Skip to main content

Τι λέει η 24χρονη που κατηγορείται ότι πέταξε το μωρό της σε κάδο

Ότι πέταξε το νεογέννητο μωρό της σε κάδο όντας σε απόγνωση υποστήριξε η νεαρή γυναίκα από την Καλαμάτα που σήμερα οδηγείται στον εισαγγελέα

Στον εισαγγελέα οδηγείται σήμερα η 24χρονη γυναίκα η οποία κατηγορείται ότι πέταξε το μωρό της σε κάδο σκουπιδιών στην Καλαμάτα.

Η νεαρή γυναίκα κρατείται στην αστυνομική διεύθυνση Μεσσηνίας και υποστηρίζει πως ό,τι έκανε το έκανε γιατί ήταν σε απόγνωση.

Η 24χρονη είναι μόνιμη κάτοικος Καλαμάτας, ενώ σύμφωνα με τις πληροφορίες το μωρό το γέννησε στην Αθήνα και έπειτα επέστρεψε στην Καλαμάτα.

Σύμφωνα με τον δικηγόρο της, η 24χρονη είναι ψυχολογικό ράκος και έχει μετανιώσει.

«Δεν είχα κανέναν να με βοηθήσει. Κανέναν να με στηρίξει. Είμαι μόνη μου. Έφτασα νύχτα, τριγυρνούσα στην Καλαμάτα και κάποια στιγμή θόλωσα και το πέταξα», φέρεται να είπε στους αστυνομικούς η νεαρή γυναίκα.

Σύμφωνα με το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Star η γυναίκα γέννησε στις 14 Δεκεμβρίου στο νοσοκομείο της Καλαμάτας, ενώ όταν πήρε εξιτήριο πήγε στην Αθήνα και φιλοξενήθηκε σε φίλους της. Χθες βράδυ γύρισε ξανά με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ ξανά στην Καλαμάτα και σύμφωνα με πληροφορίες, περίπου στις 2 χθες τα ξημερώματα πέταξε το μωρό στον κάδο και πήγε σε σπίτι φίλων της.

Στις 06:40 το πρωί η φωνούλα του βρέφους ακούστηκε μέσα στον υπόγειο κάδο σκουπιδιών. Για καλή του τύχη το απορριμματοφόρο είχε καθυστερήσει μιάμιση ώρα να μαζέψει τα σκουπίδια εξαιτίας προβλημάτων που δημιουργήθηκαν στη ζύγισή του.

Η κυρία Βίκυ που είναι κάτοικος της περιοχής άκουσε πρώτη τις φωνές του βρέφους. «Περνούσαν περαστικοί και τους έλεγα "παιδιά αστυνομία, παιδί" και μου απαντούσαν "γατιά είναι, έχεις τρελαθεί με τα γατιά”. Αυτό μια έκλαιγε, μια σταματούσε» περιγράφει η ίδια στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Star.

Το μωράκι ήταν μέσα σε μία σακούλα και πάλευε για να σωθεί. Η κυρία Βίκυ είχε συνέχεια ανοιχτό το καπάκι του κάδου για να παίρνει αέρα το μωρό.

«Τους έδιωχνα όλους γιατί μια σακούλα να έπεφτε επάνω, θα το τελείωνε. Έκλαιγα εγώ εδώ, χτυπιόμουνα και έλεγα: "Θα σωθείς, θα σε σώσω εγώ καρδούλα μου, μην κλαις, μην κλαις"».

Λίγη ώρα πριν βρεθεί το αγοράκι, μια γειτόνισσα που μένει ακριβώς απέναντι, άκουσε δυο γυναίκες να μιλούν αγχωμένες. «Η μία έλεγε στην άλλη "δεν μπορώ, δεν μπορώ". Το είπε πολύ καθαρά και μετά από λίγο άκουσα τη γειτόνισσα που φώναζε!».