ψυχολογικά λειτουργικά» άτομα, που ζουν κάθε στιγμή χωρίς να έχουν μεγάλα ερωτηματικά για το τι έπραξαν στο παρελθόν ή αγωνία για το τι μέλει γενέσθαι και ακολουθούν το ένστικτό τους, αδιαφορώντας εν πολλοίς για τη γνώμη και τις επιθυμίες των άλλων. Όσοι εμπλέκονται με το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος έχουν λιγότερο άγχος και βιώνουν μία ομαλότερη καθημερινότητα από εκείνους που καλούνται να τους ελέγξουν και να τους αποκαλύψουν. Πέφτουν για ύπνο δίχως εφιάλτες ή αγωνία για το τι θα τους ξημερώσει. Είναι αρκετά σίγουροι ότι οι παράνομες πράξεις τους δύσκολα εντοπίζονται και ξεσκεπάζονται. Εν αντιθέσει με τους διώκτες τους, που βιώνουν την πίεση για να τους συλλάβουν και να αποδείξουν πως, από ποιους και με ποιον τρόπο έγιναν οι οικονομικές παρανομίες.