Skip to main content

Ποιους κάνουμε βουλευτές; Ένα πραγματικά θλιβερό τριήμερο...

Η θλιβερή διαπίστωση, ότι μεγάλος μέρος των ομιλητών στη Βουλή, μάλλον θα έπρεπε να ασχοληθούν με κάτι άλλο, πλην της πολιτικής.

Θλιβερό το θέαμα και ακρόαμα των όσων διημείφθησαν κατά το τριήμερο των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης. Υποχρεωμένος να παρακολουθώ τα διαδραματιζόμενα, δεν το κρύβω πως με κατέβαλε η θλίψη.

Όχι για τις ανταλλαγείσες σκληρές εκφράσεις, έως και ύβρεις, μεταξύ των πολιτικών. Αυτές είναι μέρος του παιχνιδιού προς εντυπωσιασμό των ψηφοφόρων, χωρίς να αποκλείεται βεβαίως και η καθ’ έξη αγενής συμπεριφορά από ορισμένους. Η θλίψη οφείλεται στην διαπίστωση, ότι μεγάλος μέρος των ομιλητών μάλλον -κατά την κρίση μου- θα έπρεπε να ασχοληθούν με κάτι άλλο, πλην της πολιτικής.

Αδυναμία έκφρασης, φτωχό λεξιλόγιο, απουσία επιχειρημάτων αντικαθισταμένων από συνθήματα, κακογραμμένες εκθέσεις ιδεών και κυρίως έλλειψη σεβασμού για τον χώρο στον οποίο ευρίσκονταν, που δεν αποκαλείται τυχαίως «Ναός της Δημοκρατίας».

Θέλω να υπενθυμίσω στους φίλους αναγνώστες, ότι από την στιγμή που υπερηφάνως -και δικαίως- υποστηρίζουμε ότι ήμαστε φορείς κληρονομημένου πολιτισμού, αδιαφορούμε επιμελώς να μελετήσουμε κάποιους κανόνες που είχαν οι πρόγονοί μας για την πολιτική ζωή, τους οποίους ανέφερα και άλλοτε.

Κατά τον Σωκράτη, εκείνον ο οποίος ήταν συνετός οικογενειάρχης, διαπαιδαγωγούσε σωστά τα παιδιά του, ήταν έντιμος στο επάγγελμά του, είχε καλές σχέσεις με τον περίγυρό του, όταν δηλαδή με δυο λόγια ήταν επιτυχημένος στον μικρόκοσμό του, η Πολιτεία είχε χρέος να του αναθέσει δημόσιο λειτούργημα. Επειδή είχε αποδείξει τις ικανότητές του. Τι ισχύει από αυτά σήμερα;

Αρκετά χρόνια νωρίτερα, ο Σόλων κατέγραψε στους Νόμους του, τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν για το βουλευτικό αξίωμα. Σύμφωνα με την αθηναϊκή νομοθεσία, επομένως, ο βουλευτής έπρεπε φυσικά να είναι Αθηναίος πολίτης (από Αθηναίο πολίτη πατέρα, αλλ’ αργότερα ο Περικλής επέβαλε να είναι και οι δύο γονείς Αθηναίοι πολίτες). Να μετέχει της ελληνικής θρησκείας και παιδείας (δηλαδή ίσχυε το «όμαιμον, ομότροπον, ομόθρησκον»), να μη είναι κίναιδος, και  να καταγραφεί όλη η περιουσία του, μέχρι και τα σανδάλια που φορούσε, καθώς και η οικογενειακή του περιουσία. Εάν τηρούνταν όλα αυτά, τότε μπορούσε να θέσει υποψηφιότητα για βουλευτής.

Προσέξτε τώρα, πώς αποφευγόταν ο λαϊκισμός και επιβαλλόταν η διαφάνεια. Οι νόμοι που εισάγονταν στην Εκκλησία του Δήμου για ψήφιση ήσαν ονομαστικοί, δεν έφεραν δηλαδή αρίθμηση όπως τώρα, αλλά έφεραν το όνομα του προτείνοντος, για να γνωρίζουν ποιος ήταν ο υπόλογος, σε περίπτωση αρρυθμίας.

Εκείνος δε, που πρότεινε κάποιον νόμο έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός. Όχι μόνον να έχει εξετάσει εάν υπήρχε προγενέστερος νόμος που ρύθμιζε το θέμα με τρόπο διαφορετικό (οπότε έπρεπε να τον αναφέρει), αλλά ήταν και υπεύθυνος για τα αποτελέσματα του προτεινόμενου.

Έτσι, εάν πρότεινε και ψηφιζόταν νόμος, ο οποίος αποδεικνυόταν οικονομικώς ζημιογόνος για την Αθήνα, τότε έπρεπε να κατασχεθεί από την καταγεγραμμένη περιουσία του, όλο το ποσόν κατά το οποίο ζημιώθηκε η πόλη.  Αν μάλιστα δεν έφθανε όλη η περιουσία του -μέχρι και τα σανδάλια του, που κατεγράφησαν, όπως ανέφερα ανωτέρω-, τότε το ανεξόφλητο υπόλοιπο, υποχρεωνόταν να το εξοφλήσει εργαζόμενος σε δημόσια έργα.

Και το πλέον σημαντικό: Αν ο νόμος, που πρότεινε και έπεισε να υπερψηφιστεί, ζημίωνε ηθικά την Αθήνα, τότε ο νόμος επέβαλε: «Αυθημερόν τελευθησάτω»! Να σκεφθεί κάποιος ότι η θανατική ποινή σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις επιβαλλόταν, και κυρίως εκεί που επερχόταν ζημία στην Αθήνα (με την κοπή, φερ’ ειπείν ελαιόδεντρων ή συκεών, των οποίων τα προϊόντα ήσαν κύρια πηγή εσόδων).

Βεβαίως, η αυστηρότητα των νόμων, δεν σημαίνει ότι επέφερε και πλήρη εξάλειψη της διαφθοράς. Σημασία έχει η προσπάθεια που καταβαλλόταν γι’ αυτό, η οποία δεν παρέμενε σε ανούσια ρητορικά σχήματα.