Skip to main content

Τα κορίτσια της ζωής μας στις ξαπλώστρες στη Χαλκιδική

Για όλα τα αγόρια και για όλους τους άντρες υπάρχει πάντα ένα κορίτσι. Ιδίως τα καλοκαίρια. Κορίτσια που ζούνε για πάντα σε τραγούδια.

Παντού υπάρχει ένα κορίτσι. Όπου κι αν γυρίσει να κοιτάξει κανείς. Για όλα τα αγόρια και για όλους τους άντρες υπάρχει πάντα ένα κορίτσι. Ενίοτε και περισσότερα. Κάποτε στη ζωή τους. Κάπου στην ψυχή τους. Ιδίως τα καλοκαίρια. Πάντα τα καλοκαίρια. Αλλά και στη ζωή κάθε κοριτσιού υπάρχει πάντα ένα κορίτσι. Μια κολλητή. Μια «φραγκοσυριανή» που κάθεται στο μπιτς μπαρ της Χαλκιδικής μαζί με «το κορίτσι από την Ιπανέμα». Συζητούν για τον Μάρκο και τον Αντόνιο Κάρλος, που τους περιμένουν να έρθουν από μακριά. Αλλά και πιο δίπλα η «Αρχόντισσα» και το «Κορίτσι με καστανά μάτια» που έκλεισαν την πόρτα της ζωής τους στον Βασίλη, το φίλο του Λάκη, και τον Βαν. Τώρα το μετάνιωσαν, αλλά είναι αργά.  

Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν ένας σεμνός άνθρωπος. Κι ένας ντροπαλός άνδρας. Τουλάχιστον πάνω στο πάλκο. Όταν τραγουδούσε κοιτούσε χαμηλά. Το μπουζούκι και τα παπούτσια του. Αν κοιτούσε τον κόσμο τα έχανε. Το 1935, ήταν καλοκαίρι, έπαιξε και τραγούδησε για πρώτη φορά στη Σύρο. Στην πατρίδα του, από την οποία είχε φύγει κυνηγημένος για τον Πειραιά 18 χρόνια πριν, το 1917. Έπαιξε σε ένα μαγαζί στην παραλία έχοντας μαζί του στο πάλκο τον Μπάτη και τον πιανίστα Ροβερτάκη. Έμεινε εκεί δύο μήνες. Ο κόσμος πολύς, ο Μάρκος είχε ήδη φτιάξει όνομα στο ρεμπέτικο. Ένα βράδυ, την ώρα που έπαιζε, σήκωσε το κεφάλι και είδε ανάμεσα στον κόσμο μια κοπέλα με μαύρα μάτια. Το βράδυ δε θυμόταν τίποτε άλλο, αλλά τα μάτια της δεν μπορούσε να τα βγάλει από το μυαλό του. Τη σκεφτόταν διαρκώς κι ας μην ήξερε το όνομά της, ούτε αν θα μπορούσε να την ξαναβρεί. Πήρε ένα πρόχειρο χαρτί κι ένα μολύβι κι έγραψε «Μια φούντωση, μια φλόγα / έχω μέσα στην καρδιά / λες και μάγια μου ’χεις κάνει / Φρογκοσυριανή γλυκιά». Μόνο τότε μπόρεσε να κοιμηθεί. Όταν μετά από λίγο καιρό επέστρεψε στον Πειραιά έγραψε τη «Φραγκοσυριανή». Για μια κοπέλα που είχε δει, αλλά δεν την ήξερε. Για μια κοπέλα που θυμόταν το βλέμμα της κάθε φορά που τραγουδούσε την «Φραγκοσυριανή». Για μια κοπέλα που πέρασε τη ζωή της ακούγοντας τη «Φραγκοσυριανή» στα ραδιόφωνα, στους δίσκους και στα κέντρα στα γραμμόφωνα χωρίς να μάθει ότι το τραγούδι ήταν γραμμένο γι’ αυτήν.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο Βασίλης Τσιτσάνης γνώρισε στην Αθήνα, μέσω ενός φίλου και συμμαθητή του από τα Τρίκαλα, την Ελίζα. Ο Λάκης –έτσι έλεγαν τον φίλο του- ήταν ερωτευμένος με την Ελίζα, η οποία, όμως, τον απέρριπτε σταθερά. Ήταν μια όμορφη κοπέλα, με μαύρα κυματιστά μαλλιά, η οποία στην πρώτη εκείνη συνάντηση με τον Τσιτσάνη του έδωσε το τηλέφωνό της και του είπε μια μυστηριώδη φράση: «Εγώ Βασίλη δεν θα φύγω ποτέ από τη ζωή σου». Προσπαθώντας να λύσει το… μυστήριο ο Τσιτσάνης πήγε την επομένη στη διεύθυνση που του είχε γράψει και βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο αρχοντικό. Όταν τη συνάντησε έμαθε τον καημό της. Ήταν παντρεμένη με έναν Άγγελο –τον άγγελό της- που είχε σκοτωθεί όταν μια μέρα πήγαν για μπάνιο και προσπαθώντας να κάνει βουτιά κτύπησε το κεφάλι του σε έναν βράχο. Από τότε κοιμόταν με το πορτρέτο του αγκαλιά, ενώ είχε προβλήματα από τα υπνωτικά στα οποία κατέφευγε. «Βασίλη, δεν θα ξαναγαπήσω ποτέ κανέναν άλλο» του είπε αποχαιρετώντας τον στην εξώπορτα. Τρία χρόνια μετά, το 1941, όταν ήδη η Ελίζα είχε χάσει τα λογικά της από τον καημό και τις ουσίες,  ένας Γερμανός τη σκότωσε στη μέση του δρόμου επειδή αλλοπαρμένη έβριζε τους Ναζί. Πρόλαβε, όμως, να ακούσει το τραγούδι που έγραψε ο Τσιτσάνης εμπνεόμενος από την παρουσία της.

Ήταν η «Αρχόντισσα», που για πολλούς είναι το πιο μελωδικό τραγούδι του συνθέτη, πραγματικά αθάνατο. Ο Τσιτσάνης το έγραψε στη Θεσσαλονίκη, όπου επέστρεψε αμέσως μετά την επίσκεψή του στο σπίτι της. Η «Αρχόντισσα» γεννήθηκε στο πειθαρχείο που έκλεισαν τον Τσιτσάνη, ο οποίος υπηρετούσε στο Τάγμα Τηλεγραφητών και για μία ακόμη φορά είχε παραβιάσει την άδεια του. Η «Αρχόντισσα», όπως είχε προβλέψει η Ελίζα, δεν έφυγε ποτέ από τη ζωή του Τσιτσάνη. Ούτε, όμως, από τη ζωή του Λάκη που την είχε ερωτευτεί παράφορα και δεν την ξεπέρασε ποτέ. Όταν το 1982, 44 χρόνια μετά το 1938, ο Λάκης συνάντησε για πρώτη φορά τον Τσιτσάνη στο «Χάραμα» της Καισαριανής άκουσε την «Αρχόντισσα» κρατώντας με τα δύο του χέρια το σκυμμένο κεφάλι.

Αρκετά χρόνια μετά, του 1962, πολύ μακριά από την Ελλάδα, στην Βραζιλία, ο συνθέτης Αντόνιο Κάρλος Τζομπίμ και ο στιχουργός Βινίσιο ντε Μαράες έβλεπαν καθημερινά μια όμορφη ξανθιά κοπέλα να περπατά στο δρόμο προς τη θάλασσα, προς τον ωκεανό. Ήταν η 17χρονη Ελόια Ενέιντα Πάες Πίντο, που ζούσε στα νότια του Ρίο ντε Τζανέιρο, πάνω σχεδόν στην παραλία, στην οδό Μοντενέγκρο της Ιπανίμα. Με την εικόνα της στα μάτια τους οι δύο δημιουργοί έγραψαν ένα από τα πιο καλοκαιρινά τραγούδια όλων των εποχών, το αθάνατο «Τhe girl of Ipanema». Μια λάτιν τζαζ μπαλάντα, μια καλοκαιρινή μπόσα νόβα που ακολουθεί τα κυματιστά βήματα της Ελόια. Ένα πέρασμα που εμπεριείχε μια αδιόρατη μελαγχολία επειδή μας θυμίζει «το αίσθημα της νιότης που χάνεται, της ομορφιάς που δεν είναι μόνο δική μας». Έτσι πιστεύει ο στιχουργός που κάτι παραπάνω ξέρει και καταλαβαίνει. Για τους υπόλοιπους το αέρινο βάδισμα της 17χρονης Βραζιλιάνας – «Το κορίτσι από την Ιπανέμα περπατάει / και όταν περνάει χαμογελάει / αλλά δεν βλέπει / όταν περπατάει / είναι σαν μια σάμπα»- ενδέχεται να σημαίνει «ότι το κάθε πέρασμα μπορεί να είναι ένα μικρό ανθρώπινο μεγαλείο», όπως γράφτηκε πρόσφατα.


Πέντε χρόνια αργότερα, το 1967, αρκετά βορειότερα από την Ιπανέμα, ο εξαιρετικός Βαν Μόρισον, που ακόμη το παλεύει στη σκηνή και στη δισκογραφία, γράφει για «Το κορίτσι με τα καστανά μάτια». Ένα τραγούδι – ύμνος για το πιο συνηθισμένο κορίτσι πάνω στη Γη, αυτό με τα καστανά μάτια. Ένα κορίτσι που ο τροβαδούρος ερωτεύτηκε, αλλά έχασε και τώρα που πάλεψε σκληρά για να βρει το δρόμο του και είναι μόνος το αναπολεί. Το βλέπει να στέκεται στο φως του ήλιου και να γελά, να κρύβεται πίσω από το ουράνιο τόξο, να κάνει έρωτα στο πράσινο χορτάρι πίσω από το στάδιο. Είναι αργά…



Παντού υπάρχει ένα κορίτσι. Ενίοτε και περισσότερα. Στις αναμνήσεις κάθε αγοριού, κάθε άνδρα. Όπως τα «Κορίτσια της συγγνώμης» για τον Χάρη και τον Πάνο: «Οι γκρίζες οι κοπέλες που μ' αγάπησαν / κάτι χλωμές κάτι χοντρούλες με γυαλιά. / Αυτές που δεν τους ρίχνεις δεύτερη ματιά / ξενοδοχεία της αγάπης νυχτωμένα. / Που περιμένεις να περάσει η μπόρα και μετά / φεύγεις και σε κοιτάζουν λυπημένα. / Το ξέρουν από την αρχή μα πάντα ελπίζουν / όταν σου δίνουν με αγωνία το φιλί τους. / Το βλέπουν μες στα μάτια σου / το βλέπεις στα δικά τους / ένα σωρό "τελειώσαμε" η ζωή τους. / Κορίτσια της συγγνώμης μες στα μάτια σας / είναι μια λύπη που δεν έχω εγώ ξεχάσει».

Και όπως τα «Κορίτσια της μνήμης» του δικού μας Ζορζ Μουστακί. Του ελληνικής καταγωγής Αιγυπτιώτη, πολιτογραφημένου Γάλλου τροβαδούρου, που ύμνησε τη Μεσόγειο και την περιπλάνηση των ανθρώπων. Του γοητευτικού κοσμοπολίτη, με τη γαλάζια ματιά, που ευτύχησε να γνωρίσει πολύ κόσμο από κοντά και την Εντίθ Πιάφ από πολύ κοντά.