Skip to main content

Θεσσαλονίκη: 5+1 συμπεράσματα από την πτώση στις διανυκτερεύσεις

Συμπεράσματα και μεγάλη εικόνα για τον τουρισμό στη Θεσσαλονίκη: Η εξωστρέφεια, η επιχειρηματική δυναμική, οι ευκαιρίες και οι παγίδες που υπάρχουν

Η χθεσινή ανακοίνωση της Ένωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης πρωτίστως για τις διανυκτερεύσεις στην πόλη και τα έσοδα των ξενοδοχείων και δευτερευόντως για τις εθνικότητες των επισκεπτών αποτελεί ένα ακόμη ισχυρό σήμα για τους παράγοντες που ασχολούνται με το τουριστικό προϊόν της ευρύτερης περιοχής. Το βασικό συμπέρασμα είναι απλό: η Θεσσαλονίκη χρειάζεται ακόμη πολύ δουλειά για να κατοχυρώσει το μερίδιο που της αναλογεί στην τουριστική αγορά. Με δεδομένα το μέγεθος, τον τρόπο ζωής, την ιστορία, τα μνημεία, τον πολιτισμό, τη γεωγραφική θέση –πολύ κοντά σε παγκόσμια τοπόσημα- οι επιδόσεις της είναι φτωχές, κυριολεκτικά καχεκτικές. Μια σημαντική πηγή πλούτου παραμένει –και θα παραμένει- αναξιοποίητη, όσο δεν επενδύουμε μακροπρόθεσμα στον τουρισμό. Όσο αποφεύγουμε να αντιληφθούμε ότι πρώτα απ’ όλα πρέπει να διαμορφώσουμε τουριστικό προϊόν, το οποίο στη συνέχεια με συστηματικό τρόπο θα τοποθετήσουμε στις διεθνείς αγορές, θα το προβάλουμε και θα το υποστηρίξουμε, μέχρι να αρχίσει να αποδίδει. Όπως κάνουν όλοι οι σοβαροί εξαγωγείς με τα προϊόντα τους. 

Πέρα, όμως, από τα γνωστά, τα στοιχεία της ΕΞΘ οδηγούν σε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τη Θεσσαλονίκη, την εξωστρέφεια της, την επιχειρηματική δυναμική, τις δυνατότητες, τις ευκαιρίες και –ενδεχομένως- τις παγίδες που υπάρχουν. Σημειώστε:

Πρώτον, το γεγονός ότι το 2019 καταγράφηκαν λιγότερες διανυκτερεύσεις στα ξενοδοχεία σε σχέση με το 2018 –εξαιρούνται πρόσφυγες και μετανάστες που δεν είναι τουρίστες- αποδεικνύει τη δυναμική που διατηρεί σε αυτή τη φάση η τακτική της βραχυχρόνιας μίσθωσης τύπου Airbnb. Με δεδομένη την αύξηση των αφίξεων στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» όχι μόνο τους καλοκαιρινούς, αλλά και τους φθινοπωρινούς και χειμωνιάτικους μήνες, οι επισκέπτες της Θεσσαλονίκης ήταν περισσότεροι το 2019 από την προηγούμενη χρονιά. Μόνο που δεν κοιμήθηκαν στα ξενοδοχεία, αλλά προτίμησαν σωμάτια και σοφίτες σε πολυκατοικίες κυρίως του κέντρου, αφενός διότι είναι αισθητά πιο οικονομική και αφετέρου διότι οι νεότεροι επισκέπτες δεν ενδιαφέρονται και πολύ για τις ανέσεις και την εξυπηρέτηση του ξενοδοχείου, προτιμούν τη χαλαρότητα ενός νοικιασμένου στο κέντρο διαμερίσματος.

Δεύτερον, με αυτά τα δεδομένα η αύξηση του αριθμού των ξενοδοχειακών μονάδων στη Θεσσαλονίκη –ειδικά στο κέντρο της πόλης- μοιάζει περισσότερο με ρίσκο που ενδέχεται να δημιουργήσει περισσότερα από τα προβλήματα που θα λύσει. Διότι η κερδοφόρα λειτουργία τους προϋποθέτει ουσιαστική αύξηση της επισκεψιμότητας, ώστε να υπάρξει άνοδος του τζίρου, αλλά και ουσιαστικό αποτέλεσμα για τους επιχειρηματίες. Ειδικά για τα ξενοδοχεία που εκπροσωπεί η Ένωση Ξενοδόχων μπορεί το 2019 να υπήρξε αύξηση στα έσοδα σε σχέση με το 2018 ανά διαθέσιμο δωμάτιο (4,3%) και στη μέση τιμή δωματίου (3,6%), αλλά η Θεσσαλονίκη στα δύο συγκεκριμένα πεδία συνεχίζει να καταλαμβάνει την τελευταία θέση σε σχέση με άλλες δέκα ευρωπαϊκές πόλεις αντιστοίχου μεγέθους: Αμβέρσα, Μπέρμιγχαμ, Κολωνία, Ντίσελντορφ, Εδιμβούργο, Γλασκόβη, Βουδαπέστη, Αμβούργο, Μάντσεστερ, Σάλτσμπουργκ.

Τρίτον, η συνεχιζόμενη για τρίτη χρονιά άνοδος των επισκεπτών από το Ισραήλ, αποδεικνύει τη δύναμη της ιστορίας. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε επί τουλάχιστον 500 χρόνια μια πόλη στην οποία κατοικούσαν πολλοί Εβραίοι, με πρωταγωνιστική παρουσία στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Η εβραϊκή κοινότητα ξεκληρίστηκε επί γερμανικής Κατοχής, αλλά οι μνήμες παραμένουν. Θα ενταθούν, μάλιστα, τα επόμενα χρόνια με την ανάδειξη των εβραϊκών μνημείων που βρίσκεται σε εξέλιξη και την κατασκευή του Μουσείου Ολοκαυτώματος Ελλάδος που έχει δρομολογηθεί. Άλλωστε –κακά τα ψέματα- οι Εβραίοι ως ανάδελφο έθνος και με το Ισραήλ περικυκλωμένο από Άραβες, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους διάκεινται αρνητικά απέναντί του, έχουν πάντα κατά νου τις εναλλακτικές, ακόμη και εξ αντανακλάσεως.

Τέταρτον, η ιστορική δύναμη της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στους Βυζαντινούς χρόνους, αλλά παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητη. Η «Βυζαντινή Θεσσαλονίκη’ του Εμπορικού Συλλόγου, της Ιεράς Μητροπόλεως και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου είναι μια καλή μαγιά, που για να… φουσκώσει θέλει κατάλληλο ψήσιμο – δηλαδή επενδυτές και τεχνοκράτες.

Πέμπτον, οι Έλληνες επισκέπτες της Θεσσαλονίκης παρά το ότι παραμένουν αριθμητικά στη πρώτη θέση έναντι των ξένων μειώθηκαν το 2019. Όπως είχαν μειωθεί το 2018, έναντι του 2017. Αυτό σημαίνει ότι η πόλη έχει καιρό να προβάλλει στην εσωτερική αγορά την παρουσία της ως city break, δηλαδή ως προορισμός διημέρου, τριημέρου και τετραημέρου. Διότι μπορεί η Θεσσαλονίκη να είναι η πιο πολυτραγουδισμένη ελληνική πόλη, με ισχυρό μύθο για την νυχτερινή ζωή, τη γαστρονομία και την χαλαρότητά της, αλλά όλα αυτά χρειάζονται… επικαιροποίηση. Ας το έχουν αυτό υπόψιν τους οι υπεύθυνοι του Δήμου, αλλά και του Οργανισμού Τουριστικής Προβολής και Μάρκετινγκ. Για τη Θεσσαλονίκη –όπως άλλωστε και για κάθε προορισμό- η εγχώρια αγορά είναι εξίσου σημαντική με τη διεθνή, αφού το ζητούμενο είναι η προσέλκυση επισκεπτών. Ακόμη και κάποιες μεμονωμένες πρωτοβουλίες για την προσέλκυση ειδικού τουρισμού –για παράδειγμα σχολικές εκδρομές- έχουν ατονήσει. H Θεσσαλονίκη σε ό,τι αφορά την υπόλοιπη Ελλάδα βασίζεται αποκλειστικά στο μύθο της του παρελθόντος, ο οποίος ναι μεν ασκεί ισχυρή γοητεία, αλλά είναι βέβαιον ότι χρειάζεται ανανέωση και ενδυνάμωση. Αυτό που λέμε λίφτινγκ, με την καλή έννοια.