Skip to main content

Ο θάνατος του εμποράκου: Κλισέ που δείχνει το μέλλον στην αγορά της Θεσσαλονίκης

Γιατί είναι σαφές ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις αντέδρασαν καλύτερα στην πανδημία, ενώ οι μικρότερες κυριολεκτικά έχουν συνθλιβεί

Τα τελευταία 25 χρόνια -με έμφαση στην τελευταία δεκαετία των απανωτών κρίσεων αρχικά της χρεωκοπίας και τώρα της πανδημίας- η έκφραση «Ο θάνατος του εμποράκου» έχει εξελιχθεί σε τυπικό δημοσιογραφικό κλισέ. Ο τίτλος από το ομώνυμο βιβλίο και θεατρικό έργο του Άρθουρ Μίλερ, που γράφτηκε το 1949 και χάρισε στον Αμερικανό συγγραφέα το βραβείο Πούλιτζερ, αξιοποιείται για να κωδικοποιήσει την πορεία των μικρών και πολύ μικρών ελληνικών επιχειρήσεων, εν μέσω οικονομικών αναταράξεων βρίσκονται σε διαρκή φθίνουσα πορεία.

Παρά το ότι στις δεκαετίες του 1970, του 1980 και του 1990 βρέθηκαν στο επίκεντρο της ανάπτυξης -αρχικά λόγω της αστυφιλίας και της εγκατάλειψης της αγροτικής οικονομίας και εν συνεχεία χάρη στη συνθηματολογία του Ανδρέα Παπανδρέου περί μικρομεσαίων και ραχοκοκαλιάς της οικονομίας- οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν από το 2000 δικαιώνουν καθημερινά όσους εκτιμούν ότι το μοντέλο του κατακερματισμού στις επιχειρηματικές δραστηριότητες σε εκατοντάδες χιλιάδες μικρά κομματάκια δεν είναι βιώσιμο. Καθημερινά ο κλοιός σφίγγει με διάφορες αφορμές, από την κατάργηση του ενοικιοστασίου και τη διεύρυνση του ωραρίου, μέχρι την ανάπτυξη στην αγορά των εγχώριων και πολυεθνικών αλυσίδων, αλλά και τις ιδιαίτερες συνθήκες που δημιουργεί ο κορωνοϊός με τα απανωτά lockdown και το ηλεκτρονικό εμπόριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την Ελλάδα δίνει ιδιαίτερη σημασία στην προσπάθεια να αυξηθεί το μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, ώστε να αυξήσουν την παραγωγικότητα τους και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Κάτι που απαιτεί επιχειρηματικές συνεργασίες, δηλαδή ριζική αλλαγή νοοτροπίας, κάτι που θεωρείται δύσκολο να συμβεί, παρά το πακέτο φορολογικών και χρηματοδοτικών κινήτρων που βρίσκεται υπό διαμόρφωση.    

Δύο δεδομένα

Για τη Θεσσαλονίκη, όπου το πλήθος των μικρών και πολύ μικρών της αγοράς παραμένει σημαντικό, οι εξελίξεις αναμένονται με ενδιαφέρον. Σε έρευνα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου που παρουσιάστηκε πριν από λίγες ημέρες καταγράφονται -μεταξύ άλλων- τα ακόλουθα δύο δεδομένα:

Πρώτον, το 75% των επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης δηλώνουν ότι έχουν επηρεαστεί «Πολύ» (37%) ή «Αρκετά» (38%) από την κρίση της πανδημίας. Σε μεγαλύτερο βαθμό οι επιχειρήσεις στον κλάδο του εμπορίου (82%) και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (84% μεταξύ όσων έχουν από 1 έως 5 απασχολούμενους, έναντι 63% σε όσους έχουν από 6 μέχρι και 20 απασχολούμενους και 52% μεταξύ όσων έχουν πάνω από 20 απασχολούμενους). Επιπλέον, η μεγαλύτερη επίδραση της πανδημίας αφορά επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο μέχρι 250.000 ευρώ (86-87%) ενώ σημαντικά χαμηλότερο εμφανίζεται το ποσοστό όσων επηρεάστηκαν «Πολύ» ή «Αρκετά» στις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο άνω του 1.000.000 ευρώ (46%).

Αντίστοιχα, το 71% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι έχει μειωθεί ο τζίρος τους εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, ενώ και στην περίπτωση αυτή μεγαλύτερο πλήγμα έχουν υποστεί οι επιχειρήσεις του κλάδου του εμπορίου (80%), οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (μέχρι 5 απασχολουμένων, 82%) και με τζίρους κάτω των 250.000 ευρώ (από 81% έως 89% ανάλογα με την κατηγορία τζίρου). Μείωση κύκλου εργασιών αλλά σε πολύ μικρότερα ποσοστά αναφέρεται και από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (39% σε όσες έχουν αριθμό απασχολουμένων άνω των 20 ατόμων και τζίρο άνω του 1.000.000 ευρώ).

Από αυτή την εικόνα είναι σαφές ότι το μέγεθος μιας επιχείρησης είναι καθοριστικό για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων, οι οποίες -αν και έκτακτες- είναι κομμάτι της πραγματικότητας. Είναι σαφές ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις αντέδρασαν καλύτερα στην πανδημία, ενώ οι μικρότερες κυριολεκτικά έχουν συνθλιβεί. Ίσως γι’ αυτό οι μικρότερες κατά πλειοψηφία θεωρούν ότι τα μέτρα της κυβέρνησης (επιστρεπτέα, ενοίκια, αναστολή συμβάσεων κλπ.) συνολικού κόστους 40 δισ. ευρώ κρίνουν τα μέτρα ως ανεπαρκή, αφού θα ήθελαν περισσότερα.  
    
Δεύτερον, σχεδόν στάσιμο εμφανίζεται το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι πραγματοποιούν διαδικτυακές πωλήσεις, σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο: το 29% δηλώνουν ότι πραγματοποιούν διαδικτυακές πωλήσεις έναντι 26% τον Αύγουστο του 2020. Το ποσοστό όσων πραγματοποιούν διαδικτυακές πωλήσεις εμφανίζεται αυξημένο στον κλάδο του εμπορίου (37%) και μειωμένο στους άλλους κλάδους, 22% στον κλάδο των υπηρεσιών, 15% στον κλάδο των κατασκευών και μόλις 9% στον κλάδο της μεταποίησης.

Σημαντικό εύρημα της έρευνας αποτελεί το μεγάλο ποσοστό (47%) των επιχειρήσεων που πραγματοποιούσαν διαδικτυακές πωλήσεις ήδη πριν από την έναρξη της πανδημίας που αναφέρουν αύξηση των διαδικτυακών πωλήσεων μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού. Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά αυξημένο, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020 (29%) κάτι που δείχνει ότι αφενός οι επιχειρήσεις που ήταν πιο «ώριμες» και προετοιμασμένες για τις διαδικτυακές αγορές αποκόμισαν τα μεγαλύτερα οφέλη από την στροφή των καταναλωτών στο διαδίκτυο που καταγράφηκε μετά την έναρξη της πανδημίας, αφετέρου η στροφή των καταναλωτών στις διαδικτυακές αγορές είναι μια τάση που αποκτά πιο μόνιμα χαρακτηριστικά και ενδεχομένως θα παγιωθεί και μετά την λήξη του πανδημικού κύματος. Αυτή την εκτίμηση επιβεβαιώνει και η εικόνα του εξαμηνιαίου Βαρόμετρου του ΕΒΕΘ για τις οικονομικές τάσεις στη Θεσσαλονίκη, το οποίο θα ανακοινωθεί σε λίγες ημέρες, με τους καταναλωτές να εμφανίζονται σε υψηλά ποσοστά -από 20% έως 35%- να προτιμούν, πλέον, τις ηλεκτρονικές αγορές μέσω internet, σε μια ευρεία γκάμα προϊόντων από ηλεκτρονικές συσκευές μέχρι διαρκή καταναλωτικά αγαθά (ενδύματα, υποδήματα κλπ.) μέχρι σούπερ – μάρκετ.

Ώριμοι καταναλωτές

Όπως φαίνεται, λοιπόν, οι καταναλωτές είναι πιο ώριμοι ψηφιακά από την πλειοψηφία των εμπόρων της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι κατά κανόνα αντιδρούν παθητικά στις εξελίξεις, καθώς αρνούνται πεισματικά να αλλάξουν όσα γνωρίζουν. Κάτι που έχει επιβεβαιωθεί πολλές φορές τις τελευταίες δεκαετίες, από το ωράριο και την κυριακάτικη λειτουργία της αγοράς, μέχρι το ηλεκτρονικό εμπόριο.   

Πέρα από τη συζήτηση για την υγειονομική διάσταση της πανδημίας ήδη οι συζητήσεις για την κοινωνία και την οικονομία στρέφονται στην επόμενη ημέρα της πανδημίας. Όλοι ελπίζουν -και ευαγγελίζονται- επιστροφή στην κανονικότητα το 2022 ή το 2023. Αλλά ποια κανονικότητα; Την επιστροφή στο 2019 ή την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα; Όπως απέδειξε η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010, όποιες επιχειρήσεις τολμούν να επενδύσουν σε καινοτομικές λύσεις, όπως είναι ή μπορούν να θεωρηθούν η ψηφιακότητα και η εξωστρέφεια βρίσκονται σε καλύτερη θέση από τις υπόλοιπες. Εξίσου σαφές είναι ότι όσοι επιμένουν στεγνά παραδοσιακά, όπως μεγάλο κομμάτι του εμπορικού κόσμου της Θεσσαλονίκης, στην πλειοψηφία τους θα βγουν χαμένοι, υπό την έννοια ότι όχι μόνο δεν θα βρεθούν επάνω στο κύμα των εξελίξεων, αλλά αντίθετα αυτό το κύμα θα τους καταπιεί.