Skip to main content

Η υπόθεση της efood έδειξε στους Έλληνες καταναλωτές τη δύναμη του πελάτη

Η υπόθεση της efood, που έλαβε πολύ μεγάλες διαστάσεις την περασμένη εβδομάδα έδειξε στους Έλληνες καταναλωτές τη δύναμη που έχει ο πελάτης.

Οι άνθρωποι συνήθως υπερασπίζονται το δίκιο. Ειδικά όταν δεν τους κοστίζει. Πρόκειται για αντανακλαστική στάση, που εν πολλοίς αντισταθμίζει τις μικρές ή μεγαλύτερες αδικίες για τις οποίες ο καθένας είναι υπεύθυνος στη ζωή του. Η υπόθεση της efood, όπως εξελίχθηκε με ταχύτητα μέσα σε μόλις δύο – τρεις ημέρες την περασμένη εβδομάδα, είναι η αντανάκλαση σε πρακτικό επίπεδο της συμπεριφοράς των ανθρώπων που υπερασπίζονται το δίκιο, ειδικά όταν δεν τους κοστίζει.

Η εταιρεία θέλησε να αλλάξει τις εργασιακές σχέσεις αρχικά σε 125 διανομείς με εντελώς… αμερικάνικο τρόπο. Στέλνοντας τους κάτι σαν τελεσίγραφο μέσω του κινητού τηλεφώνου. Οι θιγμένοι έπραξαν το αυτονόητο. Ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη δημοσιοποίησαν το θέμα για να καταγγείλουν τόσο την ουσία, όσο και το τυπικό της υπόθεσης. Η αντίδραση ξέσπασε σαν τσουνάμι. Οι πελάτες της efood αντέδρασαν ενστικτωδώς, ακριβώς επειδή δεν είχαν να χάσουν κάτι. Άρχισαν να την εγκαταλείπουν ομαδικά, στέλνοντας διπλό μήνυμα. Πρώτον, οι υπηρεσίες της efood δεν αποτελούν μονοπώλιο, ούτε είναι πρώτης ανάγκης και επομένως υπάρχει ζωή και χωρίς αυτές.

Άσε που ο ανταγωνισμός είναι ακριβώς δίπλα. Δεύτερον, στην Ελλάδα του φιλότιμου ορισμένες πρακτικές δεν… περνάνε. Ειδικά όταν πρόκειται για μια εταιρεία που ευνοήθηκε από τις συνέπειες της πανδημίας (καραντίνα κλπ.), αναπτύχθηκε γρήγορα, αύξησε την κερδοφορία της και ως αποτέλεσμα επέδειξε αφενός απληστία και αφετέρου αλαζονική και αυταρχική συμπεριφορά προς ευάλωτους εργαζομένους, οι οποίοι όλη την ημέρα βρίσκονται στον δρόμο και την εξυπηρετούν.

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Η εταιρεία αναδιπλώθηκε κακήν κακώς. Κάτι που οφείλεται αποκλειστικά στην αντίδραση των πελάτων της. Χωρίς να υποτιμάει κανείς ούτε τις κινητοποιήσεις των διανομέων, που οργάνωσαν μοτοπορείες, ούτε τις ορισμένες ανακοινώσεις συνδικαλιστών, ούτε το… άδειασμα της εταιρείας από υπουργούς και άλλα πολιτικά πρόσωπα, το «κλειδί» για την αναδίπλωση ήταν το ταμείο, που ξαφνικά άρχισε να αδειάζει.

Διότι, πολύ απλά, τίποτε δεν είναι πιο πολύτιμο για μια εταιρεία από την πελατεία της. Άλλωστε κάθε business plan, αλλά και οποιοδήποτε από τα σύγχρονα εργαλεία του μάρκετινγκ και της διοίκησης επιχειρήσεων, κρίνεται κατά κύριο λόγο από το αν θα πιάσει το στόχο των πωλήσεων. Δηλαδή από τον αριθμό των πελατών. Αν η πρόβλεψη σε αυτό το πεδίο είναι λανθασμένη το οικοδόμημα καταρρέει, συνολικά ή –έστω- εν μέρει.

Η δύναμη του πελάτη

Στη λογική, της δύναμης των πελατών, βασίζεται το καταναλωτικό κίνημα. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι πελάτες σε ορισμένες περιπτώσεις δεν επιλέγουν ή απορρίπτουν ένα προϊόν, μια υπηρεσία, μία επιχείρηση μόνο από ανάγκη ή για λόγους προσωπικού οφέλους, αλλά διευρύνουν τους ορίζοντες βάζοντας στο κάδρο ένα γενικότερο ζήτημα ή αίτημα.
Κάπου εδώ τελειώνουν τα καλά νέα για το καταναλωτικό κίνημα, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Διότι είναι σαφές πως η υπόθεση efood υπήρξε εξαίρεση, κυρίως επειδή η διαγραφή από μια πλατφόρμα διανομών δεν έχει κάποιο κόστος, ούτε κάποια επίπτωση γι’ αυτόν που διαγράφεται.

Κατά τα λοιπά οι Έλληνες καταναλωτές ψωνίζουν κατά βάσιν χωρίς να καταβάλλουν ιδιαίτερο κόπο. Αυτό σημαίνει ότι καταναλώνουν με βάση, κυρίως, την οικονομική τους δυνατότητα. Ιδιαίτερα στα ψώνια της καθημερινότητας, ούτε έρευνα αγοράς κάνουν, ούτε αντιδρούν όταν ανεβαίνουν οι τιμές. Το αντίθετο. Όταν –για παράδειγμα, επειδή συμβαίνει συχνά- οι τιμές στις αντλίες των πρατηρίων καυσίμων παίρνουν την ανιούσα, η κατανάλωση συνεχίζεται κανονικά, αν δεν αυξάνεται. Στην ίδια λογική συχνά οι αυξήσεις σε προϊόντα προκαλούν επιδρομή στα ράφια. Όπως συμβαίνει τις τελευταίες εβδομάδες, που το θέμα της ακρίβειας επέστρεψε στις συζητήσεις των Ελλήνων από την… πόρτα, αφού τα τελευταία χρόνια το συγκεκριμένο ζήτημα έμπαινε από το… παράθυρο της μείωσης των εισοδημάτων.

Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010 περιόρισε την κατανάλωση λόγω αδυναμίας των αγοραστών. Η μείωση της ζήτησης σταθεροποίησε τις τιμές και σε ορισμένες περιπτώσεις τις μείωσε. Ακόμη και όσοι δεν βίωσαν σημαντική μείωση εισοδημάτων είχαν το άγχος της επόμενης ημέρας, οπότε συμπεριφέρθηκαν με τον ίδιο τρόπο.

Το ζήτημα για τους καταναλωτές είναι τι κάνουν –τι κάνουμε;- σε συνθήκες σχετικής ομαλότητας, όπως αυτή που διανύουμε. Όταν δηλαδή υπάρχουν οι συνθήκες για να παραμείνει κάποιος ψύχραιμος. Η απάντηση στην Ελλάδα είναι μονολεκτική: Τίποτα. Κάτι που σημαίνει ότι συνεχίζουν τα ψώνια τους όσο αντέχει η τσέπη και το πορτοφόλι τους. Ορισμένοι συζητούν στο περιθώριο όχι μόνο τα πιθανά φαινόμενα αισχροκέρδειας από κάποιες εταιρείες, αλλά και την ουδετερότητα του κράτους, το οποίο –για παράδειγμα- δεν δέχεται να θυσιάσει ποσοστά από τους έμμεσους φόρους που εισπράττει (ΦΠΑ, Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης κλπ.), ώστε οι τιμές να πέσουν δια της… ελαφρύνσεως. Πέραν, όμως, της συζητήσεως ουδέν!

Ούτε καν περνάει από το μυαλό των περισσότερων ότι εάν απέχουν οι καταναλωτές για μία εβδομάδα από τα πρατήρια το σύστημα θα ταρακουνηθεί. Εάν η αποχή γίνει επί 15 ημέρες πιθανόν κάποια πράγματα θα αλλάξουν και αν διαρκέσει τρεις εβδομάδες κάποιοι σε όλη την αλυσίδα από την παραγωγή, τη διανομή, τη διάθεση και το υπουργείο οικονομικών που εισπράττει, θα υποχρεωθούν να αλλάξουν δουλειά. Μάλλον, όμως, αυτό που τελικά θα συμβεί είναι το σύστημα να ταρακουνηθεί από την κορυφή μέχρι τα νύχια και να υπάρξει μια κάποια διόρθωση στις τιμές, πάντα καλοδεχούμενη.

Το υπερόπλο των καταναλωτών

Για τις καταναλωτικές οργανώσεις της χώρας όλα αυτά είναι μάλλον ψιλά γράμματα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι έχουν αποτύχει να ενεργοποιήσουν το υπερόπλο των καταναλωτών, οι οποίοι επειδή ακριβώς είναι οι βασικοί παίκτες στην κίνηση της αγοράς, μπορούν να την επιβραδύνουν ή και να τη σταματήσουν, ώστε να στείλουν το λογαριασμό αλλού. Ίσως οι άνθρωποι των καταναλωτικών οργανώσεων να προσπάθησαν στο παρελθόν και να απογοητεύτηκαν. Το πιο πιθανό, όμως, είναι να έχουν μεταφέρει στο χώρο των καταναλωτικών οργανώσεων τις πρακτικές των συνδικαλιστών και των μικρότερων κομμάτων, που πάντα βρίσκονται να καταγγέλλουν τα κακά της μοίρας τους από θέση άμυνας. Με αυτό το δεδομένο δεν υπάρχουν εκπλήξεις.

Οι αναποτελεσματικές μέθοδοι των συνδικαλιστικών οργανώσεων, που συντηρούνται ανεξήγητα, αλλά και των μικρών της πολιτικής, που ποτέ δεν κατάφεραν να μεγαλώσουν –ακόμη και ο ΣΥΡΙΖΑ ως φαινόμενο της εποχής των μνημονίων μπορεί να μεγάλωσε, αλλά δεν ωρίμασε κι έτσι απομακρύνθηκε- δεν συγκινούν ούτε τους πολίτες, ούτε τους καταναλωτές κι έτσι δεν υπάρχει αποτέλεσμα ούτε στην αγορά.

Στη χώρα μας οι καταναλωτές –με αποκλειστικά δική τους ευθύνη- παραμένουν αδρανείς και ως εκ τούτου στρυμωγμένοι στη γωνία, ανάμεσα στις τιμές που ανεβαίνουν, τους κερδοσκόπους που πλουτίζουν, αλλά και το κράτος που σφυρίζει αδιάφορα εισπράττοντας φόρους και προωθώντας πλημμελείς και επιφανειακούς ελέγχους στην αγορά.