Skip to main content

Τι αποκαλύπτουν οι αριθμοί για τις εισαγωγές και εξαγωγές της χώρας

Στην οικονομία και στην αγορά οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια, υπό την προϋπόθεση ότι κάποιος τους διαβάζει όλους και η προσέγγιση του.

Στην οικονομία και στην αγορά οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια, υπό την προϋπόθεση ότι κάποιος τους διαβάζει όλους και η προσέγγιση του είναι συνολική. Σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο τα συμπεράσματα να μην είναι ακριβή, κάτι που ενδεχομένως να οδηγήσει σε άστοχες αποφάσεις.

Στα δέκα χρόνια της οικονομικής και παραγωγικής κρίσης και ύφεσης στην ελληνική οικονομία, το μόνο μέγεθος που εμφάνισε θεαματική βελτίωση είναι οι εξαγωγές, που αυξήθηκαν τόσο ονομαστικά, όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτή η πραγματικότητα, δυστυχώς διογκώθηκε και στην ουσία… κακοποιήθηκε από πολλούς, κυρίως από πολιτικούς που αναζητούν πάντα την αισιοδοξία, παραβλέποντας ακόμη και την πραγματικότητα. Διότι για να βάλουμε τα πράγματα σε μια σωστή σειρά για τις εξαγωγές και γενικότερο το διεθνές εμπόριο της χώρας πρέπει να υπογραμμίσουμε τα ακόλουθα:

Πρώτον, οι εξαγωγές αυξήθηκαν αισθητά, αλλά όχι για το σωστό λόγο και σε πολλές περιπτώσεις ούτε με το σωστό τρόπο. Η αύξηση τους εν πολλοίς οφείλεται στη δραστηριοποίηση προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση επιχειρήσεων, που μέχρι το 2009 – 2010 ήταν ικανοποιημένες από το να τροφοδοτούν μόνο την εγχώρια αγορά. Η δραματική πτώση της κατανάλωσης, ως συνέπεια της μείωσης των εισοδημάτων, αλλά και του αρνητικού ψυχολογικού κλίματος στην αγορά, οδήγησε πολλές επιχειρήσεις που στην πραγματικότητα περιφρονούσαν τις εξαγωγές –ενδεχομένως λόγω των δυσκολιών που υπάρχουν- να στραφούν στις ξένες αγορές. Πούλησαν σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίς ουσιαστικό κέρδος θέλοντας να «ανοίξουν» κάποιες χώρες με την ελπίδα ότι αν κάποιος αγοράσει μια φορά η δύναμη των προϊόντων θα τον οδηγήσει να αγοράσει δεύτερη και τρίτη… Κάποιοι άλλοι –κυρίως έμποροι- επέλεξαν να ανοιχτούν σε τόσες πολλές αγορές, που στο τέλος κάτι πούλησαν για μία ή δύο φορές. Υπάρχει, βέβαια, και μια τρίτη κατηγορία «εξαγωγέων ανάγκης», που αναγνώρισαν την υστέρηση τους, προσπάθησαν έντονα και προσαρμόστηκαν σε μια κατάσταση, την οποία καλλιεργούν με επιμονή, συνέπεια και επενδυτική λογική.

Κάτι που σημαίνει ότι για να πάρεις πρέπει πρώτα να δώσεις, να δημιουργήσεις. Όλες αυτές οι προσπάθειες, σε συνδυασμό αφενός με τη συνέχιση και την ένταση της δραστηριότητας των παραδοσιακών εξαγωγέων και αφετέρου με την καταβαράθρωση του ΑΕΠ της χώρας, οδήγησε αριθμούς και δείκτες εξαγωγών σε επίπεδα πολύ καλύτερα από ότι ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 2000.   

Δεύτερον, οι εισαγωγές της χώρας μειώθηκαν αισθητά, αφού η κατανάλωση συρρικνώθηκε ισόποσα ή και περισσότερο από την κατά 25% απώλεια του ΑΕΠ. Αυτό σε συνδυασμό με την αύξηση των εξαγωγών περιόρισε –χωρίς να ισοσκελίσει- το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου. Η Ελλάδα ήταν και παραμένει μια έντονα εισαγωγική χώρα σχεδόν στα πάντα, ακόμη και στα γεωργικά προϊόντα και στα τρόφιμα, που έχει δική της παραγωγή.

Τώρα, λοιπόν, που είναι σαφές ότι η οικονομία αναπτύσσεται μεν, αγκομαχώντας δε, όλα αυτά συνδυαζόμενα δίνουν αρνητικό αποτέλεσμα. Τουλάχιστον όχι αυτό που χρειάζεται η χώρα μετά από δέκα χρόνια περιπέτειας, στην διάρκεια των οποίων πολλά δεινά υπέστη η ελληνική οικονομία, χωρίς, πάντως, οι φορείς της –δημόσιο, ιδιωτικός τομέας, κοινωνία- να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που πάντα παρουσιάζονται σε αυτές τις περιπτώσεις. Στο πρώτο τρίμηνο του 2019 οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 1,6%, οι εισαγωγές κατά 5,8% και το εμπορικό ισοζύγιο –αυτό που σε τελική ανάλυση ενδιαφέρει περισσότερο- διευρύνθηκε υπέρ των εισαγωγών κατά 12%. Καλά που υπάρχει ο τουρισμός –η τουριστική δραστηριότητα επειδή φέρνει χρήματα από το εξωτερικό είναι επί της ουσίας εξαγωγική- και η κατάσταση παραμένει υπό κάποιον έλεγχο. Διαφορετικά…   

Με αυτά τα δεδομένα είναι βέβαιον ότι η Ελλάδα χρειάζεται αλλαγή του παραγωγικού της μοντέλου, κάτι που έχει κατά καιρούς επισημανθεί, αλλά μάλλον έχει αφεθεί στην τύχη του. Η χώρα οφείλει δια των κρατικών της οργάνων, αλλά και των δυνατοτήτων που τις δίνουν τα ευρωπαϊκά προγράμματα να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια υποστήριξης τόσο των κλάδων και των περιοχών στους οποίους διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα –σε μια τέτοια περίπτωση το βορειοελλαδικό τόξο έχει δυνατότητες να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο-, όσο και εκείνων που μπορούν να υποκαταστήσουν εισαγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες. Διότι στην πράξη η ανάσχεση των εισαγωγών είναι εξίσου σημαντική με την αύξηση των εξαγωγών, αφού εκείνο που τελικά μετράει είναι η εικόνα του εμπορικού ισοζυγίου. Και στις δύο περιπτώσεις, άλλωστε, το πλεονέκτημα είναι διττό. Μια ισχυρή εξαγωγική επιχείρηση είναι σαφές ότι βελτιώνει την ανταγωνιστικότητά της και στην εγχώρια αγορά και αντιστρόφως μια ελληνική εταιρία που εκτοπίζει εισαγωγές, καθίσταται ανταγωνιστική και στις διεθνείς αγορές. Κι ας μην ξεχνάμε ότι σε πολλές περιπτώσεις οι εισαγωγές ενισχύονται από την άνοδο των πωλήσεων στο εξωτερικό. Για παράδειγμα για τη δημιουργία πολλών προϊόντων made in Greece απαιτούνται εισαγόμενες πρώτες ύλες, ενώ εισαγωγής είναι σχεδόν στο σύνολό της η ενέργεια, που αποτελεί βασικό συστατικό κόστους της παραγωγής.  

Πολύ σημαντικό στοιχείο για τις ελληνικές εξαγωγές είναι οι προορισμοί που πωλούνται τα ελληνικά προϊόντα. Αν εξαιρέσουμε τα πετρελαιοειδή, τα ποσοστά διαμορφώνονται σε 68,3% για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε 31,7% για τις Τρίτες Χώρες. Επομένως, οι ελληνικές επιχειρήσεις αντέχουν στον ανταγωνισμό τόσο εντός, όσο και εκτός ζώνης του ευρώ και άρα μοιάζουν ικανές να επιτύχουν και τους δύο στόχους: την περεταίρω αύξηση των εξαγωγών, αλλά και την ανάκτηση μεγαλύτερου ποσοστού της ελληνικής αγοράς.

ΥΓ. Αυτή την περίοδο η χώρα ζει μια κανονική προεκλογική περίοδο, που προφανώς θα επεκταθεί πέραν των ευρωεκλογών μέχρι τις εθνικές εκλογές. Έως τώρα –για μία ακόμη φορά- οι πολιτικοί διαγκωνίζονται για το πως θα διανείμουν τον πλούτο που παράγεται ή που θα παραχθεί μελλοντικά στη χώρα. Η συζήτηση για το πως θα αυξηθεί αυτός ο πλούτος, απλώς δεν έχει θέση στην ατζέντα.

ΥΓ2. Τα «παραμύθια» για τους φυσικούς πόρους που θα κάνουν όλους τους Έλληνες πάμπλουτους και για τη βελτίωση των οικονομικών του κράτους, που θα επιτρέψουν την αύξηση του δανεισμού με «λογικά» επιτόκια και τη διανομή των δανικών είναι ενδεχομένως γοητευτικά, αλλά ταυτόχρονα υπερβολικά… εύκολα. Δεν έχουν...το δράκο, που θα πρέπει κάποιος να σκοτώσει για να πάει στον Παράδεισο. Επομένως δεν αξίζουν το ενδιαφέρον μας.