Skip to main content

Η βιομηχανική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης θύμα επιλεκτικής ευαισθησίας

Η σωτηρία των σημαντικών βιομηχανικών κτηρίων της πόλης σε έναν μονόδρομο, που καταλήγει σε αδιέξοδο. Προτιμάμε να χάνουμε τα μνημεία από ιδεοληψίες.

Με αφορμή την Ιστορία και τον πολιτισμό μας, που έχουν έρθει και πάλι στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης στη Θεσσαλονίκη, εξαιτίας ενός αμφιλεγόμενου ζητήματος, της κατασκευής του σταθμού Βενιζέλου του μετρό και των σημαντικών ευρημάτων που βρέθηκαν, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι επιλεκτικές ευαισθησίες, ειδικά σε τέτοια ζητήματα δεν είναι αποδεκτές.

Δεν θα προσθέσει τίποτα η άποψή μου για όσα έγιναν σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Θέλω όμως με αφορμή αυτό να αναφερθώ στα πάρα πολλά μνημεία τα οποία δεν τυγχάνουν της προσοχής μας και χάνονται δίχως να ευαισθητοποιείται κανείς.

Για παράδειγμα πόσα χρόνια έχουμε που συζητάμε για τη σπουδαία βιομηχανική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης; Για τα τόσο σημαντικά κτήρια, που φιλοξενούσαν εμβληματικές βιομηχανικές μονάδες και μετά το κλείσιμό τους έχουν παραδοθεί στη φθορά του χρόνου, δίχως να κάνουμε τίποτα;

Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Θεσσαλονίκης και το τοπικό τμήμα του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας προσπάθησαν επί πολλά χρόνια να ευαισθητοποιήσουν όλους τους αρμόδιους και κυρίως την Πολιτεία ώστε να σώσει ό,τι σώζεται πλέον από τη βαριά βιομηχανική κληρονομιά της πόλης.

Δυστυχώς τα αποτελέσματα ήταν και παραμένουν πενιχρά. Ορισμένα από αυτά τα κτήρια είναι διατηρητέα, ενώ σημαντική δουλειά για την ανάδειξη της αξίας τους έγινε και από το ΑΠΘ και Πανεπιστήμια από όλη τη χώρα, την Αυτοδιοίκηση (Περιφέρεια και Δήμους) στο πλαίσιο ευρωπαϊκών προγραμμάτων και από το ΣΒΕ, το ΣΒΒΕ, φορείς και ιδιώτες. Αναδείχτηκε διαχρονικά η αναγκαιότητα να προστατευτούν, να διατηρηθούν, να αξιοποιηθούν. Δεν είχαμε όμως καμιά σοβαρή συνέχεια, παρά μόνο αποσπασματικές παρεμβάσεις, που ευτυχώς προς το παρόν έσωσαν ορισμένα πολύ σπουδαία δείγματα.

Σταγόνα στον ωκεανό. ΦΙΞ, μύλοι Αλλατίνι, ΥΦΑΝΕΤ, καπναποθήκες, βυρσοδεψεία, αποθηκευτικοί χώροι στη δυτική Θεσσαλονίκη, παγοποιεία, ηλεκτρική εταιρία, σιδηροδρομικά κτήρια, κτήρια του λιμανιού, ψυγεία, σφαγεία, τα κεραμοποιεία Αλλατίνι κ.ά. περιμένουν την αξιοποίησή τους, με την προοπτική να μην είναι ευοίωνη και να προϊδεάζει για απώλεια πολλών εξ αυτών των χώρων, λόγω εγκατάλειψης και φθοράς.

Η λεγόμενη βιομηχανική αρχαιολογία δεν έχει μεγάλη πέραση. Η βιομηχανική κληρονομιά της πόλης, παρότι αναγνωρίζεται ως ένα δυναμικό απόθεμα, που δυνητικά μπορεί να προσελκύσει σημαντικότατες για τη Θεσσαλονίκη επενδύσεις, με πολλαπλά οφέλη για την πόλη και την οικονομική, τουριστική κτλ. δραστηριότητά της, παραμένει εν πολλοίς στα αζήτητα.

Πολλά από αυτά τα κτήρια είναι ιδιοκτησίας ιδιωτών. Αυτοί, λόγω της γνωστής ανεπάρκειας της Πολιτείας στο ζήτημα των διατηρητέων, περιμένουν πότε θα κριθούν οι περιουσίες τους «ετοιμόρροπες – κατεδαφιστέες» για να γλιτώσουν από το... βάρος.

Και στην περίπτωση όμως κτηρίων που έχουν περάσει στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου το μόνο που έχουμε μέχρι σήμερα είναι σχέδια επί σχεδίων για την ανάταξη και αξιοποίησή τους, αλλά τίποτα ουσιαστικό.

Προφανώς η αιτία είναι τα πολλά κονδύλια που απαιτούνται για να αναγεννηθεί καθένα από αυτά τα σημαντικά κτήρια, που μαρτυρούν από μόνα τους την Ιστορία της πόλης τον προηγούμενο αιώνα. Κατανοητό.

Όμως ποιος εκτός από την ευαισθησία της διάσωσης αυτών των σημαντικών κτηρίων για τη Θεσσαλονίκη σκέφτηκε μια σοβαρή προοπτική αξιοποίησης με όρους είτε κοινωνικής ωφέλειας, είτε επενδυτικούς (οικονομικής ωφέλειας);

Γνώμη μου είναι ότι εκεί υπάρχει σοβαρότατο έλλειμμα. Διότι ποια είναι η πάγια προοπτική που σκέφτονται όλοι γι' αυτά τα κτήρια; Να γίνουν μουσεία, πολιτιστικοί χώροι, χώροι εκδηλώσεων και άλλα τέτοια πολύ... πολιτισμένα, αλλά σε μια πόλη που έχει πια κορεστεί από ανάλογους χώρους δεν έχουν καμιά τύχη. Αντί να αποσβέσουν κάποια στιγμή τα έξοδα που θα απαιτηθούν για να αναμορφωθούν και να αποκτήσουν χρήση, τα κτήρια προορίζονται να συνεχίσουν «τρώνε» λεφτά για τη διατήρησή τους, τη συντήρησή τους και την παραμονή τους ως ανοιχτούς ζωντανούς χώρους, όπως τους έχει ανάγκη η πόλη. Και φυσικά για να βρουν μια κρατικοδίαιτη δουλειά κάποιοι εργαζόμενοι.

Αυτή όμως η προοπτική έχει τελειώσει και όσο επιμένουμε ουσιαστικά αφήνουμε το χρόνο να κάνει τη φθοροποιό δουλειά του στα βιομηχανικά μνημεία της πόλης.

Αντί να χάνουμε τη βιομηχανική κληρονομιά δεν θα μπορούσαμε να σκεφτούμε κάποια άλλη αξιοποίησή της, που είτε θα προσελκύσει επενδυτικό ενδιαφέρον και κεφάλαια, είτε θα έχει σοβαρή κοινωνική προσφορά, για παράδειγμα σε όσους επλήγησαν από την πολυετή κρίση; Γιατί κάποιος δεν σκέφτεται να αναπαλαιώσει μια σημαντική και εγκαταλειμμένη βιομηχανική εγκατάσταση, που θα προσφέρει στέγη σε οικογένειες που βρέθηκαν σε ανάγκη και έχασαν τα σπίτια τους σε πλειστηριασμό, οργανώνοντας έτσι έναν κοινωνικό χώρο, με αξιοπρέπεια, με εξυπηρετήσεις, που θα μπορούν να προσφέρονται εθελοντικά, με κοινωνικές υποστηρικτικές υπηρεσίες, τις οποίες αδυνατεί να προσφέρει η Πολιτεία;

Επιτέλους, κάποιος θα σκεφτεί ένα διαφορετικό πολιτικό αφήγημα, που να ξεφεύγει από την πεπατημένη και να απευθύνεται άμεσα στις κοινωνικές ανάγκες, στις ανάγκες του συλλογικού συμφέροντος;

Και παράλληλα με τέτοιες ιδέες αξιοποίησης, που έχουν κοινωνικό πρόσημο, θα μπορούσαν να βρεθούν και ιδέες που θα φέρουν χρήμα, όπως η θεσμοθέτηση χρήσεων στα συγκεκριμένα κτήρια, με βάση και το επενδυτικό ενδιαφέρον (αν υπάρχει). Να δοθούν κίνητρα δηλαδή στους ιδιώτες που θα θελήσουν να επενδύσουν σε ένα μνημείο βιομηχανικής κληρονομιάς και να βγάλουν λεφτά. Ας μη μας πιάνει αλλεργία όταν ακούμε ότι μια καπναποθήκη θα γίνει κλαμπ ή εμπορικό κέντρο. Φτάνει πια να προορίζουμε όλους αυτούς τους μεγάλους χώρους είτε για μουσεία και γκαλερί, είτε για τη στέγαση διοικητικών υπηρεσιών.

Έλεος πια. Δεν είχε αποτέλεσμα αυτή η μέθοδος, δεν έσωσε παρά ελάχιστα μνημεία (σε σχέση με το απόθεμα), με μεγάλο κόστος και χωρίς ανταποδοτικότητα. Προτιμάμε να χαθεί η Ιστορία μας, παρά να ξεβολευτούμε και να σκεφτούμε κάτι έξω από τα συνηθισμένα;