Skip to main content

Η Θεσσαλονικη είναι πια ημιλιπόθυμη, εγκλωβίστηκε ξανά στον εαυτό της

Θυσιάσαμε μια μάχη στην ανάγκη κάποιων εκατοντάδων ανάμεσά μας να ξενυχτήσουν, να πιούν και τα διασκεδάσουν με τον γνωστό… πλαστικό τρόπο.

Η περασμένη Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020, η επομένη της εθνικής επετείου, ήταν ιδιαίτερη για τη Θεσσαλονίκη των αντιφάσεων και της αλληλοεξουδετερώσεως προθέσεων. Από το πρωί χιλιάδες πολίτες περίμεναν υπομονετικά στη νέα παραλία για να κάνουν το γρήγορο τεστ για τον κορωνοϊό. Η συντριπτική πλειοψηφία χωρίς λόγο. Δηλαδή χωρίς συμπτώματα, ούτε επαφές με επιβεβαιωμένο ή δυνητικό κρούσμα. Καλός ο καιρός, δωρεάν το τεστ, γιατί όχι; Το απόγευμα η περιοχή κηρύχθηκε από την Πολιτική Προστασία «κόκκινη» και οδηγήθηκε σε μερικό lockdown με αυξημένους περιορισμούς. Είχαν προηγηθεί το προηγούμενο διάστημα συνωστισμοί στην Αρχαία Αγορά, πάρτι στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, μπουζούκια σε λαϊκή απογευματινή και η «Θύρα 4» έξω από το Μακεδονία Παλάς. Και το βράδυ της Πέμπτης, εκατοντάδες Θεσσαλονικείς και μέτοικοι γλέντησαν με την ψυχή τους στα Λαδάδικα. «Το τελευταίο βράδυ μου / απόψε το περνάω» ή κάτι τέτοιο. Χόρεψαν τον… χορό του Ζαλόγγου, χωρίς κανέναν ηρωισμό. Σα να μην υπάρχει αύριο. Επιπολαιότητα; Βλακεία; Ελαφρότητα; Εξυπνάδα; Όλα μαζί και ταυτοχρόνως. Άλλωστε ο καθένας σε αυτή τη ζωή δικαιούται το δικό του… Πολυτεχνείο, για να δανειστούμε μια ατάκα από ένα παλαιότερο σίριαλ.

Η κοινή συνισταμένη όλων αυτών είναι ότι η Θεσσαλονίκη παραμένει τις τελευταίες ώρες ημι-λιπόθυμη. Ενώ το αίμα εξακολουθεί να τρέχει στις φλέβες της, δεν μπορεί να κάνει βήμα, εγκλωβισμένη στον ίδιο της τον εαυτό. Τα καταστήματα εστίασης, ένα από τα σήματα κατατεθέντα της καθημερινότητας και βασικό αξεσουάρ στο σκηνικό της, παραμένουν κλειστά. Όπως συνέβη τον Σεπτέμβριο με τη Διεθνή Έκθεση, έτσι και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, το οποίο θα ξεκινούσε σε λίγες ημέρες ματαιώθηκε - εννοείται πως η διαδικτυακή διοργάνωση δεν είναι φεστιβάλ, είναι διευθέτηση για να προβληθούν οι ταινίες. Μία μία οι σημαίες της Θεσσαλονίκης υποστέλλονται. Έστω προσωρινά. Καθημερινά είναι όλο και πιο βέβαιο ότι η πανδημία κερδίζει το ματς. Επιβάλλει τους όρους της και στο μέλλον θα αποτελεί ορόσημο. Θα μιλούν όλοι για την προ και μετά τον COVID-19 περίοδο. Όχι μόνο με υγειονομικούς όρους, αλλά και με κοινωνικούς. Ενίοτε και με επαγγελματικούς.  

Όλα αυτά μπορεί να ήταν αναπόφευκτα –οι πανδημίες ανά τους αιώνες είναι περίεργα και… επίμονα τρένα-, αλλά την αλήθεια δεν θα τη μάθουμε ποτέ στη Θεσσαλονίκη. Τη θυσιάσαμε στην ανάγκη κάποιων εκατοντάδων ανάμεσά μας να ξενυχτήσουν, να πιούν και τα διασκεδάσουν με τον γνωστό… πλαστικό τρόπο. Αλλά και κάποιων λίγων «επιχειρηματιών» της νύχτας, οι οποίοι στη μοναδική επιθυμία που έχουν στη ζωή τους για τα εύκολα λεφτά –τα οποία συνήθως τρώνε με την ίδια ευκολία- υπονόμευσαν μια συλλογική προσπάθεια που μπορεί να γινόταν, μπορεί να μη γινόταν. Που μπορεί να είχε ή να μην είχε αποτέλεσμα. Μόνο που ποτέ δεν θα το μάθουμε. Τώρα, τα κεφάλια μέσα…

Εδώ ταιριάζει απόλυτα μια μικρή παράγραφος από το οπισθόφυλλο του εξαιρετικού βιβλίου του Νίκου Κλαποθάκου «Για την κακιά την ώρα – Ιδρυτικοί μύθοι του νεοελληνικού ψυχισμού» (Εκδόσεις Αρμός - 2019), στο οποίο ο συγγραφέας προσπαθεί να φωτίσει την ψυχοσύνθεση των Ελλήνων με φόντο εμβληματικές ταινίες του ασπρόμαυρου ελληνικού κινηματογράφου. «Τρέχα να τρέχω, λέει ο Χατζηχρήστος, ως Ηλίας του 16ου, στον Βέγγο. Κάνε πως υπάρχεις, να κάνω πως υπάρχω, μέχρι να δραπετεύσω από ένα κόσμο όπου είμαι αποτυχημένος. Ζητούμενον: κάποιος προστάτης να μας φροντίζει για να φροντίζουμε. Κάποιος να σου λέει ότι αξίζεις κάτι περισσότερο από τις πράξεις σου. Άλλως, κοσμική απόγνωσις».