Skip to main content

Τι μας αποκαλύπτει η επαναλειτουργία του Όλυμπος Νάουσα για τη Θεσσαλονίκη

Οι επιχειρήσεις λιανεμπορίου, εστίασης και ψυχαγωγίας που λειτουργούν αδιάλειπτα από γενιά γενιά είναι μετρημένες στα δάχτυλα στη Θεσσαλονίκη

Όλη η Ελλάδα μαθαίνει τελευταία για την επαναλειτουργία του εστιατορίου «Όλυμπος Νάουσα», στο πλαίσιο ενός νέου ξενοδοχείου πολυτελείας στη λεωφόρο Νίκης, στην παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης. Μάλλον πρόκειται για την πρώτη φορά που η φήμη ενός εστιατορίου, το οποίο έκλεισε 28 χρόνια πριν, «σηκώνει» στις πλάτες της ένα ολόκληρο ξενοδοχείο. Κάτι που δεν προκαλεί έκπληξη, αφού η Θεσσαλονίκη αυτοπλασάρεται στην πιάτσα των πόλεων –μεταξύ άλλων- ως γαστριμαργικός προορισμός, αλλά και ελληνική πρωτεύουσα της εστίασης.

Διαβάστε ακόμη: Όλυμπος Νάουσα: Στις 29 Απριλίου επιστρέφει ένας… μύθος της Θεσσαλονίκης

Το νέο ξενοδοχειακό συγκρότημα που… εμπεριέχει το «Όλυμπος Νάουσα» βρίσκεται σε μία άκρως προνομιακή περιοχή της Θεσσαλονίκης, αλλά ανοίγει σε μία προβληματική συγκυρία. Η πανδημία, το Ουκρανικό και η ακρίβεια που προκαλούν αυτές οι δύο καταστάσεις, η κάθε μία από μόνη της, αλλά και οι δυο τους σε συνδυασμό, έχουν σημαντικές επιπτώσεις τόσο στη διάθεση των ανθρώπων όσο και στις δυνατότητές τους να μετακινούνται. Βέβαια επενδύσεις τέτοιου τύπου και αυτού του μεγέθους –περί τα 20 εκατ. ευρώ- δεν γίνονται με ορίζοντα λίγων ετών, ούτε προς χάριν της συγκυρίας. Η Θεσσαλονίκη των επομένων δεκαετιών θα παραμείνει μία πόλη με καλές προοπτικές να αυξήσει την επισκεψιμότητά της, οπότε ο τομέας της φιλοξενίας προφανώς έχει πολύ καλές προοπτικές. Όσο για το ίδιο το εστιατόριο «Όλυμπος Νάουσα», τα 28 χρόνια που παραμένει κλειστό είναι αρκετά ώστε να συντηρείται ο μύθος του, ενώ τα πάντα έχουν αλλάξει. Όσοι κάθονταν στα τραπέζια του μέχρι το 1994 θυμούνται αμυδρά την ατμόσφαιρα του χώρου, αλλά έχουν ξεχάσει τις γεύσεις. Επίσης, ανακαλούν κάποιες εικόνες, θολές είναι η αλήθεια, αλλά είναι αμφίβολο εάν μπορούν να νιώσουν ξανά την αίσθηση από τη συμπεριφορά και τα πήγαινε έλα των παλιών σερβιτόρων. Όσοι, βέβαια, έχουν το «Όλυμπος Νάουσα» απλώς ακουστά, όταν καθίσουν στα τραπέζια του ενδεχομένως θα νιώσουν ότι ακουμπούν κάτι από το ένδοξο παρελθόν, αλλά στην πραγματικότητα μιλάμε για κάτι διαφορετικό. Όσο διαφορετικό είναι πάντα κάτι ολοκαίνουργιο, που ακόμη και όταν «πατάει» επάνω σε κάποιον θρύλο του παρελθόντος έχει να κερδίσει το δικό του στοίχημα. Να αποδείξει τη δική του αξία. Να επιβεβαιώσει την αντοχή του. Να φτιάξει τη δική του παράδοση.

Η νοσταλγία πουλάει

Διαχρονικά έχει αποδειχθεί ότι το παρελθόν συγκινεί, ενδεχομένως επειδή ο χρόνος έχει την ιδιότητα να αμβλύνει τις γωνίες και κυρίως να σκιαγραφεί την ομορφιά, εξορίζοντας την ασχήμια. Όλα φυσικά με μέτρο. Πριν από λίγα χρόνια ένας Θεσσαλονικιός βρήκε στη Σαντορίνη γυάλινο λεμονοστύφτη στην εξωφρενική τιμή των 80 – 100 ευρώ και θυμήθηκε πως όταν βγήκαν οι πλαστικοί λεμονοστύφτες στο σπίτι του πανηγύριζαν. Διότι δεν θα μάζευαν γυαλιά από το πάτωμα της κουζίνας κάθε φορά που το συγκεκριμένο αντικείμενο γλιστρούσε, έπεφτε και γινόταν χίλια κομμάτια.

Η νοσταλγία, πάντως, πουλάει στη μουσική, στα ταξίδια, στις γεύσεις, στους χώρους. Σχεδόν σε κάθε έκφανση της ζωής. Υπάρχουν πολλοί ανάμεσά μας που πιστεύουν ότι η ζωή είναι κάτι σαν συλλογή αναμνήσεων. Ιδιαίτερα σε λαούς με έντονο συναισθηματισμό, όπως οι Έλληνες, αυτή η οπτική γωνία ενδέχεται να είναι πλειοψηφική άποψη. Το μάρκετινγκ που κατά κανόνα ενδιαφέρεται πρωτίστως για την εμπορικότητα εκμεταλλεύεται τη νοσταλγία δεόντως. «Πακετάροντας» και προωθώντας πράγματα που συχνά έχουν αξία πολύ μικρότερη από την ονομαστική του παρελθόντος που αναπαριστούν και αναπαράγουν, αλλά συγκινούν. Μόνο που στο τέλος όλοι διαπιστώνουν τι πραγματικά συμβαίνει. Εάν το ένδοξο παρελθόν έχει ουσιαστική αντανάκλαση στο παρόν ή λειτουργεί ως καρικατούρα. Η Θεσσαλονίκη, που βαδίζει στον 24ο αιώνα της ηλικίας της, έχει βαθύ παρελθόν, που σε ορισμένες περιόδους υπήρξε ένδοξο. Αλλά με την πραγματική παράδοση δεν τα πηγαίνει και πολύ καλά. Αν εξαιρέσει κανείς τα μνημεία που διασώζονται για ιστορικούς λόγους και τα διατηρητέα που εμπνεύστηκε η Μελίνα Μερκούρη για να περισώσει δείγματα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, για όλα τα υπόλοιπα φροντίζει μόνο η ζωή και οι άνθρωποι. Δηλαδή κανένας, παρά μόνο η κεκτημένη ταχύτητα. Ίσως τελικά αυτό να είναι το φυσιολογικό, ίσως και το σωστό, ποιος ξέρει…

Αντιφάσεις και ισορροπίες  

Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που πέρασε 400 χρόνια Οθωμανικής σκλαβιάς, και άλλα 200 χρόνια προσπάθειας να εξελιχθεί σε ευρωπαϊκό κράτος, χωρίς να απωλέσει την ανατολίτικη νοοτροπία των κατοίκων της, η καθιέρωση λεπτομερούς παράδοσης στην καθημερινή ζωή είναι πολυτέλεια. Ούτως ή άλλως η δημιουργική ισορροπία ανάμεσα σε δύο αντιφατικές καταστάσεις -Δύση και Ανατολή- συνιστά από μόνη της θαύμα, όταν συμβαίνει. Και ως γνωστόν θαύματα δεν γίνονται κάθε μέρα, ούτε συχνά ούτε σε όλα τα πεδία. Διότι μπορεί στην Τεργέστη να υπάρχει τρατορία που λειτουργεί επί 500 χρόνια, στη Γερμανία μπιραρία πολλών αιώνων, στο Λονδίνο μουσικές σκηνές με τοίχους και πάλκα ποτισμένους με τον ιδρώτα και τις πατημασιές και τα γέλια των μεγαλύτερων μουσικών της δεκαετίας του 1960 και στο Δουβλίνο παμπ στις οποίες εδώ και πολλές δεκαετίες αντηχούν οι ψίθυροι και τα γέλια των θαμώνων, αλλά για την Ελλάδα κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο. Ακόμη και στα ορεινά χωριά ή τους νησιωτικούς οικισμούς που βρίσκονται στην ίδια θέση από πάντα, τα έργα των ανθρώπων αλλάζουν συχνά τις ισορροπίες. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που στις πλατείες χωριών ξεριζώθηκαν πλατάνια αιώνων για να εξυπηρετηθεί –για παράδειγμα- η συγκοινωνία, αφού όταν μαζί με τον δρόμο έφτασαν εκεί και τα λεωφορεία των ΚΤΕΛ δεν είχαν χώρο για τις απαιτούμενες… μανούβρες.

Η… επιστροφή του «Όλυμπος Νάουσα» στην καθημερινότητα της Θεσσαλονίκης από τον επόμενο μήνα συνιστά ευχάριστο νέο. Όχι για λόγους παράδοσης, αλλά επειδή είναι βέβαιο ότι θα λειτουργήσει ως ένας εξαιρετικού επιπέδου χώρος εστίασης. Ταυτόχρονα, όμως, ως εξαίρεση στον κανόνα και εξ αντανακλάσεως, συνιστά μία ακόμη απόδειξη της τεράστιας δυσκολίας που υπάρχει στη Θεσσαλονίκη να μακροημερεύσουν επιχειρήσεις που εμπλέκονται απευθείας στην καθημερινή κοινωνική ζωή της πόλης. Σε αντίθεση με παραγωγικά σήματα και συλλογικούς φορείς, που υπάρχουν για περισσότερα από 100 χρόνια καλλιεργώντας τη δική τους ιδιαίτερη κουλτούρα, οι επιχειρήσεις λιανεμπορίου, εστίασης και ψυχαγωγίας που λειτουργούν αδιάλειπτα από γενιά γενιά, ανατροφοδοτώντας τον δυναμισμό τους είναι λίγες, μετρημένες στα δάχτυλα. Ακόμη και περίλαμπροι δρόμοι, όπως η Τσιμισκή, αδυνατούν να συντηρήσουν τον χαρακτήρα τους, καθώς άγονται και φέρονται αποκλειστικά από το οικονομικό αλισβερίσι του τύπου «τόσα δίνω, πόσα θες», όπως εκφράζεται στα ενοικιοστάσια. Μια εικόνα που φυσιολογικά αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές εξελίξεις σε μια Θεσσαλονίκη που διαρκώς αλλάζει –τις τελευταίες δεκαετίες προς το χειρότερο-, αλλά ταυτόχρονα υπογραμμίζει την αδυναμία της πόλης να επιβεβαιώσει την αστική κουλτούρα και τον κοσμοπολιτισμό της.