Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Το χτύπημα του κορωνοϊού στις παραδοσιακές επιχειρήσεις

Γιατί η πανδημία του κορωνοϊού αναμένεται να δώσει ένα πολύ ισχυρό χτύπημα στις παραδοσιακές επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης.

Το 2010, η ελληνική οικονομία βούλιαξε στα δίδυμα ελλείματα και τα επόμενα πέντε χρόνια η χώρα απώλεσε το 25% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.

Την ίδια περίοδο έσβησαν από το χάρτη 150.000 – 200.000 επιχειρήσεις. Τον Ιούνιο του 2015 η Ελλάδα έζησε για πρώτη φορά με κλειστές τράπεζες και επιβλήθηκαν capital controls που για τις επιχειρήσεις κράτησαν χρόνια. Σε αυτή τη διαδικασία χάθηκαν, επίσης, χιλιάδες επιχειρήσεις. Το 2020 η Ελλάδα -αυτή τη φορά μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη- υποχρεώθηκε σε δίμηνο εκτεταμένο lockdown της οικονομίας και της αγοράς, λόγω της πανδημίας. Από σήμερα Δευτέρα και για τους επόμενους δύο μήνες αναμένεται να εξελιχθεί η προσπάθεια για επιστροφή στην κανονικότητα. Μέχρι τις αρχές Ιουλίου θα κάνουμε το πρώτο ταμείο για τον αριθμό των χαμένων επιχειρήσεων και αυτής της κρίσης, που αναμένεται και αυτή τη φορά να είναι σημαντικός. Αλλά και θα καταγράψουμε -είναι βέβαιον- νέες πατέντες επιβίωσης εκ μέρους ορισμένων τουλάχιστον επιχειρηματιών. Όπως έγινε από κάποιους στη δεκαετία του 1990 με τη μεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων στα Βαλκάνια, στη δεκαετία του 2010 με την έγκαιρη στροφή στις εξαγωγές και το 2015 με τις πενταγωνικές ή εξαγωνικές συναλλαγές με το εξωτερικό.  

Η εμπειρία, λοιπόν, της τελευταίας δεκαετίας αποδεικνύει ότι το επιχερείν στην Ελλάδα είναι δύσκολο σπορ. Που γίνεται ακόμη δυσκολότερο από την έλλειψη σχετικής ιδεολογίας και επομένως παιδείας, καθώς σημαντικό κομμάτι του ιδιωτικού τομέα αποτελεί η επιχειρηματικότητα της ανάγκης. Δηλαδή η επιλογή ενός ανθρώπου να ανοίξει μια επιχείρηση σχετίζεται, κυρίως, από την αδυναμία του να βρει μια εξαρτημένη εργασία που να καλύπτει τις προδιαγραφές του. Παράλληλα, ένα εξίσου σημαντικό κομμάτι της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας συνδέεται με την περίφημη οικογενειακή διαδοχή, όταν τα παιδιά συνεχίζουν την εταιρεία ή το μαγαζί του του πατέρα και του παππού.     

Τίποτε το κακό δεν υπάρχει σε όλα αυτά. Μια επιλογή ανάγκης μπορεί να οδηγήσει κάποιον να διαπρέψει, ενώ οι διάδοχοι σε αρκετές περιπτώσεις αποδεικνύονται ισάξιοι ή ικανότεροι των δημιουργών μιας επιχείρησης. Όταν, όμως, το γενικότερο περιβάλλον καθίσταται πολύ δύσκολο έως οριακό, τότε τα ελεγχόμενα σε φυσιολογικές οικονομικές συνθήκες ζητήματα -από την επιχειρηματική ικανότητα μέχρι τα κεφάλαια- γιγαντώνονται με καταστροφικό αποτέλεσμα.

Η Θεσσαλονίκη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα οικονομικού χώρου, ο οποίος τα προηγούμενα χρόνια πλήρωσε βαρύ τίμημα στο πεδίο των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Ως περιοχή με παράδοση στο εμπόριο και την μεταποίηση υπέστη συγκλονιστικές μεταβολές από τη δεκαετία του 1990, που κορυφώθηκαν στη δεκαετία του 2010. Κατ’ αρχήν η επέλαση της παγκοσμιοποίησης που από το 1995 και μετά μετέθεσε το συντριπτικά μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας παραγωγής προς ανατολάς -από την Τουρκία μέχρι την Κίνα και την υπόλοιπη Ν.Α. Ασία. Στο πλαίσιο της ίδιας παγκοσμιοποιημένης οικονομικής πρακτικής από το 2000 και με πολύ γρήγορους ρυθμούς το λιανεμπόριο πέρασε από τα μεμονωμένα καταστήματα στα πολυκαταστήματα, στα εμπορικά κέντρα και στις μεγάλες ελληνικές και διεθνείς αλυσίδες. Εξελίξεις που δεν συνάντησαν ιδιαίτερη αντίσταση από τις τοπικές επιχειρηματικές δυνάμεις, που εκτός εξαιρέσεων, μπήκαν γρήγορα, εύκολα κι απλά στο περιθώριο.

Σε αυτό το περιβάλλον η πανδημία του κορωνοϊού αναμένεται να λειτουργήσει ως οδοστρωτήρας και χαριστική βολή μαζί. Κι αυτό διότι δοκιμάζει αφενός τις οικονομικές αντοχές των επιχειρήσεων -η συμβολή του κράτους με τις διάφορες επιδοτήσεις εργασίας και κεφαλαίου κίνησης μόνο βραχυπρόθεσμα μπορούν να έχουν αποτέλεσμα- και αφετέρου την προσαρμοστικότητά τους στις νέες συνθήκες. Για προφανείς λόγους και στα δύο σκέλη η υπέροχή των μεγάλων σχημάτων είναι δεδομένη και αναμένεται να παράγει αποτελέσματα διαρκώς το προσεχές διάστημα. Μέχρι η επιστήμη, με τα φάρμακα και το εμβόλιο, να επιτρέψει την επιστροφή στην κανονικότητα, όπως την ξέραμε μέχρι τις αρχές Μαρτίου, το τοπίο της επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη θα είναι διαφορετικό. Εις βάρος των τοπικών δυνάμεων που παραμένουν διάσπαρτες και μεμονωμένες.        

Ένα επιπρόσθετο αρνητικό για την τοπική επιχειρηματικότητα στοιχείο είναι η απώλεια καταναλωτικής δύναμης που αναμένεται τους επόμενους μήνες, αν όχι χρόνια. Σε ένα Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, στο οποίο η κατανάλωση συμμετέχει κατά 60% και η τουριστική δραστηριότητα κατά 20% και παραπάνω, είναι μάλλον βέβαιο ότι τουλάχιστον σε πρώτη φάση βαδίζουμε προς φτωχοποίηση και υψηλή ανεργία, που θα αποδυναμώσουν την κατανάλωση. Και όταν τα χρήματα δεν περισσεύουν οι επιλογές γίνονται αποκλειστικά με οικονομικά κριτήρια. Η φθήνια τρώει τον παρά. Και στην Ελλάδα του 2020 όλοι γνωρίζουν ποιες κατηγορίες επιχειρήσεων μπορούν να πουλήσουν φθηνότερα.  

ΥΓ. Σε θεωρητικό επίπεδο η επιχειρηματική κοινότητα απαντά στις προκλήσεις των καιρών τόσο μεμονωμένα, όσο και μέσω των συλλογικοτήτων που υπάρχουν (Επιμελητήρια, Σύνδεσμοι Σύλλογοι, Ενώσεις κ.λπ.). Μόνο που σήμερα το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο. Μεγαλύτερο ακόμη και από την απόσταση της θεωρίας με την πράξη.