Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Παέγια, ριζότο και... γεμιστά θέλουν να κοντράρουν το ασιατικό ρύζι

Οι Ευρωπαίοι ορυζοπαραγωγοί συμμαχούν ώστε να μειωθούν στην ΕΕ οι εισαγωγές αμφιβόλου ποιότητας ρυζιού από ασιατικές χώρες - Τα στοιχεία για Ελλάδα

Ο Φεβρουάριος και ο Μάρτιος του 2020 θα χαραχθούν για πάντα στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή ιστορία, καθώς οι πολίτες του δυτικού κόσμου κλήθηκαν να ζήσουν σε πρωτόγνωρες συνθήκες, αυτές του lockdown λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.

Η πολύμηνη παραμονή στα σπίτια για τους ευρωπαίους πολίτες έφερε εκτός των άλλων και ραγδαίες αλλαγές στις διατροφικές τους συνήθειες.

Εκτός της πρωτοφανούς στροφής στο έτοιμο φαγητό και το delivery, ένα άλλο ταπεινό προϊόν για πολλούς μπήκε στις κατσαρόλες των ευρωπαϊκών νοικοκυριών.

Ο λόγος φυσικά για το ρύζι, για το οποίο, όπως έδειξαν τα στοιχεία των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπήρξε αύξηση της κατανάλωσης.

Σημαντικό ποσοστό της αύξησης της κατανάλωσης ρυζιού, κυρίως indica (το γνωστό μακρύκοκκο κίτρινο ρύζι), καλύφθηκε εξ ανάγκης από εισαγόμενο ρύζι με αποτέλεσμα να υπάρχει μια εκθετική αύξηση των εισαγωγών στην ΕΕ κατά την περίοδο 2019/2020, η οποία έφθασε σε επίπεδο ρεκόρ των 1,68 εκατ. τόνων, αύξηση κατά περίπου 220.000 τόνους σε σχέση με την περίοδο εμπορίας 2018/2019.

Όπως τόνισε ο πρόεδρος της Εταιρικής Αγροτικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης ΑΕ Χρήστος Τσιχήτας, μιλώντας στη σημερινή συνέντευξη τύπου για το πρόγραμμα ελληνοϊσπανικής συνεργασίας EU Rice, «ο κλάδος του ευρωπαϊκού ρυζιού έχασε μια σημαντική ευκαιρία από την οποία επωφελήθηκαν οι εξαγωγικές τρίτες χώρες».

Σύμφωνα με τον κ. Τσιχήτα, «ακόμα περισσότερο γίνεται επιτακτική και η ανάγκη για τη διασφάλιση της συνέχισης της καλλιέργειας του ρυζιού στην Ευρώπη, λαμβάνοντας υπόψη και τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 27 Ιανουαρίου του 2021 από το Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις των εμπορικών συμφωνιών για την ευρωπαϊκή γεωργία».

Στην εν λόγω μελέτη επισημαίνεται πως, έως το 2030, στον κλάδο του ρυζιού θα αυξηθούν περαιτέρω οι εισαγωγές οδηγώντας σε μείωση κατά 1,5% της ευρωπαϊκής παραγωγής και πτώση της τιμής του κατά 7% με αποτέλεσμα την πτώση της αξίας παραγωγής του ευρωπαϊκού ρυζιού κατά 95 εκατ. ευρώ.

Το ενδεχόμενο αυτό μπορεί να αποφευχθεί ώστε να εξασφαλίσουμε ότι η καλλιέργεια του ευρωπαϊκού ρυζιού θα διατηρήσει τα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να απολαμβάνουν ένα ασφαλές και υψηλή ποιότητα ρύζι.

Το EU Rice

Το πρόγραμμα EU Rice  υλοποιείται από την Αγροτική Εταιρική Σύμπραξη Θεσσαλονίκης και τη Ρυθμιστική Αρχή ρυζιού ΠΟΠ Βαλένθια (Consejo Regulador De la DOP Arroz de Valencia), με στόχο να ευαισθητοποιήσει και να ενημερώσει τους καταναλωτές και τους παραγωγούς ότι το ρύζι που παράγεται στην Ευρώπη είναι ένα προϊόν ασφαλές, το οποίο καλλιεργείται τηρώντας τους αυστηρούς Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς.



Το πρόγραμμα δίνει έμφαση στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα της καλλιέργειας του ρυζιού, υπογραμμίζοντας τον ευεργετικό της ρόλο για την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον.

Κατά την τριετή διάρκεια του προγράμματος που βρίσκεται σε εξέλιξη πραγματοποιούνται φεστιβάλ ρυζιού, ενημερωτικές συναντήσεις, γαστρονομικές εκδηλώσεις και άλλα, ενώ εκτελεστικός οργανισμός του EU RICE είναι η Novacert.

Η εικόνα στην Ελλάδα

Το ρύζι που προωθείται μέσω του EU RICE είναι της ποικιλίας Καρολίνα και Ρονάλντο (μεσόσπερμα) που καλλιεργείται στην Ελλάδα και οι ΠΟΠ ποικιλίες Bomba, Albuferra και Senia από τη Βαλένθια της Ισπανίας.

Η κατανάλωση per capita στη χώρα μας είναι 5,5 κιλά ανά πολίτη, όσο και στην Ισπανία, με εξαίρεση φυσικά την περιφέρεια της Βαλένθια, που ως μητρόπολη του ευρωπαϊκού ρυζιού έχει 15 κιλά per capita κατανάλωση τον χρόνο.

Στη χώρα μας, το κύριο μέρος της παραγωγής ρυζιού που εισήχθη στην ελληνική καλλιέργεια το 1950 το έχει η Δυτική Θεσσαλονίκη και η Κεντρική Μακεδονία.

Στα δυτικά του νομού της Θεσσαλονίκης παράγεται το 55% της ετήσιας παραγωγής της χώρας, ενώ εάν προστεθεί η ορυζοπαραγωγή όλης της Κεντρικής Μακεδονίας ξεπερνά το 70%.



Ακολουθούν στην παραγωγή και άλλες περιοχές, όπως η Καβάλα, περιοχές στη Θράκη και το Μεσολόγγι.

Οι ορυζοπαραγωγοί σε Δυτική Θεσσαλονίκη και Ημαθία φτάνουν τους 4.500, ενώ πανελλαδικά φτάνουν τους 8.000.

Συνολικά 180.000 στρέμματα καλλιεργούνται στη δυτική Θεσσαλονίκη και την Ημαθία, ενώ 260.000 σε όλη τη χώρα.

Όπως είπε στην εκδήλωση ο Τάσος Πιστιόλας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ.ΓΕ, Πιστιόλας ΑΒΕΕ (Agrino), η Ελλάδα καταναλώνει 70% ελληνικό ρύζι και 30% εισαγόμενο.

Το Basmati είναι εξ ολοκλήρου εισαγόμενο από Ινδία ή Πακιστάν, ενώ άλλες ποικιλίες εφάμιλλες των ελληνικών εισάγονται από Μιανμάρ και Καμπότζη.

Σύμφωνα με τον κ. Τσιχήτα αποτελεί στοίχημα η μείωση των εισαγωγών από τις ασιατικές χώρες που χρησιμοποιούν φυτοφάρμακα, που είναι επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές καλλιέργειες που σέβονται το περιβάλλον και τον καταναλωτή.

Η εγνωσμένης αξίας σεφ Ντίνα Νικολάου έχει αναλάβει τον ρόλο του πρεσβευτή του ελληνικού ρυζιού, λανσάροντας συνταγές με μεσόσπερμο ρύζι που στόχο έχουν να αφήσουν το στίγμα τους στην ελληνική γαστρονομία.

Έτσι, μετά την παέγια στην Ισπανία και το ριζότο στην Ιταλία, η Ελλάδα προσδοκεί την καθιέρωση των γεμιστών, όπως είπε η κ. Νικολάου, ως εμβληματικών πιάτων της ελληνικής κουζίνας (γεμιστά λαχανικά, γεμιστά ντολμαδάκια και γεμιστά καλαμάρια).