Τα μέτρα οικονομικής στήριξης των επιχειρήσεων από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης που δημιούργησε η πανδημία βοήθησαν την αγορά. Ακόμη και όσοι εκτιμούν ότι η προσφορά ενδεχομένως θα έπρεπε να είναι περισσότερη και γρηγορότερη, συμφωνούν ότι τελικά υπήρξε αποτέλεσμα. Όπως, όμως, προειδοποιεί το υπουργείο Οικονομικών –ιδιαίτερα ο αναπληρωτής υπουργός Θόδωρος Σκυλακάκης, αλλά και ο ίδιος ο Χρήστος Σταϊκούρας- τα λεφτά που υπάρχουν γι’ αυτό το σκοπό δεν είναι ατελείωτα.
Κάπως έτσι φτάσαμε στους… κόφτες, δηλαδή στις προϋποθέσεις που οφείλει να πληροί μια επιχείρηση για να λάβει ενίσχυση –κλείσιμο με κρατική εντολή, πτώση τζίρου κ.λπ. Αμέσως εντοπίστηκαν οι πρώτες λαθροχειρίες, από εργοδότες που δήλωσαν σε αναστολή τους εργαζομένους, οι οποίοι όμως δούλευαν σχεδόν κανονικά, μέχρι επιχειρήσεις που ζητούσαν ενίσχυση ενώ το 2020 είχαν μεγαλύτερο τζίρο από το 2019 ή –στο άλλο άκρο- επιχειρήσεις που εμφάνιζαν τζίρο μικρότερο από 200 ευρώ το μήνα.
Όπως έχει αποδειχθεί και στα χρόνια της πολυετούς ύφεσης στη δεκαετία του 2010 τα οριζόντια μέτρα στην οικονομία ευθύνονται για πολλές στρεβλώσεις. Κατά κανόνα λαμβάνονται με αυτό τον τρόπο διότι ο κρατικός μηχανισμός δεν έχει πλήρη και λεπτομερή εικόνα της δραστηριότητας της πραγματικής οικονομίας κι έτσι για να κάτι οτιδήποτε επιλέγει τον εύκολο δρόμο να βάλει όλους του ενδιαφερόμενους στο ίδιο τσουβάλι.
Ως αποτέλεσμα οι αποκλίσεις μεγαλώνουν και συνήθως απολαμβάνουν την ίδια στήριξη και όσοι έχουν ανάγκη και όσοι είναι άνετοι. Κάπως έτσι αφενός οι διαφορές και οι αποστάσεις μεγαλώνουν, ενώ αφετέρου τα κονδύλια τελειώνουν χωρίς να επιτελέσουν τηναποστολή τους, να στηρίξουν τους αδύναμους και να επαναφέρουν μια σχετική ισορροπία στο σύστημα. Σχεδόν πάντα το αποτέλεσμα είναι περιορισμένο, αφού οι έχοντες πραγματικό πρόβλημα δεν λαμβάνουν τη βοήθεια που χρειάζονται και τελικώς… παραδίδουν τα όπλα.
Το ίδια συμβαίνει και με τους κλάδους δραστηριότητας, οι οποίοι δεν πλήττονται ομοιόμορφα, αλλά στην ώρα των επιδοτήσεων αυτό δεν λαμβάνεται σχεδόν καθόλου υπόψιν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην συγκυρία της πανδημίας είναι τα καταστήματα εμπορίας ενδυμάτων και υποδημάτων, τα οποία όταν η αγορά βρίσκεται σε lockdown παραμένουν κλειστά και όταν –όπως συνέβη τους προηγούμενους μήνες- το εμπόριο λειτουργεί με το click away, δηλαδή με τηλεφωνική παραγγελία και παράδοση στην πόρτα του καταστήματος, δουλεύουν ελάχιστα. Μόνο οι πολλοί νέοι, το σώμα των οποίων αντιπροσωπεύει σχεδόν 100% τα νούμερα και τις γραμμές των ρούχων, μπορούν να ψωνίζουν τέτοια είδη στα τυφλά. Ποιος κανονικός άνθρωπος θα αγοράσει ρούχο ή παπούτσι χωρίς να το δοκιμάσει;
Με αυτά τα δεδομένα η εξειδικευμένη στήριξη του συγκεκριμένου κλάδου είναι απαραίτητη. Διότι –όπως βεβαιώνουν πολλοί έμποροι στη Θεσσαλονίκη, όπου η συγκεκριμένη δραστηριότητα ανθεί- τον τελευταίο χρόνο στα ράφια και τις αποθήκες αυτών των μαγαζιών υπάρχει αδιάθετο στοκ προϊόντων σε μεγάλες ποσότητες. Εάν, μάλιστα, στην συγκεκριμένη εξίσωση συνυπολογίσει κανείς την εποχικότητα και τη μόδα, αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για κεφάλαιο το οποίο είναι ή παγωμένο ή και ακυρωμένο. Αυτό στη γλώσσα της οικονομίας σημαίνει χασούρα τόσο στο επίπεδο της ρευστότητας- ο έμπορος της λιανικής εάν δεν πουλήσει τα προϊόντα, δεν μπορεί συνήθως να εξοφλήσει τον παραγωγό ή τον χονδρέμπορο που του τα προμήθευσε-, όσο και κερδοφορίας, που είναι απαραίτητη για να καλυφθούν τα πάγια έξοδα, το λιγότερο.
Το θέμα των αποζημιώσεων σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύπλοκο, αλλά ο λόγος που δεν εφαρμόζεται δεν είναι μόνο αυτός. Είναι, κυρίως, η έλλειψη κονδυλίων, τα οποία δαπανήθηκαν στις οριζόντιες –δικαιολογημένες και αδικαιολόγητες- καλύψεις και ως εκ τούτου δεν περισσεύουν, ενώ κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό. Εάν υπήρχαν λεφτά πιθανότατα θα βρίσκονταν τρόποι να γίνουν ακόμη και οι πλέον πολυπαραγοντικοί υπολογισμοί.
Το παράδειγμα της εμπορίας ενδυμάτων και υποδημάτων είναι χαρακτηριστικό και αφορά σε μεγάλο βαθμό την αγορά της Θεσσαλονίκης, στην οποία λειτουργούν εκατοντάδες καταστήματα με αυτά τα είδη. Προφανώς υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις στις οποίες οι απώλειες είναι πολύ μεγαλύτερες του μέσου όρου της αγοράς για αντικειμενικούς λόγους. Για παράδειγμα η κλειστή με κρατική εντολή εστίαση, για την οποία δημιουργούνται ειδικά προγράμματα ΕΣΠΑ. Η κλαδική εξειδίκευση μέτρων στήριξης είναι δύσκολη, αλλά απολύτως απαραίτητη, τόσο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, όσο και για την επίτευξη των απαραίτητων συνθηκών για την στήριξη της οικονομίας. Σε ένα κλάδο που κυριαρχούν οι μεγάλες αλυσίδες και οι πολυεθνικοί όμιλοι –το ποσοστό τους στο κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι πάνω από 80%- τα μεμονωμένα εμπορικά καταστήματα συμβάλλουν στη διαμόρφωση ανταγωνιστικού περιβάλλοντος και ενός ισορροπημένου πλαισίου για τους καταναλωτές.