Skip to main content

Τα... μπουζούκια στις πλατείες της Θεσσαλονίκης και οι μάγκες ενός άλλου καιρού

Η… ερωτική τρέλα ενός άνδρα για μια γυναίκα, η… αρρώστια της καριέρας, η μυθολογία του τραγουδιού, η γοητεία της νύχτας είναι μερικές προσεγγίσεις.

Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 κάποιοι νέοι άνδρες πουλούσαν τις οικογενειακές τους περιουσίες, συνήθως χωράφια, οικόπεδα και σπίτια, για να στηρίξουν την καριέρα της αγαπημένης τους, που ήταν –ή πίστευε πως ήταν- τραγουδίστρια. Ίσως, μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις να αποτέλεσαν την αρχή μιας χρυσοφόρου καριέρας στις νυχτερινές πίστες, τα οφέλη της οποίας σπανίως απόλαυσαν αυτοί που «ακούμπησαν» το πρώτο κεφάλαιο, αφού στο μεταξύ η σχέση, στερούμενη οικονομικού ενδιαφέροντος, απλώς είχε διαλυθεί. Η ιστορία επαναλαμβάνεται με διαφορετικούς όρους, αναλόγως της εποχής. Ήταν το 2006 όταν 37χρονος στη Θεσσαλονίκη συνελήφθη επειδή λήστεψε τράπεζα και πήρε 45.000 ευρώ. Στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν ισχυρίστηκε ότι στόχος του ήταν να χρηματοδοτήσει το πρώτο CD της τραγουδίστριας φίλης του. Μπορεί να ήταν κι έτσι… Και είναι τώρα, το 2020, που το… παλληκάρι δεν διστάζει να διανύσει 200 χιλιόμετρα μέσα στη νύχτα και στον κορωνοϊό –συχνά με χαρτζιλίκι από την σύνταξη της γιαγιάς- για να φτάσει από τη Θεσσαλονίκη στις Σέρρες, ώστε η καρδιά του να το ρίξει έξω μέχρι το πρωί, χωρίς χρονικούς περιορισμούς.

Ή ακόμη για το χατίρι ενός έρωτα –για μια γυναίκα, για έναν άνδρα, για την ίδια τη ζωή- να… παρτάρει μέχρι πρωίας στις πλατείες και στα πεζοδρόμια, πίνοντας, καπνίζοντας και βρωμίζοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Αλλά και να τσαμπουκαλευτεί με την αστυνομία, που θα του κάνει παρατήρηση να προσέχει, να φοράει μάσκα. Και να ειρωνευτεί όσους επιμένουν ότι η εποχή δεν είναι κατάλληλη για συναθροίσεις και συνωστισμούς. Η νοοτροπία φτηνού μπουζουξίδικου χύμα στους δρόμους και στις πλατείες. Μόνο οι γαρδένιες, οι σαμπανιέρες και τα γύψινα πιάτα λείπουν, αν και όχι πάντα.  

Οι υποθέσεις αυτές έχουν πολλαπλή ανάγνωση, πιθανόν κοινή αφετηρία και μάλλον το ίδιο υπόβαθρο. Ακόμη και όταν προσπαθήσει κανείς να τις δει από διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Η… ερωτική τρέλα ενός άνδρα για μια γυναίκα, η… αρρώστια της καριέρας, η μυθολογία του τραγουδιού, η γοητεία της νύχτας, η ασίγαστη επαναστατικότητα (sic) των νέων, που το αίμα τους βράζει, η τραγωδία της ανθρώπινης ματαιοδοξίας είναι μερικές μόνο προσεγγίσεις, που ανάλογα με την περίπτωση έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο ενδιαφέρον. Διότι μπορεί τις περισσότερες φορές στον πυρήνα τους να βρίσκονται οι ανθρώπινες σχέσεις –ως γνωστόν ο έρωτας είναι η ισχυρότερη και βασανιστικότερη από αυτές-, αλλά τελικά έχει σημασία και ο τρόπος που λειτουργεί το μυαλό των ανθρώπων. Όπως και ο τρόπος που εκφράζονται τα ένστικτά τους. Τα «μπουζούκια» –όπως «μεταφράζεται» τις τελευταίες δεκαετίες ο συγκεκριμένος όρος στην ουσία περιλαμβάνει κάθε είδους θορυβώδη νυχτερινή διασκέδαση- δεν είναι απλώς ένα έντονο σύμπτωμα στην καθημερινότητα των νεοελλήνων. Είναι στην πραγματικότητα φωτογραφία της νοοτροπίας τους. Ένα ρηχό αποτύπωμα φτήνιας, που αντανακλά με όρους νύχτας την ψυχολογική και συναισθηματική κατάσταση πολλών ανθρώπων γύρω μας. Όσες προσπάθειες κι αν γίνονται κατά καιρούς για την «αγιοποίηση» ενός κλίματος, που συντίθεται από ποτά – μπόμπες, βαριά τσιγάρα, ημίγυμνες τραγουδίστριες στην πίστα, μισοντυμένες… , χορεύτριες πάνω στο μπαρ, ελληνικά και ξένα καψουροτράγουδα στη διαπασών, η αλήθεια είναι ότι η συγκεκριμένη κατάσταση, δηλαδή αυτό που οι περισσότεροι ονομάζουν διασκέδαση, δεν έχει καμία σχέση με μουσική και συναισθηματική έκφραση.

Οι μουσικοί θόρυβοι που συνήθως υπάρχουν δεν είναι παρά μια προσπάθεια να καλυφθούν αμήχανες συμπεριφορές. Όσο κινηματογραφικό και αν φαντάζει το σκηνικό με τις φωτεινές ταμπέλες, τα πολύχρωμα φωτορυθμικά ή –εσχάτως- με τα θαμπά δημοτικά φώτα της πλατείας, δεν παύει να είναι μελαγχολικό. Έως θλιβερό. Διότι κυριαρχεί εμφανώς η δυστυχία που κατακλύζει τους πρωταγωνιστές. Όσους πίσω από την άνεση των κινήσεων, τα ψεύτικα γέλια, τα πλαστικά χαμόγελα, τις θεατρικές πόζες, τις φράσεις κλισέ και το λεξιλόγιο των 100 λέξεων προσπαθούν να κρύψουν την απελπισία τους και το αποτέλεσμά της, την τρέλα. Άνθρωποι –στην πλειοψηφία τους- βαθύτατα μοναχικοί. Και εντελώς μόνοι.



ΥΓ. Και άλλοτε, σε περασμένους χρόνους, εδώ και αλλού, άνθρωποι… τρελάθηκαν. Με μιαν ιδέα. Με τη δύναμη και τους συμβολισμούς της μουσικής. Ξόδεψαν και ξοδεύτηκαν. «Κρεμάστηκαν» από τα πιστεύω τους και έφθασαν σε παραβατικές συμπεριφορές. Όπως στο φιλμ «Ευδοκία» του Αλέκη Δαμιανού, για το οποίο ο Μάνος Λοίζος έγραψε το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας». Η πόρνη και ο στρατιώτης. Ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, αυθόρμητο, καθόλου χυδαίο, ερωτικό μέσα από την αθωότητα που εξέπεμπε, η Μαρία Βασιλείου, κυπριακής καταγωγής, από τις λαϊκές συνοικίες του Λονδίνου, στο ρόλο της πόρνης. Ένα αγόρι 21 χρόνων, ο Γιώργος Κουτούζης, ωραίος, ψηλός, αψεγάδιαστης αντρικής συμπεριφοράς, οικοδόμος σε γιαπί στον Πειραιά, έσφυζε από νιάτα και δύναμη, ήταν ο λοχίας. Η διαφορά με το σήμερα –μία από τις διαφορές- είναι ότι εκείνοι οι άνθρωποι, τότε, έπεφταν για ύπνο με γεμάτη καρδιά. Ήταν αυτό που λέμε μάγκες.