Δειλά δειλά το εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης αποκτά ζωή. Δείχνει ότι έχει σφυγμό και μπορεί να επιταχύνει. Ακόμη και ξένοι επισκέπτες κυκλοφορούν αυτές τις μέρες στην Τσιμισκή, στην Μητροπόλεως, στην Αριστοτέλους και τα πέριξ. Μπαίνουν στα μαγαζιά, διαλέγουν, δοκιμάζουν, ψωνίζουν. Κάθονται για καφέ, φαγητό και το βραδάκι για ποτό.
Παρ’ όλα αυτά ο εμπορικός κόσμος της Θεσσαλονίκης δεν είναι ικανοποιημένος ούτε κατ’ ελάχιστον. Διότι το συντριπτικά μεγάλο κομμάτι από την πίτα του τζίρου στο εμπορικό κέντρο –ένα ποσοστό της τάξεως του 80%- γίνεται είτε σε πολυκαταστήματα, είτε σε εμπορικά σημεία που ανήκουν σε εγχώριες και πολυεθνικές αλυσίδες. Μιλάμε για την Τσιμισκή, την Μητροπόλεως, την Προξένου Κορομηλά, άντε και την Καρόλου Ντηλ και την Αγίας Σοφίας. Κάτι που ίσχυε πριν τον κορωνοϊό και ισχύει και τώρα. Κάτι που εξηγεί το μαρασμό του τοπικού εμπορίου, το οποίο υποχωρεί διαρκώς. Η λειτουργία του μετρό στον άξονα της Εγνατίας ενδέχεται να διαφοροποιήσει τα πράγματα, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον και πάνω από την οδό Ερμού, που σήμερα αποτελεί ένα σαφές όριο εμπορικότητας.
Στην πράξη η ακτινογραφία του εμπορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης εμφανίζει τα ακόλουθα τρία επίπεδα:
Πρώτον, την υψηλή κατηγορία, με επίκεντρο την Τσιμισκή και τους… δορυφόρους της. Πρόκειται για λίγους αριθμητικά, αλλά αρκετά μεγάλους σε μέγεθος λαμπερούς δρόμους. Εκεί βρίσκονται τα πολυκαταστήματα, οι αλυσίδες, αλλά και οι γνωστές φίρμες που έχουν αυτόνομη παρουσία στη Θεσσαλονίκη.
Δεύτερον, τη μεσαία κατηγορία, που ορίζεται από την Εγνατία, την Ερμού, την Ίωνος Δραγούμη, την Βενιζέλου και την πλατεία Αγίας Σοφίας. Δρόμοι που έχουν μια κάποια εμπορική ζωντάνια και φιλοξενούν αρκετά καταστήματα Θεσσαλονικέων εμπόρων, με σχετικά σταθερή πελατεία, τα οποία, πάντως, την τελευταία δεκαετία αγωνίζονται να επιβιώσουν.
Τρίτον, η… ανύπαρκτη κατηγορία, όπως χαρακτηρίζει η πιάτσα το εμπόριο στο υπόλοιπο κομμάτι του κέντρου, όπου η εμπορική κίνηση είναι περιορισμένη. Εκεί πολλά καταστήματα παραμένουν κλειστά και ξενοίκιαστα επί χρόνια, ενώ για όσα βρίσκονται εν λειτουργία η αγωνία είναι καθημερινή. Σημεία τόσο κοντά σε μεγάλα περάσματα και ταυτόχρονα πλήρως αποκλεισμένα από τα οφέλη αυτής της εγγύτητας.
Με δεδομένο ότι στον δήμο Θεσσαλονίκης λειτουργούν 8.500 καταστήματα –εκ των οποίων περί τις 3.500 ανήκουν στο ευρύτερο κλάδο της εστίασης- το ότι προνομιακά δουλεύουν μερικές δεκάδες αποτελεί πρόβλημα. Σοβαρό πρόβλημα. Μια ολόκληρη επαγγελματική τάξη συν οι εργαζόμενοι που απασχολούνται, μοιάζουν να μη μπορούν να αξιοποιήσουν παρά ελάχιστα τις όποιες καταναλωτικές εξάρσεις στη Θεσσαλονίκη. Τα δρομολόγια του μετρό από το 2023 –όπως λένε οι… φήμες- ίσως αλλάξει κάποιες ισορροπίες, αλλά το πρόβλημα θα παραμείνει σημαντικό. Ο υπερεπαγγελματισμός που δημιουργήθηκε στο εμπόριο των διαρκών καταναλωτικών αγαθών (ρούχα, παπούτσια, αξεσουάρ κ.λπ.) σε προηγούμενες δεκαετίες, υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες, σήμερα δεν μπορεί ούτε να επιβιώσει. Ούτε, όμως, και να… σβήσει.
Πρόκειται για πρόβλημα νοοτροπίας, αφού στην Ελλάδα –και ειδικά στο εμπόριο- αφενός οι συνεργασίες είναι δύσκολες, ενώ αφετέρου οι αλλαγές επαγγελματικής πορείας και αντικειμένου παραμένουν λίγες. Συχνά υπάρχουν έμποροι που νιώθουν εγκλωβισμένοι επειδή κάποτε ξεκίνησαν το δικό τους μαγαζί, ενώ από μόνη της η εμπορική ιδιότητα συνεπάγεται ευελιξία, γρήγορες αποφάσεις και απόλυτο ρεαλισμό., ακριβώς για να ξεπερνιούνται τέτοιες αδιέξοδες καταστάσεις. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη πρόκειται για κατάσταση με πολύ βάθος…
ΥΓ. Το 1984 ο σημερινός πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης πλήρωσε «αέρα» 12,5 εκατ. δραχμές και ενοίκιο 266.000 δραχμές για ένα μαγαζί 400 τετρ. μέτρων στην οδό Βενιζέλου, περίπου στο ύψος της Ερμού. Το μαγαζί ονομάστηκε «Καμικάζι» και πουλούσε ρούχα.
Το 1998 με τις αναπροσαρμογές του συμβολαίου το ενοίκιο είχε φτάσει στο 1,5 εκατ. δραχμές και μόλις η τότε κυβέρνηση απελευθέρωσε τα επαγγελματικά μισθώματα ο ιδιοκτήτης ζήτησε ενοίκιο 6,4 εκατ. δραχμές. Είκοσι χρόνια πριν η Βενιζέλου ως εμπορική πιάτσα μετρούσε πολύ.
Πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σήμερα, που πολλά από τα καταστήματα αυτού του εμβληματικού ακόμη και ως προς το όνομα δρόμου, παραμένουν άδεια και μελαγχολικά.