Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Αισιόδοξες εκτιμήσεις για καλή πορεία της αγοράς ακινήτων

Όλα τα δεδομένα για την αγορά ακινήτων της Βορείου Ελλάδος θα συζητηθούν την ερχόμενη Πέμπτη 29 Μαρτίου, στο «Μακεδονία Παλάς».

Ένα αντιφατικό μείγμα προσδοκίας και ανησυχίας, επικρατεί το τελευταίο διάστημα στην αγορά ακινήτων της Θεσσαλονίκης και –τηρουμένων των αναλογιών- ολόκληρης της Ελλάδας.

Οι βασικοί λόγοι για την κατάσταση που επικρατεί είναι τρεις:

Πρώτον, η ισοπέδωση της αγοράς στα χρόνια των Μνημονίων, καθώς όχι μόνο οι τιμές έχουν καταρρεύσει, αλλά και μοι πράξεις που γίνονται είναι ελάχιστες σε σχέση με την προ του 2010 κινητικότητα.

Δεύτερον, η διαφαινόμενη –έστω ελαφρά- αναθέρμανση της αγοράς, αφενός λόγω του ενδιαφέροντος που υπάρχει από ξένους αγοραστές –είτε λάτρεις της Ελλάδας, είτε επενδυτές, είτε αναζητούντες την Golden Visa- και αφετέρου εξαιτίας της κατακόρυφης ανόδου των βραχυχρόνιων μισθώσεων αστικών ακινήτων τύπου Airbnb.  

Τρίτον, η ανησυχία για τις επιπτώσεις που μπορούν να υπάρξουν στην αγορά από τους μαζικούς πλειστηριασμούς ακινήτων από τις τράπεζες και το ελληνικό δημόσιο, κάτι που ορισμένοι φοβούνται ότι είναι δυνατόν να λειτουργήσει πληθωριστικά και οι ήδη χαμηλές τιμές να πέσουν. Σημειώνεται ότι στόχος των τραπεζών μέχρι τα τέλη του 2019 είναι να βγάλουν στην αγορά χιλιάδες υποθηκευμένα ακίνητα αξίας 11 δισ. Ευρώ, ώστε να μειώσουν δραστικά τα κόκκινα δάνεια.   

Όλα τα δεδομένα για την αγορά ακινήτων της Βορείου Ελλάδος θα συζητηθούν την ερχόμενη Πέμπτη 29 Μαρτίου, στο «Μακεδονία Παλάς», από τις 9.30 το πρωί, στο συνέδριο Prodexpo North για την αξιοποίηση και την ανάπτυξη της ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα. Μια εκδήλωση στην οποία θα συμμετάσχει ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρος Μητράκος, καθώς η Κεντρική τράπεζα την τελευταία οκταετία παρακολουθεί στενά τη συγκεκριμένη αγορά και εκδίδει ανά τρίμηνο στοιχεία, που επιτρέπουν εκτιμήσεις.  Σύμφωνα, λοιπόν, με την εικόνα που διαμορφώσουν τα τελευταία δεδομένα οι τιμές των ακινήτων πιθανότατα δεν θα καταρρεύσουν λόγω της υπερπροσφοράς για τους εξής λόγους:  

1. Ο καθοδικός κύκλος της απομείωσης των τιμών στην ελληνική αγορά ακινήτων που ξεκίνησε το 2009 πιθανότατα έχει ολοκληρωθεί. Όπως έχει ανακοινώσει η ΤτΕ στο δ΄ τρίμηνο του 2017 οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν κατά 0,4% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016, έναντι ετήσιας μείωσης -2,4% το 2016, -5,1% το 2015 και -7,5% το 2014. Σύμφωνα με την ΤτΕ σωρευτικά από το 2008 έως το 2017 οι τιμές των διαμερισμάτων μειώθηκαν περίπου κατά 42%. Την ίδια περίοδο η πτώση των τιμών επαγγελματικών γραφείων και καταστημάτων από το 2010 μέχρι το 2017 διαμορφώθηκε σε 30%. Όλα αυτά δείχνουν ότι υπάρχει τον τελευταίο χρόνο μια σχετική σταθεροποίηση τιμών, καθώς καταγράφεται ζήτηση, ιδιαιτέρως για ακίνητα υψηλών προδιαγραφών με επενδυτικά χαρακτηριστικά.

2. Οι τράπεζες στην προσπάθεια τους να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ρευστοποιούν μέσω των πλειστηριασμών σε πρώτη φάση επαγγελματικά ακίνητα, για τα οποία υπάρχει ζήτηση, ενώ επιλέγουν να διακρατούν στο χαρτοφυλάκιο τους ακίνητα υψηλής αξίας, για τα οποία δεν πετυχαίνουν ικανοποιητικές τιμές. Εκείνο που προκύπτει και από αυτό το ξεκαθάρισμα είναι ότι διαμορφώνεται μια αγορά ακινήτων τουλάχιστον δύο ταχυτήτων: από τη μια τα ακίνητα υψηλών προδιαγραφών και επενδυτικού ενδιαφέροντος, τα οποία θα διατηρήσουν και θα αυξήσουν την αξία τους και από την άλλη τα φτηνά ακίνητα υποβαθμισμένων περιοχών, για τα οποία θα εξακολουθήσει η ανυπαρξία ζήτησης.

3. Η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών ακινήτων που βρίσκεται σε εξέλιξη δε δείχνει να οδηγεί σε σημαντικές μειώσεις. Αντίθετα οι προτάσεις των εκτιμητών προβλέπουν άνοδο των αντικειμενικών τομών για το 60% των 10.000 ζωνών που υπάρχουν, έναντι μείωσης στο 23% των περιπτώσεων. Αν και η τελικές αποφάσεις ανήκουν στο υπουργείο Οικονομικών η εικόνα που διαμορφώνεται σε καμία περίπτωση δεν συνηγορεί για γενικευμένη υποχώρηση τιμών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια η ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων έχει εισέλθει σε ανοδικό κύκλο, κάτι που αναμένεται αργά ή πιο γρήγορα να επηρεάσει και την Ελλάδα, η οποία τα τελευταία χρόνια δέχεται διαρκώς μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών από τις ευρωπαϊκές χώρες.