Skip to main content

Μετρό Θεσσαλονίκης: Τον Απρίλιο η επανατοποθέτηση των αρχαίων στη Βενιζέλου - Η διαδικασία

Στη χθεσινοβραδινή συνεδρίαση του ΚΑΣ εγκρίθηκαν οι τέσσερις μελέτες της επανατοποθέτησης και ανάδειξης των αρχαιοτήτων. Όλη η διαδικασία.

Τέσσερις μελέτες για την επανατοποθέτηση και ανάδειξη των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης ενέκρινε στη χθεσινοβραδινή του συνεδρίαση το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.

Οι μελέτες που κατατέθηκαν χαρακτηρίστηκαν ως «πολύ καλές και λεπτομερείς», ενώ σε επόμενη συνεδρίαση του ΚΑΣ θα εγκριθούν οι μελέτες εφαρμογής. Όπως έγινε γνωστό στη διάρκεια της συνεδρίασης, στις 30 Μαρτίου πέφτει η πλάκα οροφής στο κέλυφος του σταθμού και τις πρώτες μέρες του Απριλίου ξεκινά η επανατοθέτηση, η οποία και θα διαρκέσει ως το τέλος του χρόνου.

Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα τον Ιούνιο θα ξεκινήσουν δοκιμαστικές διαδρομές των συρμών σε όλους τους σταθμούς, που επίσης θα διαρκέσουν ως το τέλος του 2023. Υπενθυμίζεται πως το μετρό Θεσσαλονίκης έχει μήκος 9,6 χιλιομέτρων δίδυμης σήραγγας και περιλαμβάνει 13 σταθμούς.

Η ανασκαφική έρευνα στον σταθμό Βενιζέλου ολοκληρώθηκε στις 31 Ιουλίου 2022 και τα 1.260 τ.μ. του αρχαιολογικού χώρου αποτελούν μια διαχρονική μαρτυρία της πολεοδομικής οργάνωσης της πόλης, η οποία παραμένει αναλλοίωτη για 17 αιώνες.

Οι μελέτες αποκατάσταση και ανάδειξης των αρχαιοτήτων, επαναφοράς στον σταθμό, συντήρησης και προστασίας κρίθηκαν ως πολύ καλές και εγκρίθηκαν χωρίς ιδιαίτερες παρατηρήσεις.

Η μελέτη επαναφοράς των αρχαιοτήτων εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα-μηχανικό, Δημήτριο Κορρέ και σε αυτήν ενσωματώνεται το τεύχος στατικής μελέτης που συντάχθηκε από τον πολιτικό μηχανικό Δημήτρη Κουτσουρέλη.

Το ΚΑΣ συμφώνησε ότι η επαναφορά των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου είναι ένα έργο υψηλής εξειδίκευσης που εμπεριέχει δραστικές παρεμβάσεις σε όλη την έκταση και στο σύνολο των αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν, γεγονός που σημαίνει ότι αποκτά χαρακτηριστικά επέμβασης σε μνημείο.

Η συντήρηση των αρχαιοτήτων που αποσπάστηκαν γίνεται σύμφωνα με τις διεθνείς αρχές αποκατάστασης των μνημείων (Χάρτης της Βενετίας 1964), ενώ οι νέες συνθέσεις κονιαμάτων αποκατάστασης είναι συμβατές με τις αρχαίες και βασίζεται στις αναλύσεις των αυθεντικών δειγμάτων υλικών, που συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν από το τμήμα Πολιτικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ.

Ειδικά για την κατάσταση των αρχαιοτήτων, πληροφορίες αναφέρουν ότι, γενικά κρίνεται μέτρια. Το γεγονός ότι παρέμειναν καταχωμένες για αιώνες και εκτέθηκαν για λίγο χρονικό διάστημα σε καιρικές και άλλες περιβαλλοντικές συνθήκες -κατά την απόσπαση, τη μεταφορά και τη φύλαξή τους- συντελεί στη σχετικά καλή κατάσταση διατήρησής τους. Ωστόσο εξαιτίας της υγρασίας από τα υπόγεια ύδατα, αλλά και τα όμβρια σε περιπτώσεις έντονων βροχοπτώσεων, κατά τις οποίες πλημμύρισε το κέλυφος του σταθμού, οδήγησαν στη δημιουργία αλάτων. Επιπλέον, παρατηρήθηκαν μηχανικές καταπονήσεις, λόγω του μεγάλου όγκου χωμάτων που κάλυπταν τα αρχαία ευρήματα, αλλά και των ανθρωπογενών παραγόντων και των φυσικών καταστροφών.

Αναφορικά με τον αριθμό και το είδος των αρχαιοτήτων που θα επιστραφούν, έγινε γνωστό πως θα επανατοποθετηθεί ο μεγαλύτερος αριθμός αυτών, με στόχο να είναι ορατή στο κοινό η μακραίωνη ιστορία της περιοχής και της πόλης.

Οι αρχαιότητες της Βενιζέλου αποτυπώνουν διαχρονικά την πολεοδομική εξέλιξη του αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης, στο ύψος της κεντρικής οδού που διέτρεχε από πάντα την πόλη, περίπου στην ίδια χάραξη: ο ελληνιστικός δρόμος με τα χαλκόστρωτα καταστρώματά του, ο decumanus maximus της ρωμαϊκής εποχής και της ύστερης αρχαιότητας, η βυζαντινή Λεωφόρος ή Μέση Οδός, ο Φαρδύς Δρόμος της μεταβυζαντινής περιόδου, η σημερινή Εγνατία οδός.

Σημειώνεται ότι κατά την Α΄ φάση της ανασκαφικής διερεύνησης ήρθε στο φως ένα τμήμα της κοσμικής πόλης της ύστερης αρχαιότητας και των βυζαντινών χρόνων. Στη Β΄ φάση αποκαλύφθηκε πλήθος κατάλοιπων, τα οποία αφορούσαν σε ένα πυκνό δίκτυο υδραυλικών υποδομών κάτω από τα καταστρώματα των δύο κεντρικών δρόμων -decumanus maximus και cardo-, που κάλυπταν έναν χρονικό ορίζοντα από τον 3ο ως τον 5ο/6ο μ.Χ. αιώνα, ενώ η Γ΄ φάση κατέβηκε ακόμη χαμηλότερα και αποκάλυψε ευρήματα της ρωμαϊκής και ελληνιστικής περιόδου, που χρονολογούνται από τον 2ο αιώνα π.Χ. ως τον 3ο μ.Χ. αιώνα.