Skip to main content

Οι λόγοι για τους οποίους απαξιώνονται σημαντικές παρεμβάσεις στη Θεσσαλονίκη

Πού οφείλεται το μεγάλο χάσμα ανάμεσα στα έργα που υλοποιούνται στη Θεσσαλονίκη και στους πολίτες οι οποίοι τα χρησιμοποιούν;

Ένα ερώτημα που θα έπρεπε να μας απασχολεί όλους στη Θεσσαλονίκη είναι η απαξίωση έργων, δράσεων, πρωτοβουλιών, που διαφημίστηκαν πολύ και η πράξη έδειξε ότι δεν αποτελούσαν παρά μια εφήμερη τάση, μια μόδα, που είναι ζήτημα εάν άξιζε τα λεφτά της.

Τα παραδείγματα είναι πολλά. Ενδεικτικά θα αναφέρω τα κοινόχρηστα ποδήλατα και τα πατίνια, που δεν έκαναν την πόλη... Άμστερνταμ, αντιθέτως παροπλίστηκαν και η χρήση τους είναι εξαιρετικά περιορισμένη πλέον.

Το ίδιο έχει γίνει και με τους ποδηλατόδρομους και τις λεωφορειολωρίδες, που σε μεγάλο βαθμό δεν αξιοποιούνται ή δεν υφίστανται στην πράξη.

Στις όχι και τόσο επιτυχημένες σε βάθος χρόνου πρωτοβουλίες μπορεί να εντάξει κάποιος τους αστικούς λαχανόκηπους, τη διαδημοτική συγκοινωνία ή ακόμη και τη βιοκλιματική αναβάθμιση της πλατείας Χρηματιστηρίου, το πρόγραμμα για τις στάσεις και τα στέγαστρα των λεωφορείων, το πρόγραμμα αντισεισμικής θωράκισης των δημοσίων κτηρίων και πολλά άλλα.

Η υποδοχή των συγκεκριμένων, όπως και πολλών άλλων παρεμβάσεων ήταν από θετική μέχρι ενθουσιώδης. Ωστόσο, για μια σειρά από λόγους, οι παρεμβάσεις, τα έργα, αλλά και πολλές δράσεις δεν έχουν διάρκεια, δεν δημιούργησαν συνθήκες κοινωνικής αποδοχής και ενσωμάτωσης, σε βαθμό μάλιστα που πολλές από αυτές τις παρεμβάσεις σήμερα να προκαλούν ερωτήματα σχετικά με το θόρυβο που προκλήθηκε και τους πόρους που δαπανήθηκαν για να υλοποιηθούν ή να προχωρήσουν.

Δεν μπορούν όλες οι παρεμβάσεις να είναι επιτυχημένες. Αυτό είναι δεδομένο. Ούτε οι ιδέες που υλοποιούνται σε μια πόλη είναι βέβαιο ότι θα έχουν διαχρονικότητα ή θα γίνουν αποδεκτές από τους πολίτες. Αυτό δε σημαίνει ότι κακώς υλοποιήθηκαν. Δεν παύει όμως να προκαλεί προβληματισμό η τύχη έργων, που στα μάτια όλων μας φάνταζαν αναγκαίες προσθήκες προόδου και εξέλιξης της Θεσσαλονίκης.

Προφανώς δεν αναφέρομαι μόνο σε παρεμβάσεις στα όρια του δήμου Θεσσαλονίκης, αλλά στο σύνολο της ευρύτερης περιοχής Θεσσαλονίκης, αφού ανάλογες απαξιωμένες πρωτοβουλίες καταγράφονται παντού.

Είναι τόσο μεγάλη η απόσταση του τεχνικού, επιστημονικού και πολιτικού κόσμου από τους πολίτες; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Ούτε θέλω να μπω στη λογική, που εκφράζεται εδώ και δεκαετίες από πολλούς, ότι όλη αυτή η ιστορία αποτελεί μια μεγάλη μελετητική μπίζνα στη χειρότερη ή μια ευκαιριακή «φούσκα» για να απορροφήσουμε ευρωπαϊκούς πόρους, ακόμη και σε μη αναγκαία έργα, στην καλύτερη.

Αντιλαμβάνομαι επίσης όλους όσοι θα θεωρήσουν άδικο το χαρακτηρισμό που αποδίδω στις συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και ειδικά οι θιασώτες τους. Χωρίς διάθεση απολογίας να επισημάνω ότι κι εγώ θιασώτης αυτών των πρωτοβουλιών είμαι και μάλιστα τις έχω «διαφημίσει» μέσα από κείμενά μου, έχω γράψει χιλιάδες λέξεις, έχω ασχοληθεί επί χρόνια και έχω συνεισφέρει ως ένα βαθμό για να γίνουν αποδεκτές από τους πολίτες, να τύχουν προσοχής, να βελτιωθούν.

Δεν είχα κανένα προσωπικό όφελος, το έκανα είτε γιατί αυτή είναι η δουλειά μου, είτε επειδή πραγματικά πίστευα (για ορισμένες παρεμβάσεις ακόμη το πιστεύω) πως συνεισφέρουν στην εξέλιξη της Θεσσαλονίκης.

Δεν μπορώ όμως να κλείσω τα μάτια στην απαξίωσή τους. Φταίνε γι' αυτό οι πολίτες; Είμαι απόλυτος στην απάντησή μου: Όχι. Οι πολίτες χρησιμοποιούν ό,τι είναι αναγκαίο, σέβονται ό,τι τους σέβεται και αξιολογούν με την καθημερινή πρακτική τους ό,τι γίνεται και δεν γίνεται στον τόπο τους.

Το πρόβλημα βρίσκεται στην προσπάθεια της Πολιτείας και των τοπικών φορέων να συντηρήσουν και να διατηρήσουν την αξία αυτών των παρεμβάσεων. Αυτή η προσπάθεια πρέπει να είναι συνεχής. Δεν νοείται εγκατάλειψη, δεν υπάρχει τέλος. Αρκεί να τις πιστεύουν, διότι αλλιώς μιλάμε δυστυχώς για πεταμένα λεφτά και για κακούς υπολογισμούς εξ αρχής.

Σε όλα αυτά μπαίνει και η παράμετρος της καθιερωμένης καθυστέρησης στην υλοποίηση των έργων. Πολλές παρεμβάσεις σέρνονται επί δεκαετίες, με αποτέλεσμα ενώ θα μπορούσαν να έχουν ωφέλιμο χρόνο προσφοράς στην καθημερινότητα της πόλης και μάλιστα μεγάλο, όταν πλέον υλοποιούνται είναι ήδη παρωχημένες και δεν συμβαδίζουν με τις τρέχουσες ανάγκες των πολιτών. Τα παραδείγματα κι εδώ είναι πολλά. Ένα έργο που θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά χρήσιμο έως αναγκαίο στη δεκαετία του 1990, όταν τελικά αποδίδεται στην πόλη είκοσι χρόνια μετά συνιστά πρόβλημα, διότι τα δεδομένα έχουν αλλάξει και δεν αρκεί μια απλή επικαιροποίηση, αλλά επανεξέταση της σκοπιμότητάς του. Θα μπορούσε επί είκοσι χρόνια να είναι μια κομβική παρέμβαση, να δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες στην πόλη, να αξιοποιηθεί από την τοπική κοινωνία στο έπακρο και μετά είκοσι χρόνια να έχει ενσωματωθεί στην καθημερινότητα, έχοντας πια βγάλει τα λεφτά του.

Η αποδοχή μιας ιδέας ώστε να γίνει έργο οφείλει να είναι μια εξαντλητική διαδικασία προβληματισμού και εξέτασης όλων των δεδομένων και να περιλαμβάνει την έννοια της διαχρονικότητας. Στις περιπτώσεις ιδεών που εξυπηρετούν εφήμερες ανάγκες δεν υφίσταται αυτό. Εκεί ο προβληματισμός είναι κατά πόσο η ιδέα αξίζει τα λεφτά που θα δαπανηθούν για να υλοποιηθεί. Μια μελέτη κόστους – οφέλους πιθανώς είναι αρκετή. Όταν όμως μιλάμε για παρεμβάσεις, οι οποίες θα αλλάξουν συνθήκες καθημερινότητας στην πόλη, θα αλλάξουν την κοινωνική συμπεριφορά, τότε οι αρμόδιοι οφείλουν να βασανίσουν πολύ το μυαλό τους για να μην φτάσουμε στην απαξίωση.

Δεν επιτρέπεται να αφήνουμε έργα στην τύχη τους. Δεν επιτρέπεται να μη συντηρούμε την αξία τους. Δεν επιτρέπεται να τα εγκαταλείπουμε, θεωρώντας ότι εξυπηρέτησαν το σκοπό τους ή ότι εφόσον αποδείχτηκε αρχικώς η αξία τους θα διατηρηθεί εσαεί χωρίς να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας.

Γι' αυτό είναι αναγκαία η κοινωνική συμφωνία σε μια όσο το δυνατόν κοινή ατζέντα για την πόλη, σε ένα σοβαρό σχέδιο, που θα υλοποιηθεί με συνέπεια και θα πείθει τους πολίτες ότι το αποτέλεσμά του θα είναι η Θεσσαλονίκη που θέλουν.