Skip to main content

Τι περιμένει να ακούσει η πόλη από Μητσοτάκη στην άδεια Αριστοτέλους

Κάθε χρόνο τέτοιον καιρό η Θεσσαλονίκη περιμένει για να πει τον πόνο της και να ακούσει δυο καλά λόγια για τον εαυτό της και τις προοπτικές της

Μια φωτογραφία ίσον χίλες λέξεις λένε οι Κινέζοι. Κατά την ίδια λογική ένας ζωγραφικός πίνακας γεννά χιλιάδες συναισθηματικές αποχρώσεις. Κι όχι μόνο τα μεγάλα δημιουργήματα των επώνυμων της ιστορίας της τέχνης, αλλά και τα πιο ταπεινά. Αρκεί να… πιάσουν τη συγκυρία. Για παράδειγμα μια κοκκινο-πορτοκαλί σύνθεση με το σκίτσο του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσο να κινούνται κάτω από τον ζεστό ήλιο κυνηγώντας φανταστικούς εχθρούς, που εύκολα βρίσκει κανείς με λίγα ευρώ, σε διάφορες υπαίθριες εκδοχές στο κέντρο της Μαδρίτης, παραπέμπει στη ματαιότητα του χρόνου και των καταστάσεων στον νότο της Ευρώπης. Όπου συχνά «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν». Ενώ το σκίτσο κάποιων ανθρώπων να περπατούν υπό βροχή, κάτω από ανοιχτές ομπρέλες, φορώντας παλτά και καμπαρντίνες, με φόντο τα κτήρια στο παλιό Βελιγράδι, που ζωγράφισε ένα υπαίθριο χέρι στον πεζόδρομο της Κνέζα Μιχαήλοβα, στην πρωτεύουσα της Σερβίας, σηματοδοτεί ακόμη και χωρίς να το θέλει τη μελαγχολία των Βαλκανίων. Μια περιοχή που τρεις δεκαετίες από το άνοιγμα της στην ελεύθερη οικονομία και τις αγορές παραμένει στάσιμη, να μετράει τη ζωή με βάση την ιστορία και όχι τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Η Θεσσαλονίκη είναι πόλη ταυτόχρονα μεσογειακή και βαλκανική. Κάτι που ορισμένες φορές αποδεικνύεται πλεονέκτημα, αλλά συνήθως δημιουργεί ένα μείγμα στασιμότητας και μοιρολατρίας. Η φωτογραφία της πλατείας Αριστοτέλους στο πάνω μέρος του κειμένου, αν και τραβήχτηκε πριν από μερικούς μήνες για να δείξει τις επιπτώσεις του lockdown, συμβολίζει πολλά. Μπορεί να μην απαιτήθηκε ιδιαίτερος κόπος παρά μόνο ένα κλικ στη μηχανή, αλλά το αποτέλεσμα είναι γροθιά στο στομάχι. Ιδιαίτερα αυτές τις μέρες του Σεπτεμβρίου, που φέτος τις καθορίζει ο κορωνοϊός. Εξαιτίας του οποίου ματαιώθηκε η 85η Διεθνής Έκθεση, αλλά διασώθηκε το πολιτικό πανηγύρι με κυβέρνηση και αντιπολίτευση να παρελαύνουν εφ’ ενός ζυγού για να εξαγγείλουν και να καταγγείλουν. Από αύριο Παρασκευή μέχρι την επόμενη Κυριακή.

Η συνταγή είναι λίγο πολύ γνωστή, τουλάχιστον στα 46 χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο εκάστοτε πρωθυπουργός εκφωνεί μέσα σε 48 ώρες έναν, δύο ή τρεις λόγους και εξαγγέλλει την οικονομική πολιτική του επόμενου έτους. Είναι κατά κάποιο τρόπο η αρχή της σεζόν. Πέραν αυτού, για λόγους αβρότητας και πολιτικής σκοπιμότητας η εκάστοτε κυβέρνηση αισθάνεται υποχρέωση να ασχοληθεί με την πόλη που αξιοποιείται ως σκηνικό, δηλαδή να υπάρξουν αναφορές για τη Θεσσαλονίκη, κυρίως για έργα τα οποία γίνονται, σχεδιάζονται ή προγραμματίζονται.  Είναι, δε, τόσο δυνατή αυτή η… συνήθεια, που από το 1974 δεν την απέφυγε κανείς πρωθυπουργός. Όσο δεξιός, σοσιαλιστής, μετριοπαθής ή αριστερός κι αν ήταν.

Ούτε ο κ. Μητσοτάκης το απέφυγε πέρσι, προφανώς θα επανέλθει σχετικώς και φέτος, παρά τις άκρως ιδιαίτερες συνθήκες στις οποίες βρισκόμαστε.

Αν και πρόκειται για αρχοντοχωριατισμό – η δεύτερη πόλη της χώρας και μοναδική διαχρονική πόλη του ελλαδικού χώρου, περιμένει κάθε χρόνο ένα μικρό διάστημα στα τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου, για να πει τον πόνο της και να ακούσει από την κεντρική εξουσία δυο καλά λόγια για τον εαυτό της και τις προοπτικές της - θα ήταν ευπρόσδεκτος εάν είχε ουσία. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι εξαγγελίες που ακούγονται ή δεν υλοποιούνται ποτέ ή σέρνονται ατέλειωτα χρόνια, μέχρι που χάνουν το νόημά τους. Ελάχιστες οι εξαιρέσεις, μετρημένες στα δάχτυλα, που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Γι’ αυτό ακόμη και σήμερα –βρισκόμαστε στο 2020- η Θεσσαλονίκη συζητά εν πολλοίς με την ατζέντα της δεκαετίας του 1980. Δεν συζητά απλώς, τη βλέπει μπροστά του ως τοίχος λαμαρίνας στο εργοτάξιο, ως μπάρα στη μέση του δρόμου για να περάσει το τρένο που μπαίνει ή βγαίνει στο λιμάνι, ως ετοιμόρροπο λεωφορείο στις στάσεις του ΟΑΣΘ. Επειδή, όμως, τα χρόνια περνούν και ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι κάτι νέο πρέπει να ειπωθεί στη σχετική λίστα των ανολοκλήρωτων έργων και δράσεων προστίθενται καινούργια. Με νέες ιδέες, πρόσφατους σχεδιασμούς, σύγχρονες παρεμβάσεις, μοντέρνες προσεγγίσεις. Έτσι η δεκαετία του 1980 συνυπάρχει με τη δεκαετία του 2020, σε μία αφύσικη πύκνωση του χρόνου. Και κάπως έτσι η αυριανή παρέμβαση Μητσοτάκη για τη Θεσσαλονίκη αναμένεται να συμπεριλαμβάνει υποθέσεις του παρελθόντος -από το μετρό, τον ΟΑΣΘ και τις μεταφορικές συνδέσεις του λιμανιού-, αλλά και υποθέσεις του μέλλοντος –από τον νέο fly over περιφερειακό οδικό άξονα, την ανάπλαση του Διεθνούς Εκθεσιακού Κέντρου και το Τεχνολογικό Πάρκο 4ης γενιάς Thess Intec. Ενδεχομένως και την υποθαλάσσια, που με σουρεαλιστικό τρόπο μπορεί να αφορά ταυτόχρονα το χθες και το αύριο. Κατά κάποιο τρόπο η πόλη παλεύει με το χθες κάτω από τη γη, όπου δουλεύουν δίπλα δίπλα εργάτες και αρχαιολόγοι, αλλά σχεδιάζει φιλόδοξα το αύριο πολύ πάνω από το έδαφος, με γερανούς και προγραμματιστές του ΜΙΤ.  

Οι ντέτεκτιβ της αστυνομίας στα αμερικάνικα βιβλία τσέπης και στις σειρές της τηλεόρασης λένε ότι στη δουλειά τους η επιτυχία –στην περίπτωση τους η προαγωγή- μετριέται με τις κλειστές υποθέσεις. Με τους φακέλους που αρχειοθετούνται επειδή οι ίδιοι φροντίζουν ώστε οι κακοί αυτού του κόσμου, όσοι κλέβουν, σκοτώνουν, πουλάνε ναρκωτικά κ.λπ., οι ένοχοι δηλαδή, να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη. Αντίθετα οι ανοιχτές υποθέσεις, στις οποίες επανέρχονται ξανά και ξανά υπογραμμίζουν την αποτυχία των ίδιων και του συστήματος που υπηρετούν. Φυσικά η Θεσσαλονίκη δεν είναι στην Αμερική. Ούτε αποτελεί υπόθεση μυστηρίου, αν και θα μπορούσε. Οι δικοί της ανοιχτοί φάκελοι δεν ενοχλούν. Κανείς αρμόδιος δεν χάνει τον ύπνο του, ούτε το αξίωμά του. Άλλωστε με λίγη καλή θέληση όλα εξηγούνται και δικαιολογούνται.

Από αυτή την άποψη η άδεια, ερημική και μόνο πλατεία Αριστοτέλους της φωτογραφίας μεταφράζει στα καθ’ ημάς τόσο τη ματαιότητα του χρόνου και των καταστάσεων στον Νότο της Ευρώπης, όσο και τη μελαγχολία των Βαλκανίων. Ευτυχώς υπάρχει και η θάλασσα…

ΥΓ. Ασφαλώς η Θεσσαλονίκη –παρά όσα συμβαίνουν- ζει και βασιλεύει. Χάρη στους ανθρώπους της, οι οποίοι ζουν και δημιουργούν τη δική τους καθημερινότητα στους δρόμους, τις γωνίες και τις γειτονιές της. Είναι οι άνθρωποι που λείπουν από μια φωτογραφία σαν κι αυτή στο πάνω μέρος του κειμένου, επειδή ενδεχομένως εργάζονται, διαβάζουν, ξεκουράζονται, κοιμούνται. Εκείνοι που ακόμη κι αν δεν το έχουν πλήρως συνειδητοποιήσει έχουν αφομοιώσει στην ταυτότητά τους τόσο τη ματαιότητα του χρόνου και των καταστάσεων του ευρωπαϊκού νότου, όσο και τη μελαγχολία των Βαλκανίων. Και φυσικά ατενίζουν πάντα τη θάλασσα…