Skip to main content

Τι μπορεί να σκεφτεί κάποιος περπατώντας από Μουσείο - Αριστοτέλους

Ο δημόσιος χώρος αποτελεί το προνομιακό πεδίο δράσης των διαμαρτυριών, καθώς όσοι συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις τον βλέπουν σαν ιδιοκτησία τους,.

Το λεωφορείο του ΟΑΣΘ Νο 5, της γραμμής Νέα Κρήνη – Βενιζέλου, διέσχιζε τη Βασ. Όλγας γύρω στις 12 το μεσημέρι του Σαββάτου. Η μέρα καλή, τα αυτοκίνητα σημειωτόν, ο κόσμος πολύς, το στριμωξίδι έντονο για όσους ήθελαν να κατέβουν τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Λίγο πριν από τη ΧΑΝΘ, στο ύψος του Αρχαιολογικού Μουσείου, ο οδηγός ενημερώνει τους επιβάτες ότι επειδή η Τσιμισκή είναι κλειστή το λεωφορείο θα επιστρέψει προς τη Νέα Κρήνη στα ανατολικά και όποιος θέλει να κατέβει. Φυσικά κατέβηκαν σχεδόν όλοι και συνέχισαν προς το κέντρο με τα πόδια, μουρμουρίζοντας. Για τους περισσότερους δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε να ξεκινήσουν για το κέντρο και να καταλήξουν περπατώντας μεγάλες αποστάσεις, επειδή οι δρόμοι είχαν κλείσει λόγω μιας διαδήλωσης.

Πιθανότατα δεν ήταν ούτε η τελευταία. Όπως ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά ήταν το περασμένο Σάββατο που «γεννήθηκαν» σκέψεις στην υποχρεωτική πεζοπορία από το Αρχαιολογικό Μουσείο μέχρι την Αριστοτέλους…

Τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη οι δρόμοι κλείνουν και η πρόσβαση προς το κέντρο δυσκολεύει πολύ συχνά. Λόγω κινητοποιήσεων που γίνονται  με κάποια λιγότερο ή περισσότερο  σοβαρή αφορμή. Ενίοτε και για ασήμαντο λόγο. Είτε πρόκειται για διαμαρτυρίες που αφορούν πολιτικά, εργασιακά, οικονομικά και αθλητικά ζητήματα, είτε για πορείες συμπαράστασης σε Έλληνες ή συνανθρώπους που ζουν στην άλλη άκρη της Γης έχουν σχεδόν πάντα δύο συνέπειες. Αφενός την ταλαιπωρία κάποιων άλλων πολιτών, οι οποίοι δεν συμμετέχουν, αλλά πηγαίνουν στη δουλειά τους, στο γιατρό, σε ραντεβού, σε μια οποιαδήποτε συνάντησή τους. Αφετέρου στην «απονέκρωση» της ήδη ταλαιπωρημένης από την πολύχρονη ύφεση και την κατάρρευση της κατανάλωσης αγοράς του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Κι επειδή οι κινητοποιήσεις γίνονται συνήθως όταν τα μαγαζιά είναι ανοιχτά το πρόβλημα που δημιουργείται είναι μεγάλο. Για τους μεν πολίτες που ταλαιπωρούνται και δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά ή το κέφι τους οι συνέπειες είναι από μικρές έως μεγαλύτερες, ανάλογα στην περίπτωση. Αλλά για το εμπόριο της πόλης, που δέχεται συνεχή πλήγματα, το κακό είναι μεγάλο. Ως γνωστόν η ευκολία στην πρόσβαση και η καλή διάθεση παίζουν σημαντικό ρόλο στην καταναλωτική συμπεριφορά. Όταν οι δύο αυτοί παράγοντες είναι ακυρωμένοι, το μόνο που απομένει είναι οι… εθισμένοι του κέντρου, που ταυτόχρονα είναι… ήρωες της κατανάλωσης. Δηλαδή ελάχιστοι για να συντηρήσουν την εμπορική κίνηση από την οποία επωφελούνται χιλιάδες Θεσσαλονικείς, επιχειρηματίες και εργαζόμενοι στην ευρύτερη περιοχή.  

Το να θίξει κανείς την αξία της προσωπικής ταλαιπωρίας κάποιων συμπολιτών στις μέρες μας είναι μάταιο. Και… μικροαστικό. Οι συλλογικές εκδηλώσεις και διεκδικήσεις –έστω κι αν αφορούν μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες ανάμεσα μας- είναι γενικά υπεράνω υποψίας. Απ’ όπου κι αν ξεκινούν και όπου κι αν καταλήγουν. Αλλά η καχεξία της αγοράς ποιους ευνοεί; Το διαρκές πρόβλημα στο πιο ζωντανό κομμάτι της Θεσσαλονίκης τι εξυπηρετεί; Ο αποκλεισμός όσων Θεσσαλονικέων, αλλά και από τα πέριξ θέλουν να βρεθούν στο κέντρο της πόλης ποια ακριβώς πίεση ασκεί, ώστε να εισακουστεί ακόμη και το πιο δίκαιο αίτημα; Τελικά, αυτός ο ιδιότυπος κοινωνικός αυτοματισμός που οδηγεί, πέραν της αγανάκτησης και της αδιαφορίας;  Γιατί η προώθηση απόψεων και αιτημάτων δεν μπορεί να γίνει σε ανοιχτούς δρόμους και κόσμο στα πεζοδρόμια;

Για να περιοριστούμε μόνο στις επιπτώσεις στην αγορά το βέβαιον είναι με ότι το κλείσιμο του κέντρου, που συμβαίνει πολύ συχνότερα απ’ ότι μπορεί να καταγράψει ή να συνειδητοποιήσει κάποιος που κινείται περιφερειακά, η αγορά της Θεσσαλονίκης μαραζώνει. Ταυτόχρονα ευνοούνται τα εμπορικά κέντρα που βρίσκονται στην περιφέρεια, τα οποία όχι μόνο εξασφαλίζουν ευχερέστερη πρόσβαση και πάρκινγκ, αλλά λόγω του ιδιωτικού τους χαρακτήρα κανείς δεν τολμάει να αποκλείσει. Ο δημόσιος χώρος –δρόμοι, πεζοδρόμια, πλατείες- αποτελεί το προνομιακό πεδίο δράσης των διαμαρτυριών, καθώς όσοι συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις τον αντιλαμβάνονται λίγο –ή μήπως πολύ;- σαν ιδιοκτησία τους. Την ίδια ώρα ξεχνούν τους υπόλοιπους. Στην πραγματικότητα δε νοιάζονται καθόλου για  τους υπόλοιπους που θέλουν να δουλέψουν ή να κάνουν τη δουλειά τους. Είπαμε, όποιος σκέφτεται έτσι συμπεριφέρεται ως μικροαστός, άρα αντεπαναστάτης. Επομένως η γνώμη του, τα δικαιώματά του και τα συναισθήματά του δεν έχουν καμία απολύτως σημασία ή αξία για το κίνημα…