Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Κραυγή αγωνίας από τους εμπόρους - Φόβοι για χιλιάδες λουκέτα

Ταφόπλακα για τον εμπορικό κόσμο χαρακτήρισαν οι εκπρόσωποι του κλάδου την αναστολή του λιανεμπορίου, μιλώντας στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου

Φόβους ότι η εξαίρεση της Θεσσαλονίκης από το άνοιγμα του λιανεμπορίου θα φέρει χιλιάδες λουκέτα στην αγορά εξέφρασαν οι εκπρόσωποι του εμπορικού κόσμου κατά την έκτακτη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Θεσσαλονίκης, που πραγματοποιείται με τη συμμετοχή και εκπροσώπων της αυτοδιοίκησης.

Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση του προέδρου της Ομοσπονδίας Βιοτεχνικών Σωματείων Θεσσαλονίκης, Θανάση Νικολόπουλου, ο οποίος έκανε λόγο για δραματική κατάσταση των μικρών επιχειρήσεων, επισημαίνοντας ότι η εκτίμηση της γενικής συνομοσπονδίας είναι για 200.000 λουκέτα λόγω κορωνοϊού. Ο ίδιος ανέφερε ότι με τα παρατεταμένα lockdown τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις έχουν στεγνώσει οικονομικά και τόνισε πως δεν ευθύνονται οι μικρές επιχειρήσεις για τη διασπορά. «Αν συνεχιστεί αυτό θα θερίσουμε θύελλες και πολλά λουκέτα στη χώρα μας. Ό,τι δηλαδή δεν κατάφερε να κάνει η δεκαετής κρίση θα το κάνει ο κορωνοϊός που θα ρίξει ταφόπλακα στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας μας», είπε χαρακτηριστικά.

Την ίδια εκτίμηση εξέφρασε και ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Παντελής Φιλιππίδης, ο οποίος τόνισε πως υπάρχει τεράστια αγωνία για την επόμενη μέρα. «Θα δούμε λουκέτα και αύξηση της ανεργίας, αν δεν λάβουμε μέτρα θα δούμε πράγματα που δεν γυρνάνε πίσω», ανέφερε και πρόσθεσε ότι το λιανικό εμπόριο δεν είχε ούτε ένα κρούσμα όλο αυτό το διάστημα, αλλά είναι ο πρώτος κλάδος που κλείνει κάθε φορά για να περιοριστεί η πανδημία. Ο πρόεδρος ευχαρίστησε όσους στάθηκαν δίπλα στον εμπορικό κόσμο, διευκρινίζοντας πάντως ότι η έκτακτη ενίσχυση δεν αρκεί για να σωθούν οι επιχειρήσει. Ο κ. Φιλιππίδης προέβλεψε ότι μετά την πανδημία του κορωνοϊού θα έρθει η πανδημία της οικονομίας και κατέληξε λέγοντας: «Ζητάω σεβασμό για το λιανικό εμπόριο έστω και την τελευταία στιγμή, ζητάω σεβασμό για την πόλη μας».

Οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου ζήτησαν να επανεξεταστεί η απόφαση της κυβέρνησης, αλλά και να στηριχθούν τα εμπορικά καταστήματα που θα παραμείνουν κλειστά. Ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, Μιχάλης Ζορπίδης, ανέφερε ότι εδώ και τρεις μέρες η αγορά της πόλης είναι σε μεγάλη αναστάτωση και τόνισε πως δεν θα είχε προκληθεί τέτοιο πρόβλημα εάν είχε εισακουστεί η πρόταση του επιμελητηρίου να μην ανοίξουν όλα τα μαγαζιά, αλλά μόνο αυτά που είναι μέχρι 150 τετραγωνικά.

Την ενόχληση των επαγγελματιών ότι οι αποφάσεις ελήφθησαν χωρίς να ερωτηθούν οι εμπλεκόμενοι φορείς της πόλης εξέφρασε ο πρόεδρος του ΕΒΕΘ, Γιάννης Μασούτης, επισημαίνοντας ότι κάτι ανάλογο είχε γίνει τον Σεπτέμβριο με την ακύρωση της Διεθνούς Έκθεσης. «Δεν μπορεί να αποφασίζει η κυβέρνηση ότι τα καταστήματα θα είναι κλειστά και να μην έχει ζητηθεί άποψη δήμου, περιφέρειας, επιμελητηρίων και όλων των φορέων», τόνισε και κάλεσε την κυβέρνηση να δώσει εξηγήσεις για την απόφαση.

Για αιφνιδιασμό και… σκοτσέζικο ντους έκανε λόγο ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, Αναστάσιος Καπνοπώλης. Ο ίδιος τόνισε πως οι αντιφάσεις δεν βοηθούν, ενώ χαρακτήρισε μικρή ανακούφιση και ασπιρίνες την οικονομική ενίσχυση που ανακοίνωσε ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας.

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης, Ανδρέας Μανδρίνος, τόνισε ότι ο κλάδος δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την αγορά και την εστίαση, ενώ χαρακτήρισε απογοήτευση το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης δεν κλήθηκαν πριν από την ανακοίνωση.

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, Βασίλης Γεωργιάδης, υπογράμμισε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί το άνοιξε – κλείσε των καταστημάτων.

Στήριξη ζήτησε και η Ένωση Εμποροϋπαλλήλων, με τον πρόεδρο Πέτρο Σημάδη να επισημαίνει ότι «χιλιάδες εργαζόμενοι ζούμε με τα επιδόματα φτώχειας και δεν ξέρουμε αν αύριο θα έχουμε δουλειά». Όπως είπε, αιτήματα του κλάδου είναι να μη γίνει καμία απόλυση, να επιστρέψουν όλοι οι εργαζόμενοι στις δουλειές τους με μέτρα ασφαλείας, να διενεργούνται μαζικά και επαναλαμβανόμενα τεστ στους χώρους δουλειάς και να γίνει επίταξη των ιδιωτικών κλινικών.